Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2011

Η ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΩΝ ΣΤΗ ΛΗΨΗ, ΣΥΝΤΑΞΗ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΤΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ


Δημοσιεύθηκε στο Νομικό περιοδικό ΣΥΝήΓΟΡΟΣ,  τεύχος 84/2011, σελ. 84, 85, 86.

Συντάκτης: Κωστής Δεμερτζής, δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω







Το ζήτημα της ουσιαστικής διασφάλισης της αρχής της «συλλογικής ευθύνης των δικαστών» για την δικαστική απόφαση από την δικονομική ρύθμιση της διαδικασίας λήψης, σύνταξης και δημοσίευσης της δικαστικής απόφασης
Μια νομοθετική πρόταση της Μ.Κ.Ο. «Σύλλογος Πατρότης» προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης
Συντάκτης: Κωστής Δεμερτζής, δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω
*  *  *
Μικρό εισαγωγικό: Το πρόβλημα της ποιότητας των δικαστικών αποφάσεων είναι ζήτημα πολύ σοβαρό, αφού θίγει αυτήν καθ’ εαυτήν την ουσία της απόδοσης της δικαιοσύνης.
Από τους ενδιαφερόμενους φορείς, μεταξύ των οποίων και οι δικηγορικοί σύλλογοι, και το Υπουργείο Δικαιοσύνης, έχει δοθεί πρόδηλα μονομερής έμφαση στον ποσοτικό παράγοντα της απόδοσης δικαιοσύνης, δηλαδή στον ρυθμό παραγωγής δικαστικών αποφάσεων. Πόσο διαρκεί μια δίκη, πόσο διαρκεί η έκδοση απόφασης από την συζήτησή της, κ.τ.λ.
Ωστόσο, το πρόβλημα της ποιότητας των δικαστικών αποφάσεων είναι ακόμα σοβαρότερο, και είναι πολύ γνωστό σε όλους τους ενδιαφερόμενους, χωρίς να προβάλλεται με την ανάλογη έμφαση, για λόγους που θα αναπτυχθούν με άλλη ευκαιρία.
Δύο παράγοντες που πρέπει να διασφαλιστούν είναι, αφενός η ποιότητα του δικαστή και της δουλειάς του, δηλαδή κατά πόσον είναι επαρκής ο ίδιος και εξετάζει με επάρκεια την κάθε δικογραφία και, αφετέρου, ο τρόπος της συλλογικής παραγωγής της δικαστικής απόφασης, από τις πολυμελείς συνθέσεις. Η διασφάλιση των παραπάνω πρέπει να είναι, καταρχάς, προληπτική, υπό την έννοια ότι είναι πολύ καλύτερο να προλαμβάνεις, παρά να αναζητάς τρόπους διόρθωσης όταν το κακό έχει γίνει.
Σε μία από τις διαστάσεις της ποιότητας της δικαστικής απόφασης, την διαδικασία της συλλογικής παραγωγής των πολιτικών αποφάσεων, αναφέρεται η ακόλουθη πρόταση, η οποία κατατέθηκε στον Υπουργό Δικαιοσύνης, με αφορμή δύο περιπτώσεις δικαστικών αποφάσεων πολυμελούς συνθέσεως, οι οποίες, από το επίπεδό τους (νομικό, αλλά και συνολικής εκδικάσεως της υπόθεσης), έθεταν σοβαρά ερωτήματα, τόσο για την ποιότητα του δικαστή που τις παρήγαγε, όσο και για τον τρόπο που λειτούργησαν τα λοιπά μέλη της συνθέσεως, για να ανταποκριθούν στην (τύποις ισχύουσα) αρχή της «συλλογικής ευθύνης των δικαστών».
Το ζήτημα αυτό είναι – και πρέπει να αποτελέσει – αντικείμενο συζήτησης κατά τις επικείμενες εκλογές των δικηγορικών συλλόγων. Σ’ αυτές ακούγονται μερικές φορές ανησυχητικά επιπόλαιες προτάσεις, όπως ότι, εφόσον – ανεπισήμως – είναι γνωστό ότι «δεν γίνονται διασκέψεις», πρέπει να καταργηθούν, ή να περιοριστούν ριζικά οι πολυμελείς συνθέσεις, για να έχουμε ταχύτερες δίκες.
Audiatur, συνεπώς, και την altera pars, όπως ακολουθεί αμέσως μετά.
*  *  *
Νομική ανάπτυξη
Οι γενικές δικαιακές Αρχές, οι οποίες ισχύουν για όλα τα είδη των Δικαστηρίων, συνεπώς και για το Πολυμελές Πρωτοδικείο, και θεσμοθετούνται απευθείας στο Σύνταγμα, και ιδίως στο άρθρο 93 παρ. 3, όπου ορίζεται ότι:
 «Κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη και απαγγέλλεται σε δημόσια συνεδρίαση. Νόμος ορίζει τις έννομες συνέπειες που επέρχονται και τις κυρώσεις που επιβάλλονται σε περίπτωση παραβίασης του προηγούμενου εδαφίου. Η γνώμη της μειοψηφίας δημοσιεύεται υποχρεωτικά. Νόμος ορίζει τα σχετικά με την καταχώριση στα πρακτικά ενδεχόμενης μειοψηφίας, καθώς και τους όρους και τις προϋποθέσεις της δημοσιότητάς της».
Κατά την ερμηνεία εφαρμογή της εν λόγω βασικής δικαιακής αρχής, πρέπει να έχουμε υπόψη τις εξής αναγκαίες προϋποθέσεις και ταυτόχρονα συνέπειες, χωρίς τις οποίες η αρχή της αιτιολογίας των δικαστικών αποφάσεων δεν είναι νοητή:
-        Η απόφαση εκδίδεται από «το δικαστήριο». Αυτό σημαίνει ότι η έκδοση είναι πράξη από κοινού όλων των δικαστών της σύνθεσης, οι οποίοι και συνευθύνονται, κατά την αρχή της συλλογικής ευθύνης των δικαστών.
-        Η αρχή της συλλογικής ευθύνης τονίζεται από το δικαίωμα του δικαστή να ζητήσει να περιληφθεί στην αιτιολογία, όπως θα δημοσιευθεί, την γνώμη του. Η «γνώμη της μειοψηφίας» μπορεί να είναι αποκλίνουσα (όπως κατά κανόνα συμβαίνει στις ελληνικές δικαστικές αποφάσεις), μπορεί και συγκλίνουσα (πολλά παραδείγματα σε αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, και σε αποφάσεις των ανωτάτων δικών μας δικαστηρίων, ιδίως των Ολομελειών του ΣτΕ, αλλά ενίοτε και του Α.Π.).
-        Αυτό σημαίνει ότι ο κάθε δικαστής της σύνθεσης που εξέδωσε την απόφαση ευθύνεται όχι μόνο για το διατακτικό της απόφασης, αλλά και για τις αιτιολογίες της, μέχρι τελευταίας σκέψεως, διατυπώσεως και λέξεως.
Στον παραπάνω προβληματισμό η λέξη «ευθύνη» νοείται καταρχάς με την γενική έννοια, της προσωπικής απόδοσης της απόφασης στον δικαστή της σύνθεσης, τρόπον τινά την «ευθύνη της υπογραφής» της απόφασης, την κάλυψη της απόφασης με το δικαστικό κύρος, την θεσμική ευθύνη, την προσωπική εγγύηση για την απόφαση που θα εκδοθεί, όπως αυτή θα υπάρχει τυπωμένη, εν τω συνόλω της, ως αιτιολογικό και διατακτικό. Κάθε ειδικότερη έννοια της «ευθύνης», όπως αστική, ποινική ή πειθαρχική, κατά τις ειδικότερες νομοθετικές προβλέψεις, απορρέει από την παραπάνω γενική έννοια, ήτοι την «ευθύνη της υπογραφής»του δικαστή στην απόφαση.
Ενόψει των παραπάνω, πρέπει να εξεταστεί εγγύτερα η τήρηση της αρχής της συλλογικής ευθύνης ως προς τις αιτιολογίες των δικαστικών αποφάσεων, σε επίπεδο διαδικασίας εκδόσεως δικαστικών αποφάσεων, όπως αυτή ρυθμίζεται από τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
*  *  *
Όπως ισχύει, ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, ορίζει την διαδικασία λήψης και εκδόσεως των δικαστικών αποφάσεων στα άρθρα 300 και επόμενα, ως εξής:
Στο άρθρο 300, ορίζεται ότι:
«η απόφαση εκδίδεται μόνο από το δικαστή που έλαβε μέρος στη σύνθεση του δικαστηρίου κατά τη συζήτηση ύστερα από την οποία εκδίδεται, και στα πολυμελή δικαστήρια ύστερα από διάσκεψη και ψηφοφορία όλων των δικαστών που έλαβαν μέρος στη συζήτηση».
Στην παραπάνω διατύπωση, η λέξη «μόνο», αφορά και τα πολυμελή δικαστήρια, δηλαδή και στα πολυμελή δικαστήρια προϋπόθεση της έκδοσης της απόφασης είναι η διάσκεψη και ψηφοφορία ΟΛΩΝ των δικαστών που έλαβαν μέρος στη συζήτηση, και ΜΟΝΟΝ αυτών.
Το άρθρο 301 ορίζει την διεύθυνση, την εισήγηση, την συζήτηση και την ψηφοφορία κατά την διάσκεψη. Το αντικείμενο και περιεχόμενο της διάσκεψης δεν ορίζεται ειδικότερα.
Στο άρθρο 302, ρυθμίζεται η περίπτωση της διαφωνίας κατά την ψηφοφορία, ως εξής:
«1. Σε περίπτωση διαφωνίας επικρατεί η γνώμη της πλειοψηφίας. Αν το ζητήσει η μειοψηφία, η γνώμη της καταχωρίζεται στο αιτιολογικό της απόφασης με τον τύπο της αμφιβολίας, καθώς και στο πρακτικό της διάσκεψης. Στην απόφαση του Αρείου Πάγου καταχωρίζεται μόνο η γνώμη της πλειοψηφίας και στο πρακτικό της διάσκεψης η γνώμη της μειοψηφίας. 2. Αν κατά την ψηφοφορία σχηματιστούν περισσότερες από δύο γνώμες, εκείνοι που αποτελούν την ασθενέστερη μειοψηφία οφείλουν να προσχωρήσουν σε μία από τις επικρατέστερες γνώμες. Αν περισσότερες από τις ασθενέστερες γνώμες συγκεντρώνουν ισοψηφία, γίνεται ψηφοφορία για να αποκλειστεί η μία από αυτές και τότε εκείνοι που την ακολουθούν οφείλουν να προσχωρήσουν σε μία από τις άλλες γνώμες εωσότου σχηματιστεί πλειοψηφία. 3. Αν επέλθει ισοψηφία, προσλαμβάνεται και άλλος δικαστής και η υπόθεση συζητείται πάλι στο ακροατήριο».
Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι δεν συμβιβάζεται με το άρθρο 93 παρ. 3 Σ., κατά το οποίο «η γνώμη της μειοψηφίας δημοσιεύεται υποχρεωτικά», η διάταξη κατά την οποία, στην απόφαση του Αρείου Πάγου καταχωρίζεται μόνο η γνώμη της πλειοψηφίας, και η γνώμη της μειοψηφίας μόνο στο πρακτικό της διάσκεψης. Είναι απορίας άξιον πώς και γιατί παρέμεινε αυτή η σαφώς αντισυνταγματική διάταξη στο κείμενο της Πολιτικής Δικονομίας.
Κατά το άρθρο 303: «αν στη διάσκεψη διχαστούν οι ψήφοι, συντάσσεται πρακτικό, που υπογράφεται από τον πρόεδρο, εκείνους που μειοψήφησαν και το γραμματέα. Αν κάποιος από αυτούς πέθανε ή έπαψε να είναι τοποθετημένος στο δικαστήριο ή έχει άδεια, αυτό αναφέρεται στο πρακτικό και υπογράφουν οι υπόλοιποι».
Η διαδικασία δημοσίευσης της απόφασης ορίζεται στο άρθρο 304, ως εξής:
«1. Αφού περατωθεί η ψηφοφορία, ο εισηγητής δικαστής συντάσσει το σχέδιο της απόφασης που περιέχει το αιτιολογικό και το διατακτικό της, το οποίο χρονολογεί ο πρόεδρος και το υπογράφει αυτός και ο εισηγητής. Αν πρόκειται για απόφαση του προέδρου, του εισηγητή του άρθρου 341 παρ. 3, του μονομελούς πρωτοδικείου και του ειρηνοδικείου, το σχέδιο συντάσσει, χρονολογεί και υπογράφει ο δικαστής που εκδίδει την απόφαση.
2. Από το σχέδιο της παραγράφου 1 δημοσιεύεται η απόφαση σε δημόσια συνεδρίαση.
"3. Μετά τη δημοσίευση κάθε διάδικος δικαιούται να λάβει απλό φωτοτυπικό αντίγραφο του σχεδίου προκειμένου να μεριμνήσει για την καθαρογραφή με συμπληρωμένα τα στοιχεία που πρέπει, σύμφωνα με το επόμενο άρθρο, να αναφέρονται στο πρωτότυπο της απόφασης. Ο κατά την παράγραφο 1 εισηγητής ή δικαστής οφείλει να θεωρήσει ενυπογράφως, το ταχύτερο δυνατόν, το πρωτότυπο, το οποίο ακολούθως υπογράφεται αμέσως κατά το άρθρο 306"
Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 305:
«Το πρωτότυπο της απόφασης πρέπει να αναφέρει:
1) τη σύνθεση του δικαστηρίου και, αν πρόκειται για πολυμελή δικαστήρια, το όνομα του εισηγητή δικαστή,
2) το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα και την κατοικία των διαδίκων, των νόμιμων αντιπροσώπων και των δικαστικών πληρεξουσίων τους, και αναφέρεται αν αυτοί έχουν παραστεί και αν υπέβαλαν προτάσεις,
3) σύντομη περίληψη του αντικειμένου και της πορείας της δίκης,
4) το αιτιολογικό και το διατακτικό της απόφασης και
5) ότι η απόφαση δημοσιεύθηκε».
Κατά το άρθρο 306 ΚΠολΔ:
«1. Όποιος είχε διευθύνει τη συζήτηση και ο γραμματέας υπογράφουν το πρωτότυπο της απόφασης.
2. Αν όποιος είχε διευθύνει τη συζήτηση πέθανε ή έπαψε να είναι τοποθετημένος στο δικαστήριο ή βρίσκεται σε άδεια, υπογράφει στη θέση του ο αρχαιότερος κατά το διορισμό από τους δικαστές που έλαβαν μέρος στη συζήτηση. Αν όλοι τους κωλύονται, υπογράφει ο προϊστάμενος του δικαστηρίου και, αν ούτε αυτός υπάρχει, υπογράφει μόνο ο γραμματέας. 3. Τα κωλύματα της παραγράφου 2 αναφέρονται στο πρωτότυπο της απόφασης
Σύμφωνα με το άρθρο 573 ΚΠολΔ, τα παραπάνω άρθρα εφαρμόζονται και στην διαδικασία της δίκης για την αναίρεση.
*  *  *
Στην παραπάνω ρύθμιση προκύπτει ένα εμφανές κενό: αυτό της ευθύνης του δικαστή της σύνθεσης πολυμελούς δικαστηρίου, για την το κείμενο της απόφασης, τόσο την αιτιολογία, αλλά και το διατακτικό της.
Αν παρακολουθήσει κανείς νοητικά την πορεία της απόφασης, αυτή ξεκινάει, τρόπον τινά, από τον εισηγητή, ο οποίος ετοιμάζει εισήγηση για την διάσκεψη των δικαστών που έλαβαν μέρος στη συζήτηση – και μόνον αυτών.
Πουθενά δεν ορίζεται το περιεχόμενο της εισήγησης, ούτε αν αυτό, στην περίπτωση, λ.χ., του Αρείου Πάγου, θα συμπίπτει με την «έκθεση του εισηγητή» που έχει κατατεθεί στην γραμματεία του δικαστηρίου προ της συζητήσεως, και έχουν λάβει γνώση οι διάδικοι (άρθρο 571 παρ. 4 ΚΠολΔ).
Στην τελευταία περίπτωση, το ορθό είναι να γίνει δεκτό ότι, νομικά, το περιεχόμενο της εισήγησης στην διάσκεψη μπορεί να διαφέρει από αυτό της «έκθεσης του εισηγητή», η οποία ετέθη εις γνώση των διαδίκων (όπως μπορεί να διαφέρει και ο εισηγητής). Διότι τότε μόνο θα είναι δυνατό να ληφθούν υπόψη και κατά την διάσκεψη η συζήτηση στο ακροατήριο, τα υπομνήματα των διαδίκων κ.τ.λ. Ο Εισηγητής, συνεπώς, μπορεί να αλλάξει την «έκθεσή» του, η οποία, με το «συζητείται» της υπόθεσης, έχει εκπληρώσει τον προορισμό της.  
Η κατά τα άνω εισήγηση, κατά τα λοιπά, παρουσιάζεται σε διάσκεψη υπό την προεδρία του προέδρου του δικαστηρίου, και διεξάγεται ψηφοφορία.
Το αντικείμενο της ψηφοφορίας δεν καθορίζεται στον κώδικα. Σε κάθε περίπτωση, είναι σαφές ότι:
α) κατά την διάσκεψη και την ψηφοφορία δεν συντάσσεται πρακτικό – παρά μόνον στην περίπτωση της μειοψηφίας, και, συνεπώς, οι δικαστές που λαμβάνουν μέρος δεν «υπογράφουν» πουθενά,
β) κατά την διάσκεψη και την ψηφοφορία δεν υπάρχει το σχέδιο της απόφασης, το οποίο συντάσσεται εκ των υστέρων, από τον εισηγητή και υπογράφεται από αυτόν και τον πρόεδρο,
γ) Το πρωτότυπο της απόφασης θα φέρει υπογραφή του προέδρου και του γραμματέα.
*  *  *
Τίθεται, συνεπώς, το ερώτημα, κατά πόσον, ενόψει της παραπάνω διαδικασίας, μπορεί να θεωρηθεί διασφαλισμένη η ευθύνη του δικαστή της σύνθεσης για το τελικό κείμενο της απόφασης που θα εκδοθεί.
Τούτο διότι, κατά την διαδικασία που περιγράφεται παραπάνω, ο δικαστής της σύνθεσης που δεν είναι πρόεδρος ή εισηγητής (επί τριμελών συνθέσεων, ένας ή δύο δικαστές – γιατί μπορεί εισηγητής να είναι και ο πρόεδρος – επί πενταμελών οι τρεις ή τέσσερις δικαστές, ομοίως, κ.τ.λ.), δεν υπογράφουν πουθενά, αλλά και δεν συμμετέχουν καθόλου στην διαδικασία της παραγωγής της απόφασης μετά την διάσκεψη (δηλαδή δεν συμμετέχουν διόλου στην διαδικασία σύνταξης του σκεπτικού της απόφασης – το οποίο μπορεί να διαφέρει από την εισήγηση – στην οριστικοποίηση και υπογραφή του).
Οι δικαστές αυτοί, κυριολεκτικά, αποξενώνονται από την διαδικασία παραγωγής της απόφασης, μετά την ψηφοφορία, και πριν αυτή διατυπωθεί κατά το κείμενό της, δηλαδή, τόσο το σπουδαιότατο μέρος του αιτιολογικού, αλλά και κατά το ίδιο το διατακτικό, αφού από πουθενά δεν προκύπτει ότι, στο τέλος της διάσκεψης, έχει συνταχθεί τουλάχιστον το διατακτικό της απόφασης. Πώς μπορεί, στη συνέχεια, να θεωρηθούν υπεύθυνοι για το δικαστικό κείμενο που θα εκδοθεί με το όνομά τους;
*  *  *
Πρόκειται αναμφισβήτητα για νομοθετικό κενό – ένα σημαντικότατο κενό, και πρέπει να διερευνηθεί η έκτασή του.
Ειδικότερα:
-        Η δομή του θεσμού της δίκης και της έκδοσης της δικαστικής απόφασης καθιστά με βεβαιότητα τον δικαστή της σύνθεσης πλήρως υπεύθυνο της απόφασης που εκδίδεται, και στην οποία φέρεται ως δικάσας. Συνεπώς, ο δικαστής αυτός έχει το δικαίωμα να ελέγξει την απόφαση πριν το τελευταίο της στάδιο, δηλαδή ακριβώς πριν δημοσιευθεί.
-        Η δυνατότητα ελέγχου της απόφασης από τον δικαστή της σύνθεσης, όπως αυτή δημοσιεύεται, τυπικά τουλάχιστον, διασφαλίζεται στο άρθρο 304 παρ. 2, κατά το οποίο: «από το σχέδιο της παραγράφου 1 δημοσιεύεται η απόφαση σε δημόσια συνεδρίαση».
Ο δικαστής, δηλαδή, ο οποίος έχει ψηφίσει για την απόφαση στην διάσκεψη, κατά την εν λόγω νομοθετική πρόβλεψη, επανέρχεται στην διαδικασία και συμμετέχει στην δημοσίευση, «από το σχέδιο».
Αυτό σημαίνει ότι η δημοσίευση – κατά νόμον – νοείται:
α) φυσική, πραγματική, δημόσια
β) με φυσική, πραγματική, δημόσια παρουσία όλης της σύνθεσης του δικαστηρίου, και ειδικότερα αυτής που εξέδωσε την απόφαση και
γ) ενόψει του σχεδίου, το οποίο βρίσκεται στην έδρα, και τελεί υπό την γνώση και τον έλεγχο όλων των δικαστών της σύνθεσης.
Τέτοια διασφάλιση, όμως, είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη, για πολλούς λόγους, μεταξύ των οποίων είναι και ότι, στα περισσότερα Δικαστήρια, και ιδίως στα Πολιτικά, η «δημοσίευση» είναι τυπική, κατ’ ουσίαν μια πράξη της Γραμματείας, και δεν διασφαλίζει κανέναν απολύτως έλεγχο του κειμένου της απόφασης από τον δικαστή που δεν είναι εισηγητής της.
*  *  *
Σημειώνεται ότι, στην Ποινική Δικονομία, το πρόβλημα δεν είναι φλέγον σε ανάλογο βαθμό, όσο στην Πολιτική Δικονομία, κατά κύριο λόγο επειδή στην πρώτη από τις δύο υπάρχει αμεσότητα, άμεση εφαρμογή της αρχής της προφορικότητας, αμεσότητα της διάσκεψης, αμεσότητα και πραγματική εφαρμογή της δημοσίευσης των δικαστικών αποφάσεων, οι δικαστές της σύνθεσης γνωρίζουν κατά κανόνα την υπόθεση (η οποία εκτέθηκε ενώπιόν τους στο Ακροατήριο), η πρόταση του Εισαγγελέως δεν προέρχεται από «μέσα» από το Δικαστήριο, αλλά προωθεί την επεξεργασία της υπόθεσης, η διάσκεψη των πολυμελών Δικαστηρίων είναι πάντοτε πραγματική (εν τόπω και χρόνω!), και η δημοσίευση της απόφασης, έστω και με στοιχειώδες σκεπτικό, πραγματική και δημόσια. Ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο, η αρχή της συλλογικής ευθύνης των δικαστών λειτουργεί πολύ καλύτερα στην ποινική δίκη, απ’ ό,τι στην πολιτική (ή στην διοικητική), και γι’ αυτό τον λόγο, μάλιστα, οι διατυπώσεις μειοψηφούσας άποψης (καθώς και η διαφοροποίηση της απόφασης του Δικαστηρίου από την πρόταση του Εισαγγελέως) είναι σύνηθες και κανονικό φαινόμενο, κατ’ αντίθεση προς την καταθλιπτική «ομοφωνία» η οποία κυριαρχεί στις Πολιτικές αποφάσεις, η οποία δεν υποκρύπτει κατ’ αρχάς πραγματική συμφωνία των δικαστών, αλλά (κατά κανόνα) έλλειψη ελέγχου της απόφασης – και ιδίως των «αιτιολογιών» της – από τους λοιπούς δικαστές της σύνθεσης, πλην του εισηγητή.
Και στις ποινικές αποφάσεις, βεβαίως, παρόμοιο πρόβλημα υφίσταται, αν και σε μικρότερο βαθμό, στο μέτρο που η αιτιολογία της απόφασης συντάσσεται σε ημερομηνία αρκετά μετά την δίκη, από έναν μόνο δικαστή (τον Πρόεδρο, εκτός εάν μειοψήφισε, οπότε συντάσσεται από κάποιο δικαστή της μειοψηφίας). Άρα, ό,τι προτείνεται παρακάτω ενόψει της Πολιτικής Δικονομίας, θα πρέπει να εξεταστεί αναλόγως και ενόψει της Ποινικής (καθώς και της Διοικητικής) Δικονομίας.  

Πρόταση  
Ενόψει των παραπάνω, προκύπτει ΆΜΕΣΗ ανάγκη τροποποίησης του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (και αναλόγως των άλλων Κωδίκων), με την εισαγωγή των παρακάτω ρυθμίσεων:
1)                 Για όλες τις διασκέψεις θα συντάσσεται πρακτικό, το οποίο θα υπογράφεται από όλους τους δικαστές της σύνθεσης, και όπου θα καταγράφονται οι γνώμες των δικαστών και το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας.
2)                 Το σχέδιο της απόφασης θα υπογράφεται από όλους τους δικαστές της σύνθεσης.
3)                 Το πρακτικό της διάσκεψης και το σχέδιο της απόφασης θα φυλάσσονται στο αρχείο του Δικαστηρίου.
Χωρίς ένα τουλάχιστον από τα παραπάνω μέτρα, η ίδια η ουσία της εκδίκασης μιας υπόθεσης από ένα «πολυμελές δικαστήριο», καθώς και η αρχή της «συλλογικής ευθύνης των δικαστών», καταργούνται στην πράξη, προς μέγιστη βλάβη των δικαζομένων, του επιπέδου των δικαστικών αποφάσεων, αλλά και του ίδιου του κύρους της Δικαιοσύνης.

Δεν υπάρχουν σχόλια: