Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2010

Γονική μέριμνα – Ανάθεση (οριστική) επιμέλειας στον πατέρα. ΜονΠρΡόδου 159/2002


Γονική μέριμνα – Ανάθεση (οριστική) επιμέλειας στον πατέρα. ΜονΠρΡόδου 159/2002


Ημ. Καταχώρησης: 22/11/2004

Γονική μέριμνα – Ανάθεση (οριστική) επιμέλειας στον πατέρα.
Η γονική μέριμνα περιλαμβάνει την επιμέλεια, διοίκηση της περιουσίας και αντιπροσώπευση του τέκνου ενώ το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να ρυθμίσει σε περίπτωση λύσης, ακύρωσης του γάμου ή διακοπής της έγγαμης συμβίωσης, οπότε και ανακύπτει το πρώτον θέμα παραμονής του τέκνου με έναν από τους γονείς, όλες τις πτυχές της αλλά μόνο την αιτούμενη παραμένοντας κοινή η άσκηση για τις υπόλοιπες. Κριτήριο για την ανάθεση της γονικής μέριμνας αποτελεί το συμφέρον του τέκνου, για την κρίση του οποίου λαμβάνονται υπόψη, η επικοινωνία δικαστή - τέκνου, υπό την προϋπόθεση της ωριμότητας την οποία μπορεί να έχει και μικρής ηλικίας τέκνο, χωρίς ν’ αποτελεί εμπόδιο η αντίθεση φύλλου, οι ψυχικές ικανότητες του γονέα, οπότε θα βαρύνει η επιθυμία του τέκνου που με ωριμότητα θα εξωτερικεύσει στενότερο ψυχολογικό δεσμό με έναν απ’ αυτούς και το περιβάλλον που προσφέρει κάθε γονέας να είναι επιθυμητό για το τέκνο ανατρεπομένου του κανόνα ότι τα μικρά τέκνα πρέπει να παραμένουν με τη μητέρα, αναγκαιότητα μόνο των πρώτων μηνών λόγω θηλασμού. Παράγοντες κρίσης περί του συμφέροντος του τέκνου αποτελούν εν συνεχεία ο δεσμός με τα αδέλφια, τυχόν συμφωνίες μεταξύ των συζύγων, οι κλίσεις του τέκνου, η επίδραση στη διαμόρφωση της προσωπικότητας, η σταθερότητα των συνθηκών ανάπτυξης, ο δεσμός με τρίτους, ο χρόνος του γονέα για ποιοτική επαφή, όχι όμως η ηλικία, το φύλλο, οι πολιτικές πεποιθήσεις ή άλλες ιδιότητες του γονέας ενώ η τυχόν ερωτική σχέση με τρίτο και η υπαιτιότητα για τη διάσταση μόνο σε συνδυασμό με τυχόν επίδραση στο τέκνο.


Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1510, 1511, 1512 και 1514 ΑΚ, όπως αυτά ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο 17 του ν. 1329/1983, σαφώς συνάγεται ότι η γονική μέριμνα, στην οποία περιλαμβάνεται η επιμέλεια του προσώπου του τέκνου, η διοίκηση της περιουσίας αυτού και η αντιπροσώπευσή του, ασκείται από κοινού από τους γονείς του. Στις περιπτώσεις, όμως, διαζυγίου, ακυρώσεως γάμου ή διακοπής της συζυγικής συμβιώσεως, οπότε και ανατρέπονται οι συνθήκες ζωής της οικογενείας, καταργείται ο συζυγικός οίκος και δημιουργείται χωριστή εγκατάσταση του καθενός από τους γονείς, ανακύπτει θέμα διαμονής του ανηλίκου τέκνου πλησίον του πατέρα ή της μητέρας του και ρυθμίσεως της ασκήσεως της γονικής μέριμνας υπό εκάστου των φορέων αυτής. Η ρύθμιση του άρθρου 1513 ΑΚ αναφέρεται στο ποιός θα ασκεί τη γονική μέριμνα στο σύνολό της ή έστω και σε μέρος της, που θα είναι όμως καθολικότερο, όπως λ.χ. ως προς την επιμέλεια του προσώπου ή τη διοίκηση της περιουσίας του παιδιού γενικά. Το Δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να ρυθμίζει πάντα την άσκηση όλης της γονικής μέριμνας, αλλά μπορεί να περιορίζεται στη ρύθμιση του μέρους εκείνου του περιεχομένου της, το οποίο αφορά το αίτημα των διαδίκων. Ως προς το υπόλοιπο περιεχόμενο της γονικής μέριμνας, για το οποίο οι γονείς δεν προσφεύγουν στο Δικαστήριο, θα εξακολουθήσει να ισχύει ο κανόνας της από κοινού άσκησής της. Περαιτέρω, το άρθρο 1511 ΑΚ ορίζει πρωτίστως, ως κατευθυντήρια γραμμή για τη ρύθμιση της ασκήσεως της γονικής μέριμνας, σε περίπτωση διαφωνίας των γονέων και προσφυγής στο Δικαστήριο, το συμφέρον του τέκνου. Η βούληση του ανηλίκου, ανάλογα με την ωριμότητά του, πρέπει να ζητείται και να συνεκτιμάται (άρθρο 1511 παρ. 3 ΑΚ), επί ανηλίκων όμως μικρής ηλικίας δεν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη άνευ περαιτέρω έρευνας, εφόσον στηρίζεται πολύ συχνά στη μονομερή επίδραση του ενός των γονέων ή του συγγενικού τους περιβάλλοντος, μόνη δε η ηλικία του τέκνου δεν αποδεικνύει και την ωριμότητα αυτού ούτε σαν δίδαγμα κοινής πείρας. Η καθιέρωση κριτηρίου ωριμότητας ανάγει αμέσως την τελευταία σε σπουδαίο παράγοντα διαμορφώσεως της δικανικής κρίσης. Ο νομοθέτης δεν καθόρισε την ακρόαση ως διαδικασία αγόμενη στην δικαστική ευχέρεια. Τη συνέδεσε με την ωριμότητα του ανηλίκου και επειδή η τελευταία κατ’ αρχήν συμβαδίζει με την ηλικία, έμμεσα έθεσε ένα θέμα ηλικίας. Πάντως, ώριμο είναι ένα παιδί, όταν λόγω βιολογικών (όπως ο βαθμός ευφυίας) και κοινωνικών παραγόντων (όπως τα βιώματα και οι εμπειρίες) είναι σε θέση να έχει λογική και ολοκληρωμένη άποψη για ορισμένο θέμα και να συμπεριφέρεται ανάλογα. Από τον ορισμό αυτό προκύπτει εξάλλου, ότι η ωριμότητα του παιδιού συναρτάται κάθε φορά και με το ζήτημα που αφορά η απόφαση που πρόκειται να ληφθεί. Αλλά την ωριμότητα δεν την καθόρισε μόνο ως παράγοντα της δικαστικής κρίσεως αν πρέπει να ζητηθεί η γνώμη του ανηλίκου. Την προέβλεψε και ως παράγοντα αν πρέπει να συνεκτιμηθεί η γνώμη αυτή. Το ερώτημα σε ποιόν από τους γονείς (μετά τη διάσταση ή το διαζύγιο) πρέπει να ανατεθεί η άσκηση της γονικής μέριμνας είναι στενά συνδεδεμένο με τη σημασία των δεσμών μεταξύ του τέκνου και των δύο γονέων. Ο ψυχολογικός σύνδεσμος του ανηλίκου παιδιού με τους γονείς του, συχνά εκδηλώνεται με την ιδιαίτερη αδυναμία του ανηλίκου σε ένα από τους γονείς. Αυτό είναι πραγματικό γεγονός, που δεν εξαρτάται αποκλειστικά από την ομοιότητα ή την αντίθεση του φύλου. Ο άνδρας είναι εξίσου κατάλληλος να αναθρέψει σωστά τόσο τον ανήλικο γιο του όσο και τη θυγατέρα του και το ίδιο ισχύει και για τη μητέρα. Κατάλληλος να αναθρέψει τον ανήλικο είναι ο γονέας, που αντικειμενικά αλλά και υποκειμενικά, έχει τις ικανότητες γι' αυτό και μάλιστα όχι μόνο τις οικονομικές αλλά και τις ψυχικές. Ο ψυχικός σύνδεσμος είναι αποφασιστικό κριτήριο για την κρίση του συμφέροντος του ανηλίκου, ιδιαίτερα όταν είναι πνευματικά ώριμος, ώστε να ακούγεται από το Δικαστήριο, όπως ορίζει ο νόμος, οπότε αν από τα περιστατικά, που υπέπεσαν στην αντίληψη του Δικαστή, πρoκύψει ότι το ανήλικο τέκνο είναι ψυχολογικά ιδιαίτερα συνδεδεμένο προς τον ένα από τους γονείς του και αυτός είναι αντικειμενικά σε θέση να του προσφέρει παρόμοια προστασία όπως και ο άλλος, τότε το Δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να σεβαστεί την επιθυμία του ανηλίκου. Σύμφωνα δε με τις νεώτερες κοινωνικές αντιλήψεις, το βάρος πρέπει να γίνεται στα στοιχεία που διαμορφώνουν το απαραίτητο περιβάλλον για σωστή ψυχοσωματική ανάπτυξη του ανηλίκου, αφού είναι δίδαγμα της παιδοψυχολογίας ότι διαβίωση του παιδιού σε άνετες ή ανεκτές υλικές συνθήκες, αλλά σε περιβάλλον ανεπιθύμητο προς αυτό μπορεί να έχει καταστροφική επίδραση. Η παλαιότερα υποστηριζόμενη άποψη τόσο στη νομική θεωρεία όσο και στη νομολογία των Δικαστηρίων, ότι, κατά άγραφο κανόνα, η επιμέλεια των μικρής ηλικίας τέκνων πρέπει να ανατίθεται στη μητέρα τους, ως και του ότι το τέκνο έχει ανάγκη των ιδιαίτερων περιποιήσεων της μητέρας, φαίνεται να χάνει έδαφος, αφού νεώτερες επιστημονικές έρευνες απέδειξαν ότι η παρουσία της μητέρας είναι μεν αναγκαία για τους πρώτους μετά τη γέννηση μήνες, κυρίως λόγω του θηλασμού, δύναται όμως ο πατέρας, μετά από αυτούς, να καταστεί το πρόσωπο, το οποίο, λόγω του δεσμού του με το τέκνο του, να είναι το πλέον κατάλληλο, για την ομαλή ψυχοσωματική του ανάπτυξη. Εκτός από τους ανωτέρω αναφερόμενους υπάρχουν και άλλοι παράγοντες, που βοηθούν στην εξειδίκευση του συμφέροντος του ανήλικου παιδιού, ορισμένοι από τους οποίους αναφέρονται ρητά από το νομοθέτη σε άλλα άρθρα του Αστικού Κώδικα και ορισμένοι συνάγονται ερμηνευτικά. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν δεσμοί του παιδιού με τα αδέλφια του και οι τυχόν σχετικές με το υπό κρίση θέμα συμφωνίες των γονέων (άρθρο 1513 παρ. 2 ΑΚ), καθώς και οι προσωπικές κλίσεις του παιδιού και ο παράγοντας της ενίσχυσης της προσωπικότητάς του (άρθρο 1518 ΑΚ). Στη δεύτερη κατηγορία, ως κριτήρια μη αναγραφόμενα στο νόμο, μπορούν να αναφερθούν μεταξύ άλλων η σταθερότητα των συνθηκών ανάπτυξής του και οι δεσμοί του με τρίτα πρόσωπα (ακόμα και εκτός του συγγενικού περιβάλλοντος) ή πράγματα. Αντίθετα, δεν είναι αναγκαστικά κρίσιμα για την εξειδίκευση του συμφέροντος του ανηλίκου, εκτός από την ηλικία και το φύλο του, η φυλή, η γλώσσα, η θρησκεία, οι πολιτικές ή άλλες πεποιθήσεις, η ιθαγένεια, η εθνική ή κοινωνική προέλευση ή περιουσία των γονέων. Επίσης, δεν αποτελούν παράγοντες, που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη αυτοτελώς - παρά μόνο σε συνάρτηση με την τυχόν επίδρασή τους στο παιδί – οι προσωπικές ιδιότητες των γονέων, η ιδιωτική τους ζωή, άρα και η τυχόν ελεύθερη συμβίωσής τους, με κάποιον τρίτο (ΕΑ 9574/1984 ΕλλΔνη 26. 251), η τυχόν υπαιτιότητα του ενός ως προς το διαζύγιό του ή η διακοπή της συμβίωσής τους με τον άλλον. Ο χρόνος εξάλλου, που διαθέτει ο κάθε γονέας για το παιδί του, είναι κρίσιμο στοιχείο όχι ως ποσότητα, αλλά μόνο σε συνδυασμό με την ποιότητα της επαφής, που μπορεί να προσφέρεται κατά τη διάρκειά του στον ανήλικο. Όλα τα ανωτέρω κριτήρια είναι μεταξύ τους ισοδύναμα και από την κάθε συγκεκριμένη περίπτωση εξαρτάται το ποιά θα θεωρηθούν περισσότερο ή λιγότερο σημαντικά, συνδυαζόμενα και μεταξύ τους. Όμως, υπάρχει ένα κριτήριο, το οποίο υπερέχει και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αγνοηθεί: η γνώμη του ανήλικου παιδιού, καθώς πολλά από τα υπόλοιπα κριτήρια μπορούν να περιλαμβάνονται σε αυτή (ΑΠ 1868/84, ΕΑ 6974/85, ΕΑ 1151/86, ΕλΔ/νη 27. 153 επομ., ΜονΠρΘεσ. 1024/1988, ΑρχΝ ΛΘ'. 155, Ε. Κουνούγερη - Μανωλεδάκη, Οικογενειακό Δίκαιο, εκδ. 1998, Τομ. ΙΙ, σελ. 206 επ. και 217 επ.). Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων με την από 9/10/2001 αγωγή του ζητεί να του ανατεθεί αποκλειστικά η άσκηση της επιμέλειας των ανηλίκων τέκνων του Ειρήνης και Ανδρέα, οκτώ (8) και έξι (6) ετών αντίστοιχα, που απέκτησε με την εναγομένη, λόγω της υπάρχουσας, μετά την λύση του γάμου τους με συναινετικό διαζύγιο, διαφωνίας ως προς την επιμέλεια των ανηλίκων και διότι αυτό επιβάλλει το αληθινό τους συμφέρον. Επίσης, ζητεί να ρυθμιστεί οριστικά το δικαίωμα επικοινωνίας της εναγομένης με τα ανήλικα τέκνα της ως εξής: α) κάθε Τετάρτη και Παρασκευή απόγευμα από 18:00 έως 21:00, β) κάθε Σάββατο ή Κυριακή από τις 09:00 το πρωί έως τις 9:00 το πρωί της επομένης ημέρας, γ) κατά τη διάρκεια των Χριστουγέννων ή του Πάσχα να διαμένουν μαζί της τα παιδιά επί δεκαπέντε (15) ημέρες και τέλος δ) κατά τη διάρκεια των θερινών μηνών να διαμένουν μαζί της τα παιδιά επί τριάντα (30) ημέρες. Τέλος, ζητεί να καταδικαστεί η εναγόμενη στη δικαστική του δαπάνη. Περαιτέρω, η εναγόμενη της ως άνω αγωγής, (….) άσκησε την από 10.4.2002 αντίθετη αγωγή, με την οποία ζητεί να της ανατεθεί αποκλειστικά η άσκηση της επιμέλειας των ως άνω ανηλίκων τέκνων της, που απέκτησε από το γάμο της με τον εναγόμενο, λόγω της υπάρχουσας, μετά την λύση του γάμου τους με συναινετικό διαζύγιο, διαφωνίας ως προς την επιμέλεια των ανηλίκων και διότι αυτό επιβάλλει το αληθινό τους συμφέρον. Ζητεί, επίσης, να καταδικαστεί ο εναγόμενος στη δικαστική της δαπάνη. Οι ανωτέρω αγωγές αρμοδίως εισάγονται για να συζητηθούν ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (άρθρα 17 παρ. 1 και 22 ΚΠολΔ), κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών που αφορούν διατροφή και επιμέλεια τέκνων (άρθρα 666 επ. και 681Β' ΚΠολΔ, όπως το τελευταίο ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 43 του ν. 1329/83). Είναι νόμιμες. Στηρίζονται στις διατάξεις των άρθρων 1510, 1511, 1512, 1513, 1514 και 1518 ΑΚ και 176 ΚΠολΔ και πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω κατ’ ουσίαν. Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου αυτού, τις 1063, 1064, 1065/15-4-2002 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων του ενάγοντος - εναγομένου, ενώπιον της συμβολαιογράφου Ρόδου …., τις …. , …. /22-11-2002 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων της εναγομένης - ενάγουσας, ενώπιον της συμβολαιογράφου Ρόδου …. , οι οποίες πρέπει να ληφθούν υπόψη, καθώς στο Μονομελές Πρωτοδικείο καθιερώνεται εκ του νόμου η εν μέρει ελεύθερη απόδειξη, με κύριο χαρακτηριστικό της την ελεύθερη εκτίμηση από τον Δικαστή και αποδεικτικών μέσων, που δεν πληρούν τους όρους του νόμου (ΑΠ 1433/1992 ΕλλΔνη 1993. 151) και η γνωστοποίησή τους έγινε νομότυπα και εγκαίρως σύμφωνα με το άρθρο 270 παρ. 2 ΚΠολΔ, από όλα τα έγγραφα που νομότυπα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, από τις ομολογίες, που συνάγονται από τις έγγραφες προτάσεις τους (άρθρο 261 ΚΠολΔ), από την επικοινωνία της Δικαστή με τα ανήλικα τέκνα των διαδίκων (άρθρο 681Γ παρ. 4 ΚΠολΔ και από την εν γένει διαδικασία, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα κρίσιμα και ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο θρησκευτικό γάμο στη Ρόδο στις 26.11.1994. Από το γάμο τους αυτό απέκτησαν δύο παιδιά, την Ε…… και τον Α……, ηλικίας σήμερα οκτώ (8) και έξι (6) ετών αντίστοιχα. Η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων αρχικά υπήρξε αρμονική. Στη συνέχεια δημιουργήθηκαν σοβαρά προβλήματα, κυρίως λόγω της δημιουργίας αισθηματικού δεσμού της εναγομένης με άλλον άνδρα, με αποτέλεσμα τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσής τους, με την αποχώρηση της εναγομένης από τη συζυγική οικία τον Φεβρουάριο του 2000. Με την υπ’ αριθμ. …./2001 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού λύθηκε με συναινετικό διαζύγιο ο ως άνω γάμος των διαδίκων. Με την ίδια απόφαση επικυρώθηκε το από 4-5-2000 συμφωνητικό, το οποίο προβλέπεται κατά τη διαδικασία του συναινετικού διαζυγίου και με το οποίο ρυθμίστηκε η γονική μέριμνα, επιμέλεια και επικοινωνία των διαδίκων με τα ανήλια τέκνα τους. Ειδικότερα, συμφωνήθηκε: α) οι διάδικοι να ασκούν τη γονική μέριμνα από κοινού, β) ο πατέρας να έχει την επιμέλεια των παιδιών και γ) η μητέρα να επικοινωνεί καθημερινά με τα παιδιά, να τα παραλαμβάνει κάθε Σάββατο ή Κυριακή από τις 09:00 το πρωί έως τις 9:00 το πρωί της επομένης ημέρας, να διαμένουν μαζί της για δεκαπέντε ημέρες κατά τις εορτές των Χριστουγέννων ή του Πάσχα και κατά τους θερινούς μήνες επί 30ήμερο. Λόγω των τεταμένων προσωπικών σχέσεων των διαδίκων η επικοινωνία με τα παιδιά ήταν προβληματική και υπήρχαν, σύμφωνα με τις καταθέσεις των όλων μαρτύρων των διαδίκων μερών, εντονότατα επεισόδια, τα οποία λάμβαναν χώρα πολλές φορές μπροστά στα παιδιά. Στις 25-7-2001 η εναγομένη κατέθεσε αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων και την προσωρινή ρύθμιση της επιμέλειας των ανηλίκων τέκνων της. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμόν …/2002 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, η οποία έκανε δεκτή την αίτησή της και της ανέθεσε προσωρινά την επιμέλεια. Από τις 15 Φεβρουαρίου 2002 τα παιδιά διαμένουν με την εναγόμενη. Μέχρι την οριστική διακοπή της εγγάμου συμβιώσεώς της με τον αντίδικο σύζυγό της, αποδείχθηκε ότι η εναγομένη - ενάγουσα, ανεξάρτητα με τον τρόπο που είχαν διαμορφωθεί οι προσωπικές τους σχέσεις και τη δημιουργία του παράλληλου ερωτικού της δεσμού, φρόντιζε τα τέκνα της, το δε μητρικό της ενδιαφέρον δεν αρνούνται ούτε αυτά τα ανήλικα παιδιά της, τα οποία δεν έχει επηρεάσει ο αντίδικος ούτε το συγγενικό του περιβάλλον εναντίον της, αλλά αντίθετα έχει κατορθώσει κατά τη μέχρι της 15 Φεβρουαρίου 2002 κοινή συμβίωσή τους να μην τα εμποτίσει με αρνητικά αισθήματα εναντίον της. Το ίδιο διαπιστώθηκε με βεβαιότητα ότι έχει κάνει και η μητέρα και το δικό της συγγενικό περιβάλλον, κατά τη μετά τις 15 Φεβρουαρίου 2002 κοινή συμβίωσή της με τα παιδιά της, με αποτέλεσμα αυτά να ευρίσκονται μακράν της διαμάχης των γονέων τους. Ο ενάγων - εναγόμενος, παλαιότερα εργαζόταν το πρωί ως βοηθός στο σιδηρουργείο του πατέρα του και το απόγευμα ως ηλεκτρολόγος στο Βιολογικό Σταθμό Ρόδου. Σήμερα εργάζεται στη ΔΕΥΑΡ, ως μόνιμος υπάλληλος και έχει προσαρμόσει το ωράριό του έτσι ώστε να εξυπηρετεί τα παιδιά του και ειδικότερα εργάζεται από τις 07:30 έως τις 14:30 ημερησίως πλην Σαββατοκύριακου. Η εναγομένη - ενάγουσα εργάζεται μόνιμα στο Τμήμα Προμηθειών - Λογιστικών του Καζίνο Ρόδου, με σταθερό ωράριο από τις 08:00 έως τις 16:00 και τα απογεύματα από τις 18:00 έως τις 20:00, ημερησίως πλην Σαββατοκύριακου. Συνεπώς από, πλευράς ωρών εργασίας η εναγομένη - ενάγουσα είναι περισσότερο απασχολημένη αν και αυτό, σύμφωνα με τη μείζονα σκέψη, που προηγήθηκε, δεν συνηγορεί στην έλλειψη ποιοτικού χρόνου απασχόλησης με τα παιδιά της. Περαιτέρω όπως, αποδείχθηκε ότι τα παιδιά, κατά το χρονικό διάστημα που διαμένουν με την μητέρα τους, πηγαίνουν στο σχολείο μαζί της το πρωί, ενώ στην επιστροφή τα παίρνει ο πατέρας τους ή η μητέρα του και γιαγιά των παιδιών, τα πηγαίνει σπίτι της, όπου τρώνε και διαβάζουν μέχρι να τα παραλάβει και πάλι η μητέρα τους, μετά τις 16:00 το απόγευμα, οπότε και τελειώνει από την εργασία της. Στη συνέχεια και μέχρι τις 18:00 περίπου, οπότε και επιστρέφει πάλι στο γραφείο της, ασχολείται με τα παιδιά και μεταξύ 18:00 και 20:00 τα παιδιά πηγαίνουν στο σπίτι της μητέρας της εναγομένης - ενάγουσας. Περίπου στις 21:00 επιστρέφουν με τη μητέρα τους στο σπίτι τους οπότε και κοιμούνται. Κατά το χρονικό διάστημα από τη διάσταση των αντιδίκων και μέχρι τις 15 Φεβρουαρίου 2002, κατά το οποίο η επιμέλεια των παιδιών ανήκε στον ενάγοντα - εναγόμενο τα παιδιά πηγαινοερχόντουσαν στο σχολείο με τον πατέρα τους ή με τη γιαγιά τους (μητέρα του ενάγοντα), έτρωγαν το μεσημέρι στο σπίτι της, το οποίο βρίσκεται δίπλα στο σπίτι του πατέρα, διάβαζαν με τη βοήθεια του πατέρα τους και έπαιζαν μαζί του, καθώς ο ίδιος διέθετε άφθονο ποιοτικό και ποσοτικό χρόνο για τα παιδιά του, γεγονός το οποίο καταθέτει με σαφήνεια και βεβαιότητα και η μάρτυρας της εναγομένης στην ένορκη κατάθεσή της ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου. Ειδικότερα, αποδείχθηκε και συνομολογήθηκε και από την αντίδικη πλευρά ότι τόσο ο ίδιος ο πατέρας όσο και το περιβάλλον του έδειξαν, σε περιόδους μεγάλης κρίσης της συζυγικής ζωής των διαδίκων και εξακολουθούν ακόμα και σήμερα, που τα παιδιά διαμένουν με τη μητέρα τους, να δείχνουν αγάπη και στοργή προς αυτά, χωρίς να αφήνουν τα όποια προσωπικά τους αισθήματα προς τη μητέρα να τους επηρεάζουν, γεγονός που συντελεί στην ήρεμη και σωστή ψυχοσωματική ανάπτυξη των παιδιών σε μια τόσο κρίσιμη και ευαίσθητη ηλικία. Συνεπώς, ο ενάγων - εναγόμενος, εκτός από τον περισσότερο ελεύθερο, από πλευράς ωρών εργασίας χρόνο που διαθέτει ο ίδιος σε σχέση με την εναγομένη ενάγουσα, έχει αρωγούς στην επιμέλεια και φροντίδα των ανηλίκων τέκνων του, κατά τις ώρες κυρίως της εργασίας του, τους γονείς του, οι οποίοι είναι υγιείς και υπεραγαπούν τα εγγόνια τους. Αντίθετα, όπως αποδεικνύεται από το καθημερινό τους πρόγραμμα, από τις 15 Φεβρουαρίου 2002 τα παιδιά περνούν πολλές ώρες εκτός της οικογενειακής τους στέγης, πηγαινοέρχονται σε συγγενικά σπίτια πολλές φορές την ημέρα, το διάβασμα και το παιχνίδι τους διακόπτεται λόγω αυτών των μεταφορών τους, η βραδινή επιστροφή τους στο σπίτι τους δεν είναι σταθερή καθώς, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η εργασία δεν τελειώνει ακριβώς στο προβλεπόμενο ωράριό της. Αποτέλεσμα όλων των ανωτέρω είναι ότι τα παιδιά, αναμφίβολα βρίσκονται σε ασφαλές και συγγενικό περιβάλλον κατά τις ώρες απουσίας της μητέρας τους, πλην όμως αυτό δεν είναι το σπίτι τους και είναι βέβαιο ότι πολλές φορές βρίσκονται εκτός προγράμματος και υπό την επίβλεψη συγγενικών προσώπων. Εξ’ άλλου, κατά το χρονικό διάστημα που τα παιδιά διέμεναν μαζί με τον πατέρας τους, αυτός είχε δημιουργήσει ένα ήρεμο και ομαλό οικογενειακό περιβάλλον και έχει επιδείξει μέχρι και σήμερα προς αυτά αμέριστο ενδιαφέρον, τρυφερότητα και αγάπη προς απάλυνση της πίκρας και του ψυχικού κλυδωνισμού, που υπέστησαν αυτά από τον χωρισμό των γονέων τους. Αποτέλεσμα όλης αυτής της συμπεριφοράς του πατέρα, κατά το χρονικό διάστημα που είχε την επιμέλεια, αλλά και μέχρι σήμερα, ήταν να δημιουργηθεί μεταξύ τους ένας ισχυρός και ιδιαίτερος δεσμός αγάπης και αλληλοκατανοήσεως, οι δε προσπάθειές του έχουν αποδώσει ικανοποιητικά αποτελέσματα, κατά τέτοιο τρόπο μάλιστα ώστε τα παιδιά να μην καταλογίζουν ευθύνες σε κανέναν από τους γονείς τους για τον χωρισμό τους, να μην έχει αποκοπεί ο ψυχικός σύνδεσμος με τη μητέρα τους, καθώς και να έχουν ψυχική ηρεμία και ισορροπία προσαρμοσθέντα πλήρως στη νέα οικογενειακή τους κατάσταση. Επίσης, τα ανήλικα τέκνα των διαδίκων έχουν άριστη επίδοση στα μαθήματα τους στο Δημοτικό Σχολείο Ρόδου όπου φοιτούν και η οκτάχρονη Ε........ παρακολουθεί μαθήματα Αγγλικών. Κατά την προσωπική, χωριστή με το κάθε παιδί, επικοινωνία της Δικαστή, (άρθρο 1511 παρ. 3 ΑΚ), διαπιστώθηκε ότι η φροντίδα του πατέρα τους και των παππούδων τους για το μεγάλο χρονικό διάστημα από την διάσταση των γονέων τους (Φεβρουάριος 2000) μέχρι τις 15 Φεβρουαρίου 2002, οπότε και εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. …/2002 απόφαση περί προσωρινής ρυθμίσεως της επιμέλειά τους, ήτοι για χρονικό διάστημα δύο (2) ετών, έχει πράγματι αποδώσει στην ανατροφή και στη διαπαιδαγώγησή τους. Είναι παιδιά ώριμα, κοινωνικά, με ανεπτυγμένη προσωπικότητα, πολύ αγαπημένα μεταξύ τους και με ιδιαίτερους δεσμούς αγάπης με τον πατέρα τους. Και τα δύο παιδιά δήλωσαν αμέσως, ρητά, ανεπιφύλακτα και με σαφήνεια ότι επιθυμία τους είναι να μένουν με τον πατέρα τους, τον οποίο υπεραγαπούν και δεν έχουν τη δυνατότητα να βλέπουν όσο συχνά θέλουν λόγω της διαμονής τους με τη μητέρα τους. Και τα δύο παιδιά, αλλά ιδιαίτερα η Ε……., έχει υψηλό νοητικό επίπεδο, διαμορφωμένη προσωπικότητα και ωριμότητα τέτοια, που της επιτρέπουν να έχει δική της επιλογή και προτίμηση για τον τρόπο διαβιώσεώς της, που δεν μπορεί να αγvoηθεί. Και είναι αλήθεια ότι οι διάδικοι είναι εξίσου ικανοί και κατάλληλοι για να φροντίσουν τα τέκνα τους ανεξάρτητα από τον τρόπο που έχει διαμορφωθεί πλέον η προσωπική τους ζωή, αφού η μεν εναγομένη - ενάγουσα, όπως αποδείχθηκε, φροντίζει με αγάπη και στοργή τα παιδιά της, βοηθούμενη από την αδελφή της και τη μητέρα της, ο δεν ενάγων - εναγόμενος επίσης είναι άξιος, ικανός και φιλόστοργος πατέρας, υπεραγαπά τα παιδιά του και φροντίζει με ιδιαίτερο ζήλο, για τη σωστή ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους και την ομαλή ψυχοσωματική τους διαμόρφωση, βοηθούμενος και από τους γονείς του, ώστε τα παιδιά να αισθάνονται ασφάλεια και ψυχική ισορροπία, στοιχεία απαραίτητα για την περαιτέρω ανάπτυξή τους. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω αποδειχθέντων πραγματικών γεγονότων και των όσων αναφέρονται στη μείζονα πρόταση της παρούσας, αποφασιστικό κριτήριο για την κρίση του αληθινού συμφέροντος των ανηλίκων είναι ο ιδιαίτερα έντονος ψυχικός δεσμός αυτών με τον πατέρα τους και μεταξύ τους, καθώς και η βούλησή τους να επιστέψουν οριστικά πλησίον του πατέρα τους, η οποία βούληση είναι προϊόν ωρίμου σκέψεως και όχι μονομερούς επηρεασμού από τον τελευταίο, καθώς και τα δύο παιδιά δεν τρέφουν αρνητικά αισθήματα προς τη μητέρα τους, την οποία αγαπούν και θέλουν να τη βλέπουν σε τακτά χρονικά διαστήματα. Ιδιαίτερη σημασία έχει στην προκειμένη υπόθεση η αποκατάσταση του ομαλού μέχρι τις 15 Φεβρουαρίου 2002 τρόπου ζωής των ανηλίκων, που είχε αποδώσει ικανοποιητικά αποτελέσματα και η αποφυγή δημιουργίας ψυχολογικών προβλημάτων από την πίεση και την υποβολή σε προσπάθεια προσαρμογής στο περιβάλλον της μητέρας, στο οποίο ζουν από την ως άνω ημερομηνία, πλην όμως επιθυμία τους είναι να επιστρέψουν στο σπίτι του πατέρα τους. Η μη πραγματοποίηση της επιθυμίας του είναι δυνατόν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, να οδηγήσει στη δημιουργία αρνητικών συναισθημάτων προς τη μητέρα τους, ιδιαίτερα λόγω της μη εύκολης καθημερινής επικοινωνίας τους με τον πατέρα τους, όπως τα ίδια τα παιδιά την θυμούνται και την βίωσαν κατά το προηγούμενο χρονικό διάσημα. Επομένως, λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω κριτηρίων και αφού όπως αποδείχθηκε ότι ο ενάγων - εναγόμενος είναι αντικειμενικά σε θέση να προσφέρει στα τέκνα του, Ε…….και Α………, παρόμοια προστασία, όπως και η μητέρα τους, καθώς και ένα ήρεμο και ομαλό περιβάλλον, σύγχρονο και πολιτισμένο επίπεδο ζωής από υλικής, ψυχοσωματικής και ψυχοδιανοητικής απόψεως και να συμβάλει θετικά στην περαιτέρω ανάπτυξή τους, το Δικαστήριο κρίνει, με γνώμονα το αληθινό συμφέρον αυτών, ότι αντεδείκνυται στο στάδιο αυτό της ηλικίας τους η ανάθεση της οριστικής επιμέλειάς τους στην εναγομένη - ενάγουσα μητέρα τους. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη η αγωγή της. Εξάλλου, από τα ίδια απoδεικτικά μέσα και με γνώμονα το συμφέρον των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων, το οποίο επιβάλλει να μην αποξενωθούν ψυχικά από τη μητέρα τους, λαμβανομένου υπόψη και του αισθήματος στοργής της εναγομένης και τις ανάγκες όπως αυτή παρακολουθεί την ανατροφή και την εν γένει διαπαιδαγώγηση των ανηλίκων, το Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο, όπως η εναγομένη επικοινωνεί με τα ανήλικα τέκνα της Ε…… και Α…….: α) κάθε Τετάρτη και Παρασκευή απόγευμα από 18:00 έως 21:00, β) κάθε Σάββατο από τις 09:00 το πρωί έως τις 9:00 το πρωί της Κυριακής, γ) κατά τη διάρκεια των Χριστουγέννων να διαμένουν μαζί της τα παιδιά επί δεκαπέντε (15) ημέρες, με ημερομηνία έναρξης του 15νθημέρου την επομένη της λέξεως των σχολικών μαθημάτων και τέλος, δ) κατά τη διάρκεια των θερινών μηνών να διαμένουν μαζί της τα παιδιά επί τριάντα (30) ημέρες και ειδικότερα από την 1η Ιουλίου έως και την 30η Ιουλίου. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν η από 9-10-2001 αγωγή, να ανατεθεί αποκλειστικά στον ενάγοντα η άσκηση της επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων του Ε……. και Α……, ηλικίας οκτώ (8) και έξι (6) ετών αντίστοιχα και να ρυθμιστεί η επικοινωνία των ως άνω ανηλίκων τέκνων με τη μητέρα τους κατά τον τρόπο που αναφέρεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: