Τρίτη 15 Νοεμβρίου 2011

4343/2009 ΣτΕ - Δικαστική εκπροσώπηση ανηλίκων και από τους δύο γονείς που ασκούν τη γονική μέριμνα και όχι μόνο από το γονέα που έχει την επιμέλεια.


Δικαστική εκπροσώπηση ανηλίκων -.
4343/2009 ΣτΕ -  Δικαστική εκπροσώπηση ανηλίκων και από τους δύο γονείς που ασκούν τη γονική μέριμνα και όχι μόνο από το γονέα που έχει την επιμέλεια.
Αριθμός 4343/2009
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Α΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 7 Απριλίου 2008, με την εξής σύνθεση: Γ. Ανεμογιάννης, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Α΄ Τμήματος, Δ. Σκαλτσούνης, Ι. Ζόμπολας, Σύμβουλοι, Π. Μπραΐμη, Αικ. Ρωξάνα, Πάρεδροι. Γραμματέας η Μ. Βλασερού.
Για να δικάσει την από 3 Νοεμβρίου 2004 αίτηση:
του Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών, το οποίο παρέστη με την Κ. Γρηγορίου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,κατά της ......... , κατοίκου Ζωγράφου Αττικής (.......... ), δι' εαυτήν ατομικώς και ασκούσας τη γονική μέριμνα των ανήλικων τέκνων της ........ , η οποία παρέστη με την δικηγόρο Ι. Χαμάκου-Παπαχριστοδούλου (Α.Μ. 8604), που την διόρισε στο ακροατήριο.
Με την αίτηση αυτή το Δημόσιο επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ' αριθ. 651/2004 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Ι. Ζόμπολα.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την αντιπρόσωπο του Δημοσίου, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, και την πληρεξουσία της αναιρεσίβλητης, η οποία ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ  μ ε λ έ τ η σ ε  τ α  σ χ ε τ ι κ ά  έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε  κ α τ ά  τ ο  Ν ό μ ο
1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται, κατά νόμο, καταβολή παραβόλου, ζητείται να αναιρεθεί η 651/2004 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία έγινε δεκτή έφεση της αναιρεσίβλητης και εξαφανίστηκε η 3560/2002 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, ακολούθως δε έγινε εν μέρει δεκτή αγωγή της ίδιας και αναγνωρίστηκε ότι το Ελληνικό Δημόσιο όφειλε να της καταβάλει, κατ' άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ποσό 146.735 ευρώ για την ίδια ατομικώς και ποσό 44.020,5 ευρώ για λογαριασμό των τριών ανήλικων τέκνων της. Με την πρωτόδικη απόφαση είχε απορριφθεί η πιο πάνω αγωγή της αναιρεσίβλητης, με την οποία ζητούσε να αναγνωριστεί ότι το Ελληνικό Δημόσιο όφειλε να της καταβάλει ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ποσό 150.000.000 δραχμών για την ίδια ατομικώς και ποσό 150.000.000 δραχμών για λογαριασμό των τριών ανήλικων τέκνων της, των οποίων είχε την επιμέλεια.
2. Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 1510 του Αστικού Κώδικα, η μέριμνα για το ανήλικο τέκνο είναι δικαίωμα και καθήκον των γονέων (γονική μέριμνα), οι οποίοι την ασκούν από κοινού. Η γονική μέριμνα περιλαμβάνει την επιμέλεια του προσώπου, τη διοίκηση της περιουσίας και την εκπροσώπηση του τέκνου σε κάθε υπόθεση ή δικαιοπραξία ή δίκη, που αφορούν το πρόσωπο ή την περιουσία του. Κατά τις διατάξεις των άρθρων 1512 και 1514 του ίδιου Κώδικα, στις περιπτώσεις όπου υπάρχει διακοπή της συμβίωσης των συζύγων, την άσκηση της γονικής μέριμνας, εφόσον αυτοί διαφωνούν, ρυθμίζει το δικαστήριο. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 1518 παρ. 1 του Α.Κ., η επιμέλεια του προσώπου του τέκνου περιλαμβάνει ιδίως την ανατροφή, την επίβλεψη, τη μόρφωση και την εκπαίδευσή του, καθώς και του προσδιορισμό του τόπου διαμονής του. Από το συνδυασμό των διατάξεων που προαναφέρθηκαν συνάγεται ότι, μετά τον ν. 1329/1983, η άσκηση της γονικής μέριμνας έχει ανατεθεί και στους δύο γονείς του ανήλικου τέκνου από κοινού και ότι ένα μέρος του καθόλου ιδιόρρυθμου αυτού δικαιώματος, αλλά και καθήκοντος, είναι η επιμέλεια του προσώπου του τέκνου. Περιλαμβάνει δε η επιμέλεια, όπως συνάγεται από το χρησιμοποιούμενο στην πιο πάνω διάταξη του άρθρου 1518 Α.Κ. επίρρημα «ιδίως», κάθε θέμα το οποίο σχετίζεται με την ανάπτυξη της σωματικής, πνευματικής και ψυχικής προσωπικότητας του ανήλικου τέκνου (όπως στέγη, ντύσιμο, τροφή, υγεία, μόρφωση, επαγγελματική εκπαίδευση, ηθική διαπαιδαγώγηση). Περαιτέρω, ενόψει του όλου περιεχομένου των πιο πάνω διατάξεων και του επιδιωκομένου με αυτές σκοπού, που συνίσταται στο να ασκείται η γονική μέριμνα κατά κανόνα από τους δύο γονείς από κοινού, είναι φανερό ότι, αν η άσκηση της γονικής μέριμνας έχει κατανεμηθεί ανάμεσα στους γονείς, λόγω διάστασής τους, κατ' άρθρο 1514 ΑΚ και η επιμέλεια του ανηλίκου έχει ανατεθεί με δικαστική απόφαση στον έναν από τους γονείς λ.χ. τη μητέρα, τότε η τελευταία έχει αρμοδιότητα να αποφασίζει για τα τρέχοντα και καθημερινά μόνο θέματα τα σχετιζόμενα με την επιμέλεια του τέκνου και όχι για τα λοιπά (σοβαρά) θέματα, επί των οποίων η λήψη αποφάσεως εξακολουθεί να παραμένει στον πυρήνα της γονικής μέριμνας.
Γι' αυτό είναι απαραίτητο, εφόσον η γονική μέριμνα ανήκει και στους δύο γονείς, να αποφασίζουν αυτοί από κοινού για τέτοια θέματα και, αν διαφωνούν, να αποφασίζει, κατ' άρθρο 1512 ΑΚ, το δικαστήριο (ΑΠ 1321/1992). Εξάλλου, κατά το άρθρο 64 Κ.Πολ.Δ., οι ανίκανοι να παρίστανται στο δικαστήριο με το δικό τους όνομα εκπροσωπούνται από τους νόμιμους αντιπροσώπους τους. Προκειμένου δε περί ανηλίκων, οι οποίοι, όπως προκύπτει, από τις διατάξεις των άρθρων 127 παρ. 1 ΑΚ, 63 και 64 του Κ.Πολ.Δ., ως ανίκανοι για δικαιοπραξία δεν έχουν δικαίωμα να παρίστανται στο δικαστήριο με το δικό τους όνομα, νόμιμοι αντιπρόσωποί τους είναι οι γονείς τους, οι οποίοι, κατ' άρθρο 1510 ΑΚ, από κοινού ασκούν τη γονική μέριμνα επ' αυτών (ΑΠ 1864/1984, 511/1989, 1005/2006).
3. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, το διοικητικό εφετείο δίκασε κατ' ουσίαν την από 30-7-2001 αγωγή της αναιρεσίβλητης, με την οποία ζητούσε, μεταξύ άλλων, να αναγνωριστεί απαίτησή της έναντι του Δημοσίου προς καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης για λογαριασμό των ανήλικων τέκνων της ...................- ......... , που γεννήθηκαν τα έτη 1983, 1988 και 1999, αντίστοιχα. Η αγωγή κατά το μέρος αυτό έπρεπε να απορριφθεί ως ενεργητικώς ανομιμοποίητη, διότι οι ως άνω ανήλικοι έπρεπε να εκπροσωπούνται στη δίκη και από τους δύο γονείς τους, οι οποίοι ασκούν από κοινού τη γονική μέριμνα επ' αυτών. Βασίμως λοιπόν το αναιρεσείον Δημόσιο προβάλλει ότι μη νομίμως κατά το πιο πάνω μέρος έγινε δεκτή η αγωγή της αναιρεσίβλητης και αναγνωρίστηκε η υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να της καταβάλει για λογαριασμό των πιο πάνω τέκνων της ποσό 44.020,5 ευρώ, αφού αυτή δεν νομιμοποιούνταν ενεργητικώς να ασκήσει την κρινόμενη αγωγή. Συνεπώς, κατά το μέρος αυτό πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και να εξαφανιστεί κατά το ίδιο μέρος η προσβαλλόμενη απόφαση. Ακολούθως, η υπόθεση, που δεν χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό, πρέπει να κρατηθεί κατά το αναιρούμενο μέρος και κατά το μέρος τούτο πρέπει να απορριφθεί η αγωγή της αναιρεσίβλητης.
4. Επειδή, ο Εισαγωγικός Νόμος του Αστικού Κώδικα ορίζει στο άρθρο 105 ότι «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος…». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής γεννάται ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση για ζημία η οποία προκλήθηκε από την πλημμελή εκτέλεση ή την παράλειψη εκτέλεσης από τα όργανα του Δημοσίου του επιβεβλημένου σ' αυτά εκ του νόμου καθήκοντος. Περαιτέρω, κατά την έννοια της ίδιας διάταξης, η υποχρέωση του Δημοσίου προς αποζημίωση αίρεται μόνο αν η γενεσιουργός της ζημίας πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια ή παράλειψη υλικής ενέργειας έλαβε χώρα κατά παράβαση διάταξης η οποία έχει θεσπιστεί αποκλειστικώς για χάρη του γενικού συμφέροντος όχι όμως και αν η παραβιασθείσα διάταξη αποβλέπει, παράλληλα με την προστασία του γενικού συμφέροντος, και στην προστασία ιδιωτικού συμφερόντων (ΣτΕ 28/2000).
5. Επειδή, εξάλλου, στην παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 1975/1991 (Α΄ 184) ορίζεται ότι «Κάθε άτομο, που με οποιονδήποτε τρόπο εισέρχεται στο ελληνικό έδαφος ή εξέρχεται από αυτό, υποβάλλεται σε αστυνομικό έλεγχο κατά την άφιξη και την αναχώρησή του, με εξαίρεση τις περιπτώσεις που προβλέπονται από ειδικές διεθνείς συμβάσεις» και στην παρ. 2 ότι «Ο έλεγχος των προσώπων, που με οποιονδήποτε τρόπο εισέρχονται στο ελληνικό έδαφος ή εξέρχονται από αυτό, ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Υπουργού Δημόσιας Τάξης και ενεργείται από τις κατά τόπους αστυνομικές υπηρεσίες». Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 και 3 του ν. 1481/1984 (Α΄ 152), ο κλάδος αστυνομίας τάξης, ο οποίος κατά το άρθρο 4 παρ. 1 περ. γ΄ του νόμου τούτου, ανήκει στις κεντρικές υπηρεσίες του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, έχει ως ειδικότερη αποστολή, εκτός των άλλων, την «απρόσκοπτη κοινωνική διαβίωση των πολιτών» καθώς και την «προστασία των ατομικών ελευθεριών του πολίτη». Από τις πιο πάνω διατάξεις των νόμων 1975/1991 και 1481/1984 συνάγεται ότι με αυτές επιδιώκεται όχι μόνο η προστασία του γενικού συμφέροντος αλλά παράλληλα και η προστασία των ατομικών δικαιωμάτων των κατ' ιδίαν προσώπων (ΣτΕ 28/2000).
Ως εκ τούτου, η παραβίαση των πιο πάνω διατάξεων από τα κρατικά όργανα, με πράξεις ή παραλείψεις τους κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας τους, μπορεί να στοιχειοθετήσει, κατά τα εκτεθέντα, υποχρέωση του Δημοσίου προς αποζημίωση κατά το άρθρο 105 Εισ.Ν.Α.Κ. για την αποκατάσταση κάθε θετικής ή αποθετικής ζημίας, τα δικαστήρια δε της ουσίας μπορούν, επιπλέον, να επιδικάσουν σε βάρος του Δημοσίου χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, κατ' ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 932 του Αστικού Κώδικα.
6. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση έγιναν δεκτά τα ακόλουθα: Η αναιρεσίβλητη έγγαμη με τον Ιορδανό και πολιτογραφημένο Έλληνα υπήκοο ........ , με τον οποίο απέκτησε τρία τέκνα, τον ............................................... , που γεννήθηκαν τα έτη 1983, 1988 και 1992, αντίστοιχα, με την από 26-7-1996 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθήνας επικαλέσθηκε τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης με το σύζυγό της και ζήτησε να ανατεθεί σ' αυτήν προσωρινά η επιμέλεια των τριών ανήλικων τέκνων της και να εκδοθεί προς τούτο προσωρινή διαταγή μέχρι την συζήτηση της αιτήσεώς της. Με την εκδοθείσα αυθημερόν από 26-7-1996 προσωρινή διαταγή της Προέδρου Υπηρεσίας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθήνας ανατέθηκε προσωρινά στην αναιρεσίβλητη η επιμέλεια των ανήλικων τέκνων της μέχρι την συζήτηση της ανωτέρω αιτήσεώς της, για την οποία ορίσθηκε ημερομηνία συζητήσεως η 8η-8-1996. Ακολούθως, η αναιρεσίβλητη, επικαλούμενη την ως άνω προσωρινή διαταγή της Προέδρου, ζήτησε από την Διεύθυνση Κρατικής Ασφάλειας να απαγορευθεί η έξοδος των ανήλικων τέκνων της από τη χώρα, αίτημα το οποίο έγινε δεκτό με το από 27-7- 1996 σήμα της προαναφερόμενης Διευθύνσεως προς όλα τα αεροδρόμια της Χώρας, ενώ περαιτέρω καταχωρίστηκε η απαγόρευση της εξόδου των ανηλίκων στον ηλεκτρονικό υπολογιστή του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως με χρονική ισχύ από 30-7-1996 έως 30-7-2016. Στη συνέχεια, στις 8-8-1996 συζητήθηκε η πιο πάνω αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, επί της οποίας εκδόθηκε η 24487/9-8-1996 (προφανώς από παραδρομή αναφέρεται στην προσβαλλομένη ως ημερομηνία εκδόσεως η 9-6-1996) απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθήνας. Με την απόφαση αυτή ανατέθηκε στην αναιρεσίβλητη προσωρινά η επιμέλεια των ανήλικων τέκνων, ενώ με την εκδοθείσα, ακολούθως, 71/27-1-1997 απόφαση του Τμήματος διατροφών του ίδιου δικαστηρίου της ανατέθηκε και οριστικά η επιμέλεια των τέκνων. Εν τω μεταξύ, με το από 25-11-1996 ιδιωτικό συμφωνητικό, η αναιρεσίβλητη με τον εν διαστάσει σύζυγό της ρύθμισαν την επικοινωνία αυτού με τα τέκνα τους και όρισαν ότι, ειδικά για την περίοδο του Πάσχα, η επικοινωνία θα διαρκεί από τη Μεγάλη Πέμπτη έως την Τρίτη του Πάσχα. Σε εκτέλεση της συμφωνίας αυτής, ο σύζυγος της αναιρεσίβλητης στις 24-4-1997 (Μεγάλη Πέμπτη) παρέλαβε τα τρία ανήλικα τέκνα από το σπίτι της και τα οδήγησε στο Ανατολικό Αεροδρόμιο Αθηνών, προκειμένου να μεταβούν όλοι μαζί με την πτήση της 21.10΄ της αεροπορικής εταιρείας «...........» στο Αμάν της Ιορδανίας μέσω Δαμασκού.
Κατά τη διενέργεια ελέγχου του ελληνικού διαβατηρίου του συζύγου της αναιρεσίβλητης ο αστυφύλακας ................ πληκτρολόγησε στον τερματικό ηλεκτρονικό υπολογιστή το όνομα του προσώπου αυτού, αλλά κατά τον εν συνεχεία έλεγχο των ιορδανικών διαβατηρίων των ανηλίκων, αξιολογώντας το γεγονός ότι αυτά συνοδεύονταν από τον ιατρό πατέρα τους, ότι είχαν εισιτήρια με ημερομηνία κλειστής επιστροφής (30-4-1997) και ότι κατά το παρελθόν τα ανήλικα είχαν πραγματοποιήσει το ίδιο ταξίδι και είχαν επιστρέψει στην Ελλάδα (βλ. σχετικώς την από 6-8-1998 έκθεση διοικητικής εξέτασης του ανωτέρω αστυνομικού ενώπιον του ενεργούντος ένορκη διοικητική εξέταση αστυνομικού υποδιευθυντή ...........), αρκέστηκε σε έλεγχο ταυτοπροσωπίας και σφράγιση των διαβατηρίων των ανηλίκων, με αναγραφή σχετικής μνείας στο επάνω μέρος της σφραγίδας ότι τυγχάνουν τέκνα Έλληνα πατρός-προς δικαιολόγηση της μη επιβολής προστίμου λόγω της κατοχής ιορδανικών διαβατηρίων-και επέτρεψε την αναχώρηση των ανηλίκων, χωρίς να πληκτρολογήσει τα στοιχεία τους στον ηλεκτρονικό υπολογιστή (βλ. σχετικώς το 7552/4/82γ/29- 5-1997 έγγραφο του Διευθυντή της Διευθύνσεως Πληροφορικής του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, το οποίο προσκομίσθηκε από το Ελληνικό Δημόσιο). Αποτέλεσμα της πιο πάνω παραλείψεως του αστυνομικού οργάνου, ήταν η διαφυγή των ανηλίκων από την χώρα, παρά την υπάρχουσα στον ηλεκτρονικό υπολογιστή του αεροδρομίου καταχωρισμένη απαγόρευση εξόδου τους, και η μη επιστροφή τους έκτοτε στην Ελλάδα. Για την ως άνω παράλειψη του αστυνομικού οργάνου διενεργήθηκε, κατόπιν της από 29-10-1997 καταγγελίας της αναιρεσίβλητης ένορκη διοικητική εξέταση, κατά την οποία διαπιστώθηκε αμέλεια του αστυνομικού οργάνου κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του. Ακολούθως, με την 253487/6/1-κθ/13-1-2000 απόφαση του Αρχηγού του Ελληνικής Αστυνομίας επιβλήθηκε σε βάρος του οργάνου αυτού πρόστιμο ενός μηνιαίου βασικού μισθού και το όργανο μετατέθηκε σε άλλη υπηρεσία. Κατόπιν τούτου, η αναιρεσίβλητη άσκησε κατά του Ελληνικού Δημοσίου αγωγή, με την οποία ισχυρίστηκε ότι η ανωτέρω παράνομη παράλειψη του αστυνομικού οργάνου, παρά την ύπαρξη της 7/20-1-1997 εσωτερικής διαταγής του Διοικητή του Τμήματος Ασφάλειας Αερολιμένα Ελληνικού με την οποία εφιστάτο η προσοχή των αστυνομικών οργάνων για τον λεπτομερή έλεγχο των ταξιδιωτών, παράλειψη που μπορούσε να αποφευχθεί με την αντιπαραβολή της φωτογραφίας του διαβατηρίου των τέκνων και με την πληκτρολόγηση των στοιχείων τους στον ηλεκτρονικό υπολογιστή, είχε ως αποτέλεσμα να μη διαπιστωθεί η υφιστάμενη απαγόρευση εξόδου των ανήλικων τέκνων της από την χώρα και να φυγαδευθούν αυτά από τον πατέρα τους στην Ιορδανία, χωρίς έκτοτε να έχει τη δυνατότητα επικοινωνίας μαζί τους.
Ισχυρίστηκε επίσης, ότι η ίδια φοβόταν να μεταβεί στην προαναφερόμενη χώρα για την αναζήτησή τους, διότι η χώρα αυτή είναι μουσουλμανική και επικρατούν σ' αυτήν διαφορετικές αντιλήψεις σε σχέση με την οικογένεια και τη θέση της γυναίκας. Περαιτέρω, η αναιρεσίβλητη ισχυρίσθηκε ότι ο ως άνω βίαιος αποχωρισμός της από τα ανήλικα τέκνα της της προσέβαλε την προσωπικότητά της και της προκάλεσε αβάσταχτο ψυχικό πόνο. Ζήτησε δε με την αγωγή της να αναγνωρισθεί υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να της καταβάλει ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ποσό 150.000.000 δραχμών γι' αυτήν ατομικά και ποσό 150.000.000 δραχμών για λογαριασμό των τριών τέκνων της, των οποίων είχε, σύμφωνα με την προαναφερόμενη δικαστική απόφαση, την επιμέλεια και την απορρέουσα από αυτή δικαστική εκπροσώπηση. Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή, με την αιτιολογία ότι δεν υπήρξε παράνομη παράλειψη του αστυνομικού οργάνου να απαγορεύσει την έξοδο των ανήλικων τέκνων της αναιρεσίβλητης από τη χώρα, διότι, κατά την παρεμπίπτουσα κρίση του, το ανωτέρω μέτρο ήταν εξαρχής παράνομο, αφού δεν είχε διαταχθεί από αρμόδιο δικαστήριο ή δικαστικό όργανο, με την προσωρινή δε διαταγή της Προέδρου Υπηρεσίας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθήνας είχε δοθεί στην αναιρεσίβλητη μόνο η προσωρινή επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων της, χωρίς να απαγορευθεί και η έξοδός τους από τη Χώρα. Έφεση της αναιρεσίβλητης κατά της πρωτόδικης αποφάσεως έγινε δεκτή με την προσβαλλόμενη απόφαση, με τη σκέψη ότι, εφόσον η διαταγή απαγόρευσης εξόδου των τέκνων της αναιρεσίβλητης από τη Χώρα- διαταγή που είχε δοθεί με το από 17.7.1996 σήμα της Διευθύνσεως της Κρατικής Ασφάλειας Αθηνών προς όλα τα αεροδρόμια της χώρας καθ' ερμηνεία της προσωρινής διαταγής της Προέδρου Υπηρεσίας του Πρωτοδικείου Αθηνών, ως διατάσσουσας το μέτρο αυτό,-δεν είχε ανακληθεί από τη Διοίκηση ή ακυρωθεί με δικαστική απόφαση, η διαταγή αυτή εθεωρείτο έγκυρη και το κύρος της δεν μπορούσε να ελεγχθεί παρεμπιπτόντως από τα αστυνομικά όργανα κατά τον έλεγχο των διαβατηρίων των ανηλίκων ούτε από το πρωτόδικο δικαστήριο κατά την έρευνα της πιο πάνω παραλείψεως του αστυνομικού οργάνου να πληκτρολογήσει τα ονοματεπώνυμα των ανηλίκων κατά τον έλεγχο των διαβατηρίων. Συνεπώς, έκρινε το δικάσαν δικαστήριο, το πρωτόδικο δικαστήριο μπορούσε να εξετάσει παρεμπιπτόντως τη νομιμότητα μόνον της πιο πάνω παραλείψεως του αστυνομικού οργάνου όχι δε και τη νομιμότητα του διοικητικού μέτρου της απαγορεύσεως εξόδου των ανηλίκων από τη Χώρα. Με τις σκέψεις αυτές, το δικάσαν δικαστήριο δέχθηκε την έφεση της αναιρεσίβλητης και εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση.
Περαιτέρω, το δικαστήριο δίκασε και δέχθηκε εν μέρει την αγωγή της αναιρεσίβλητης. Προς τούτο έλαβε υπόψη τα εξής: α) ότι ενόψει των διατάξεων του άρθρου 4 του ν. 1975/1991 και της 7/20-1-1997 Εσωτερικής Διαταγής του Τμήματος Ασφαλείας του Ανατολικού Αερολιμένα Ελληνικού, αναφορικά με τη διενέργεια διαβατηριακού ελέγχου, το πιο πάνω αστυνομικό όργανο που ήταν επιφορτισμένο με τον έλεγχο των διαβατηρίων των εξερχομένων από τη Χώρα όφειλε, εφόσον τα ανήλικα τέκνα της αναιρεσίβλητης δεν συνοδεύονταν κατά την αναχώρησή τους και από τους δύο γονείς τους, οι οποίοι κατά τον νόμο (άρθρο 1510 ΑΚ) ασκούν από κοινού την γονική μέριμνα επ' αυτών, να διενεργήσει πλήρη έλεγχο για τη νομιμότητα της εξόδου τους από τη Χώρα, μη αρκούμενος απλώς σε ενδείξεις περί τούτου (όπως ότι τα ανήλικα είχαν εισιτήρια με κλειστή ημερομηνία επιστροφής τους στην Ελλάδα ή ότι είχαν πραγματοποιήσει στο πρόσφατο παρελθόν και άλλα ταξίδια στην Ιορδανία και είχαν επιστρέψει κ.λ.π.) και β) ότι το αστυνομικό όργανο όφειλε επίσης να πληκτρολογήσει στον ηλεκτρονικό υπολογιστή του Τμήματος ελέγχου διαβατηρίων τα στοιχεία των διαβατηρίων των ανηλίκων, ενέργεια η οποία-εκτός του ότι είχε δοθεί με την πιο πάνω ρητή διαταγή του Διοικητή του Τμήματος Ασφαλείας του Αεροδρομίου, προσιδιάζει και στα ιδιαίτερα καθήκοντα του αστυνομικού οργάνου που απορρέουν από την εκτέλεση της συγκεκριμένης υπηρεσίας-και θα οδηγούσε στη διαπίστωση της υφισταμένης απαγορεύσεως εξόδου των ανηλίκων και τη Χώρα, απαγορεύσεως που ίσχυε κατά το χρόνο της αναχωρήσεως των τέκνων και δεν είχε ανακληθεί (βλ. το 9768/6-428524/6-8-1997 έγγραφο της Διεύθυνσης Κρατικής Ασφαλείας Τμήμα Γ΄, με το οποίο γνωστοποιούνταν στο Τμήμα Ασφαλείας Αερολιμένα Αθηνών ότι από τα τηρούμενα στοιχεία της Υπηρεσίας δεν προέκυπτε άρση των περιοριστικών όρων (απαγόρευση εξόδου) που είχαν επιβληθεί με το από 30-7-1997 τηλετυπικό σήμα προς την δεύτερη Υπηρεσία και αφορά τα ανήλικα τέκνα της αναιρεσίβλητης. Με τα δεδομένα αυτά το διοικητικό εφετείο έκρινε ότι η πιο πάνω παράλειψη του αστυνομικού οργάνου τελούσε σε αιτιώδη συνάφεια με την ζημία της αναιρεσίβλητης που συνίστατο στη διαφυγή των ανήλικων τέκνων της στην αλλοδαπή και αποτελούσε την γενεσιουργό αιτία της αξιώσεώς της προς καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Ακολούθως, για τον καθορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον ψυχικό πόνο και την οδύνη της αναιρεσίβλητης, μητέρας, από το βίαιο αποχωρισμό της από τα τρία ανήλικα τέκνα της, με τα οποία δεν είχε έκτοτε επικοινωνία ούτε γνώριζε αν θα καταστεί αυτή δυνατή στο μέλλον. Με τις σκέψεις αυτές, το δικάσαν δικαστήριο επιδίκασε ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ποσό 50.000.000 δρχ. για την αναιρεσίβλητη ατομικώς (ήδη 146.735 ευρώ), κάνοντας έτσι εν μέρει δεκτή την αγωγή της αναιρεσίβλητης.
7. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι δεν υφίστατο παράνομη παράλειψη του αστυνομικού οργάνου κατά την διενέργεια του διαβατηριακού ελέγχου των ανήλικων τέκνων της αναιρεσίβλητης κατά την έννοια του άρθρου 105 του Εισ.Ν.Α.Κ., δεδομένου ότι η σχετική νομοθεσία που ρυθμίζει τον έλεγχο διαβατηρίων (ν.δ. 3767/1957 και Κ.Υ.Α. 7721 Γ.Φ6/16.12.1957) αποβλέπει αποκλειστικά στην προστασία του δημοσίου συμφέροντος, με αποτέλεσμα να μη στοιχειοθετείται εν προκειμένω ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί, ως αβάσιμος. Τούτο δε, διότι με τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 2 του ν. 1975/1991 και 4 παρ. 1 περ. γ΄ του ν. 1481/1984, οι οποίες επιβάλλουν τον έλεγχο από τα κρατικά αστυνομικά όργανα των εισερχομένων και εξερχομένων προσώπων από τη Χώρα και αποβλέπουν στην απρόσκοπτη κοινωνική συμβίωση των πολιτών και την προστασία των ατομικών ελευθεριών του πολίτη, δεν επιδιώκεται αποκλειστικά η εξυπηρέτηση του γενικού συμφέροντος αλλά και η προστασία των ατομικών δικαιωμάτων των κατ' ιδίαν προσώπων.
8. Επειδή, περαιτέρω, προβάλλεται ότι μη νομίμως με την προσβαλλόμενη απόφαση κρίθηκε ότι υπήρχε στη συγκεκριμένη περίπτωση παράνομη παράλειψη του αστυνομικού οργάνου κατά την έννοια του άρθρου 105 Εισ.Ν.Α.Κ., ενώ τέτοια παράλειψη δεν υπήρχε, αφού, κατά την κείμενη νομοθεσία, τα όργανα της Ελληνικής Αστυνομίας δεν έχουν αρμοδιότητα για τη λήψη του απαγορευτικού μέτρου της εξόδου Έλληνα πολίτη στο εξωτερικό, τέτοια δε αρμοδιότητα έχουν ο Εισαγγελέας, το Ποινικό Δικαστήριο στις περιπτώσεις του άρθρου 5 παρ. 4 του Συντάγματος και ο Προϊστάμενος του Δημόσιου Ταμείου σε περιπτώσεις οφειλών προς το Δημόσιο. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Τούτο δε, διότι, και αν ακόμη το από 27-7-1996 σήμα της Διεύθυνσης Κρατικής Ασφάλειας προς όλα τα αεροδρόμια της Χώρας (σχετικά με την απαγόρευση εξόδου των ανήλικων τέκνων της ...................) είχε εκδοθεί από αναρμόδιο όργανο, το σήμα αυτό, ως διοικητική πράξη καλυπτόταν από το τεκμήριο νομιμότητας των διοικητικών πράξεων. Συνεπώς, το αστυνομικό όργανο που ήταν επιφορτισμένο με τον έλεγχο των διαβατηρίων στο αεροδρόμιο όφειλε, βάσει του καθήκοντος υποταγής, να συμμορφωθεί προς το σήμα αυτό και δεν μπορούσε να ελέγξει τη νομιμότητα του μέτρου που είχε ληφθεί με το επίμαχο σήμα.
9. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, τέλος, προβάλλεται ότι η παράλειψη του αστυνομικού οργάνου να πληκτρολογήσει τα στοιχεία των ανήλικων τέκνων της αναιρεσίβλητης στον ηλεκτρονικό υπολογιστή της υπηρεσίας ελέγχου διαβατηρίων του αεροδρομίου δεν συνδεόταν αιτιωδώς με την αρπαγή των ανήλικων τέκνων από τον πατέρα τους. Τούτο δε, διότι η επικοινωνία του πατέρα με τα ανήλικα τέκνα του είχε ρυθμιστεί με το από 15-11-1996 ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ της αναιρεσίβλητης και του συζύγου της, βάσει του οποίου ο τελευταίος μπορούσε να επικοινωνεί με τα τέκνα κατά την περίοδο των εορτών του Πάσχα από τη Μεγάλη Πέμπτη έως την Τρίτη του Πάσχα. Συνεπώς, κατά το Δημόσιο, η επίμαχη ζημία προκλήθηκε στις 29-4-1997, δηλαδή την Τρίτη του Πάσχα, οπότε ο σύζυγος της αναιρεσίβλητης είχε υποχρέωση να παραδώσει τα τέκνα του στην αναιρεσίβλητη, και όχι στις 24.4.1997, την ημέρα δηλαδή της αναχώρησης των τέκνων από την Ελλάδα. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής, διότι γενεσιουργός αιτία της βλάβης της αναιρεσίβλητης από την απώλεια δυνατότητας επικοινωνίας με τα ανήλικα τέκνα της υπήρξε αποκλειστικώς, κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, η παράλειψη του αρμοδίου αστυνομικού οργάνου να προβεί στην πληκτρολόγηση, στις 24-4-1997, των στοιχείων του διαβατηρίου των τέκνων της αναιρεσίβλητης, όπως είχε υποχρέωση με βάση το υπ' αριθμ. πρωτ. 9768/6-428524/6-8-1997 έγγραφο της Διεύθυνσης Κρατικής Ασφάλειας και το από 30-7-1997 τηλετυπικό σήμα της Υπηρεσίας αυτής στο Τμήμα Ασφαλείας του Αερολιμένα Ελληνικού, με αποτέλεσμα τα ανήλικα αυτά τέκνα να φυγαδευθούν στο εξωτερικό.
10. Επειδή, κατ' ακολουθίαν, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η κρινόμενη αίτηση, να εξαφανιστεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση και να απορριφθεί εν μέρει η αγωγή της αναιρεσίβλητης, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην τρίτη σκέψη, να απορριφθεί δε η κρινόμενη αίτηση κατά τα λοιπά.
11. Επειδή, ενόψει της εν μέρει νίκης και εν μέρει ήττας των διαδίκων, πρέπει να συμψηφιστεί μεταξύ τους η δικαστική δαπάνη.
Διά ταύτα
Δέχεται εν μέρει την κρινόμενη αίτηση, κατά το αιτιολογικό.
Αναιρεί την 651/2004 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, κατά το μέρος που με αυτήν αναγνωρίστηκε απαίτηση της αναιρεσίβλητης έναντι του Δημοσίου προς καταβολή χρηματικής ικανοποίησης (44020,5 ευρώ) λόγω ηθικής βλάβης για λογαριασμό των τέκνων της .................. .
Κρατεί την υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος και κατά το μέρος τούτο απορρίπτει την αγωγή της αναιρεσίβλητης.
Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση κατά τα λοιπά.
Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 18 και 26 Ιουνίου 2008 καθώς και στις 23 Μαρτίου 2009
Ο Πρόεδρος του Α΄ Τμήματος Η Γραμματέας
Γ. Ανεμογιάννης Μ. Βλασερού
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 31ης Δεκεμβρίου 2009.
Ο Αναπληρωτής Πρόεδρος Η Γραμματέας
Αθ. Ράντος Μ. Βλασερού

ΜΠρΑθ 6284/2010 Λαμπρινή Σκούμπη (……υπό τον όρο να διαμένει αυτή στην Ελλάδα)


ΜΠρΑθ 6284/2010  Λαμπρινή Σκούμπη (……υπό τον όρο να διαμένει αυτή στην Ελλάδα)
Γονική μέριμνα - Επιμέλεια τέκνου - Επικοινωνία τέκνου προς γονέα - Συμφέρον τέκνου -.

Λήψη υπόψη ότι το ανήλικο υπόκειται ευχερώς σε επιδράσεις και υποβολές γονέων ή άλλων που συντελούν στο σχηματισμό μονομερούς διαμόρφωσης προτίμησης προς τον ένα γονέα, οπότε δεν εξυπηρετείται το αληθές συμφέρον του. Ο γονέας που κατοικεί με το τέκνο έχει υποχρέωση να διευκολύνει την επικοινωνία με τον άλλο γονέα και πρέπει να του καλλιεργεί συναισθήματα που θα κάνουν αυτή την επικοινωνία δυνατή και σύμφωνη με το σκοπό της. Παράβαση δε αυτής της υποχρέωσης, προπάντων καλλιέργεια αντιπάθειας προς τον άλλο γονέα, αποτελεί κακή άσκηση της γονικής μέριμνας (συνεπώς και της επιμέλειας) και μπορεί να οδηγήσει στις προβλεπόμενες από το άρθρο 1532 ΑΚ συνέπειες, μεταξύ των οποίων και αυτή της, από το δικαστήριο, αφαιρέσεως της γονικής μέριμνας και της αναθέσεώς της στον έτερο γονέα.


ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

                          Αριθμός αποφάσεως
                              6284/2010


                  ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Αποτελούμενο από την Δικαστή Λαμπρινή Σκούμπη, η οποία ορίστηκε από κλήρωση που έγινε σύμφωνα με τον νόμο 3327/2005.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στην Αθήνα στις 18 Μαΐου 2010 χωρίς την σύμπραξη Γραμματέα για να συνεκδικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:

Της αιτούσης ΚΑΙ ΚΑΘ ΗΣ Η ΑΝΤΑΙΤΗΣΗ .... κατοίκου Αλίμου Αττικής οδός ... που εκπροσωπήθηκε νόμιμα από τους πληρεξουσίους της δικηγόρους Κλαίρη Κατάνη-Αγγελοπούλου και Γεώργιο Λουκέρη και

ΤΟΥ ΚΑΘ ΟΥ Η ΑΙΤΗΣΗ ΚΑΙ ΑΝΤΑΙΤΟΥΝΤΟΣ ... κατοίκου Γλυφάδας Αττικής που εκπροσωπήθηκε νόμιμα από τους πληρεξουσίους τους δικηγόρους ΕυσταθίαΖαχαρογιάννη-Κωνσταντίνου και Γεώργιο Κωνσταντίνου.

Η αιτούσα ζήτησε να γίνει δεκτή η με αριθμό καταθέσεως 4365/22/3/2010 αίτησή της περί αναθέσεως εις αυτήν της προσωρινής επιμελείας  των τριών ανηλίκων τέκνων τους.


Ο ανταιτών εζήτησε να γίνει δεκτή η μεταξύ των αυτών διαδίκων με αριθμό καταθέσεως 4819/30-3-2010 αντίθετη αίτηση αυτού περί αναθέσεως εις αυτόν της προσωρινής επιμελείας των τριών ανηλίκων τέκνων τους και χορηγήσεως διατροφής δι αυτά.

Κατά την συζήτηση της υποθέσεως, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί αυτοί.


ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ


Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 246 του ΚΠολΔ, η οποία έχει ισχύ και προκειμένου περί διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, Κωδ. Πολιτ. Δικονομίας, Τόμος Β', σελ. 143 και εκεί παραπομπές σε νομολογία), «το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την ένωση και συνεκδίκαση περισσότερων εκκρεμών ενώπιον του δικών ανάμεσα στους ίδιους ή διαφορετικούς διαδίκους, αν υπάγονται στην ίδια διαδικασία και κατά την κρίση του διευκολύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης ή επέρχεται μείωση των εξόδων». Εν προκειμένω φέρονται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου 1) η υπ' αριθ. εκθ. καταθ. 4365/22.3.2010 αίτηση προσωρινής επιμελείας, καθώς και 2) η αντίθετη υπ' αριθ. εκθ. καταθ. 4819/30.3.2010 επίσης αίτηση προσωρινής επιμελείας και διατροφής μεταξύ των αυτών διαδίκων, εν όψει δε του ότι δικάζονται αυτές (αιτήσεις) κατά την ίδια διαδικασία (ασφαλιστικών μέτρων), κρίνεται ότι πρέπει να συνεκδικασθούν προς αποφυγή χρόνου και εξόδων.


Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1511, 1513, 1514 του ΑΚ και 681Γ παρ. 3 εδ. α' και 4 εδ. α', δ' και ε' του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, όταν το δικαστήριο καλείται να αποφασίσει σχετικώς με την ανάθεση της γονικής μέριμνας και ειδικότερα της επιμέλειας ανηλίκου τέκνου στον έναν από τους γονείς του, πρέπει να έχει ως αποκλειστικό οδηγό της δικαιοδοτικής του κρίσεως το συμφέρον και μόνον του τέκνου, χωρίς να επιδρά στην λήψη της αποφάσεως του, αυτοτελώς, κανένας από τους διαφορετικούς παράγοντες που συνοδεύουν το πρόσωπο καθενός των γονέων, όπως το φύλο, την φυλή, την γλώσσα, την θρησκεία, την κοινωνική προέλευση, την περιουσιακή κατάσταση κλπ. Για την λήψη δε της αποφάσεως του, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τους έως τότε δεσμούς του τέκνου με τους γονείς και τους αδελφούς του, πλέον δε συγκεκριμένα το γεγονός ότι το τέκνο χρειάζεται ένα σταθερό σημείο αναφοράς των αισθημάτων του, ενώ κάθε μεταβολή του προσώπου που έχει την επιμέλεια αυτού, έστω και αν γίνεται προς το καλύτερο, δημιουργεί ανασφάλεια στο τέκνο και μπορεί να έχει τραυματικά αποτελέσματα (βλ. ΑΠ 561/2003 Δ/νη 45 σελ. 1029). Περαιτέρω, ουσιώδους σημασίας είναι και η επισημαινόμενη στον νόμο ύπαρξη ιδιαίτερου δεσμού του τέκνου προς τον έναν από τους γονείς του και η περί αυτού ρητώς εκφραζόμενη προτίμηση του, την οποία συνεκτιμά το δικαστήριο ύστερα και από την στάθμιση του βαθμού της ωριμότητας του, που στις διατάξεις των 1511 AK και 681Γ ΚΠολΔ χρησιμοποιείται (η έννοια ωριμότης) υπό την έννοια της ικανότητας του τέκνου να αντιληφθή το συμφέρον του, για την κρίση του δε, ως προς την ύπαρξη ή ανυπαρξία τέτοιας ωριμότητας, που σχηματίζεται από την ελεύθερη εκτίμηση των αποδείξεων, δεν απαιτείται ειδική αιτιολογία. Με δεδομένη δε την ύπαρξη του εν λόγω δεσμού του τέκνου προς τον συγκεκριμένο γονέα, αυτός θεωρείται ότι έχει την δυνατότητα αποτελεσματικότερης διαπαιδαγωγήσεως προς όφελος του ανηλίκου και επομένως ότι είναι ο πλέον κατάλληλος για την επιμέλεια του, υπό την αυτονόητη όμως προϋπόθεση ότι ο ιδιαίτερος αυτός δεσμός του τέκνου προς τον ένα από τους γονείς του έχει αναπτυχθεί φυσιολογικά και αβίαστα, ως ψυχική στάση, η οποία είναι προϊόν της ελεύθερης και ανεπηρέαστης επιλογής του ανηλίκου που έχει την στοιχειώδη ικανότητα διακρίσεως. Πρέπει να λαμβάνεται ιδιαιτέρως υπόψη ότι ο ανήλικος, που έχει ακόμη την ψυχοπνευματική ανάπτυξη ατελή και την προσωπικότητα του υπό διαμόρφωση, υπόκειται ευχερώς σε επιδράσεις και υποβολές των γονέων ή άλλων, οι οποίες, έστω και χωρίς επίγνωση γενόμενες, οδηγούν ασφαλώς στον σχηματισμό της μονομερούς διαμορφώσεως και προτιμήσεως  προς τον ένα από τους γονείς, οπότε η προτίμηση του δεν εξυπηρετεί πάντοτε και το αληθές συμφέρον του. Η διάσπαση, εξ άλλου, της έγγαμης συμβιώσεως των γονέων, με συνεπακόλουθο και την διάσπαση της οικογενειακής συνοχής, κλονίζει σοβαρώς την ψυχική ισορροπία του τέκνου αισθάνεται ανασφάλεια και επιζητεί στήριγμα. Οι μεταξύ των συζύγων δημιουργούμενες έντονες αντιθέσεις ενίοτε αποκλείουν κάθε συνεννόηση μεταξύ τους, αλλά και σε σχέση με τα τέκνα τους, τα οποία όχι σπανίως χρησιμοποιούνται ως όργανα για την άσκηση παντοειδών πιέσεων και την ικανοποίηση εκδικητικών διαθέσεων. Έτσι, υπό το κράτος της καταστάσεως αυτής ο γονέας που αναλαμβάνει την επιμέλεια έχει, κατά την επιταγή του νόμου, πρόσθετα καθήκοντα και αυξημένη την ευθύνη της αντιμετωπίσεως των ως άνω ειδικών περιστάσεων κατά προέχοντα λόγο, και αυτό προϋποθέτει την εξασφάλιση στο τέκνο κατάλληλων συνθηκών προσαρμογής. Το αποτέλεσμα όμως αυτό, με γνώμονα πάντοτε το συμφέρον του τέκνου, κάθε άλλο παρά επιτυγχάνεται με την πλήρη αποξένωση του τέκνου από τον άλλο γονέα. Ήδη καθεαυτή η ανάθεση της επιμέλειας στον ένα από τους γονείς, εκ λόγων αναγομένων στο συμφέρον του τέκνου, αποτελεί παρέκκλιση από την αρχή της ισότητας των γονέων στο λειτουργικό τούτο δικαίωμα τους, το οποίο τίθεται υπό δικαστική ρύθμιση, παραβιάζονται δε και η αρχή αυτή και οι βασικοί κανόνες διαπαιδαγωγήσεως, που στηρίζονται στα πορίσματα της παιδικής βλάβη του ανηλίκου, ενώ παραλλήλως δυσχεραίνεται και η ρυθμιστική επέμβαση  του δικαστηρίου όταν το τέκνο περιάγεται σε στάση αρνήσεως ή αντιπάθειας έναντι του ετέρου των γονέων από πράξεις ή παραλείψεις εκείνου που έχει την επιμέλεια του (βλ. ΑΠ 1919/2005 Δ/νη 47, σελ. 440). Στην συνέχεια, κατά την διάταξη του άρθρου 1520 του Α.Κ., «ο γονέας με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο διατηρεί το δικαίωμα της προσωπικής επικοινωνίας με αυτό. Οι γονείς δεν έχουν το δικαίωμα να εμποδίζουν την επικοινωνία του τέκνου με τους απώτερους ανιόντες του, εκτός αν υπάρχει σοβαρός λόγος. Στις περιπτώσεις των προηγουμένων παραγράφων, τα σχετικά με την επικοινωνία κανονίζονται ειδικότερα από το δικαστήριο». Από την εν λόγω διάταξη συνάγεται ότι στο λειτουργικό δικαίωμα του γονέα που δεν κατοικεί με το τέκνο, να επικοινωνεί μ' αυτό, αντιστοιχεί στην υποχρέωση του γονέα που κατοικεί με το τέκνο να διευκολύνει αυτή την επικοινωνία (βλ. ΕφΑΘ 920/1986 ΝοΒ 35. 1987, σ. 929 - 930). Και όχι μόνον υλικά αλλά και ψυχικά: όχι μόνον πρέπει το τέκνο να είναι έτοιμο στην διάθεση του γονέα που ζει χωριστά, κατά τους όρους που έχουν συμφωνηθεί ή καθορισθεί από το δικαστήριο, αλλά πρέπει και να του καλλιεργούνται συναισθήματα που θα κάνουν αυτή την επικοινωνία δυνατή και σύμφωνη με τον σκοπό της. Παράβαση δε αυτής της υποχρεώσεως, προπάντων καλλιέργεια αντιπάθειας προς τον άλλον γονέα, αποτελεί κακή άσκηση της γονικής μέριμνας (συνεπώς και της επιμελείας) και μπορεί να οδηγήσει στις προβλεπόμενες από το άρθρο 1532 ΑΚ συνέπειες, μεταξύ των οποίων είναι και αυτή της από το δικαστήριο αφαιρέσεως της γονικής μέριμνας (και συνεπώς και της επιμελείας) και αναθέσεως της στον έτερο γονέα (βλ. Γ. Κουμάντου, Οικογενειακό Δίκαιο, Τόμ. II, έκδ. 1989, σελ. 213).   

Στην προκειμένη περίπτωση με την πρώτη υπ' αριθ. εκθ. καταθ. 4365/22.3.2010 αίτηση η αιτούσα, επικαλούμενη επείγουσα περίπτωση, ζητεί, ως ασφαλιστικό μέτρο, να της ανατεθεί προσωρινώς η επιμέλεια του προσώπου των τριών (3) ανηλίκων τέκνων που απέκτησε αυτή από τον καθ' ου, με τον οποίο ευρίσκεται σε διάσταση. Η αίτηση αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επ. ΚΠολΔ), είναι δε νόμιμη, στηριζομένη στις διατάξεις των άρθρων 1510, 1511, 1512, 1513, 1514, 1518 του ΑΚ, 735 και 950 παρ. 1 του ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσίαν.


Εξάλλου, με την δεύτερη υπ' αριθ. εκθ. καταθ. 4819/30.3.2010 αίτηση ο αιτών
(καθ' ου στην προηγουμένη αίτηση), επικαλούμενος επείγουσα περίπτωση, ζητεί, ως
μέτρα, 1) να του ανατεθεί προσωρινώς η επιμέλεια του προσώπου των ως άνω τριών (3) ανηλίκων τέκνων που απέκτησε αυτός με την καθ' ης, με την οποία ευρίσκεται-σε διάσταση, και 2) να επιδικασθεί επίσης προσωρινώς για λογαριασμό των εν λόγω ανηλίκων τέκνων διατροφή σε χρήμα το συνολικό ποσόν των 500ευρώ μηνιαίως, ήτοι 200 ευρώ για την ..., 150 ευρώ για την ... και ομοίως 150 ευρώ για τον ..., καθ' όσον αυτά αδυνατούν να διαθρέψουν τον εαυτό τους. Με το ως άνω περιεχόμενο η αίτηση αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, κατά την προκειμένη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επ. του ΚΠολΔ) και είναι νόμιμη, στηριζομένη στις διατάξεις των άρθρων 1485, 1486, 1489, 1493, 1496, 1498, 1510, 1511, 1512, 1513, 1514, 1518 του ΑΚ, 728, 729, 735 και 950 παρ. 1 του ΚΠολΔ, πρέπει δε στην συνέχεια να εξετασθεί και από απόψεως ουσιαστικής βασιμότητας, μαζί με την προαναφερθείσα αίτηση της καθ' ης.


Από  την  εκτίμηση των δοθεισών  στο ακροατήριο ενόρκων καταθέσεων των
εκατέρωθεν των διαδίκων μαρτύρων, ... - (για την -αιτούσα -καθ' ης) και - ... για τον καθ' ου - αιτούντα), από τις υπ'αριθ. 815/14.5.2010, 816/14.5.2010 και 726/14.5.2010 ένορκες βεβαιώσεις των ..., δοθείσες, για την πλευρά του καθ'ου -αιτούντος, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλητεύσεως της αιτούσας - καθ' ης, ενώπιον της συμβ/φου Αθηνών, ... οι δύο πρώτες τούτων και ενώπιον της συμβ/φου Ν. Κορινθίας, ... η τρίτη, καθώς και από τις υπ' αριθ. 5260/31.3.2010, 5269/14.4.2010 και 5298/17.5.2010 ένορκες βεβαιώσεις των ..., δοθείσες, για την πλευρά της αιτούσας - καθ' ης, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλητεύσεως του καθ' ου - αιτούντος, ενώπιον της συμβ/φου Αθηνών, ..., μη λαμβανομένων, αντιθέτως υπ'όψη των υπ'αριθ. 5264/9.4.2010, 5266/14.4.2010, 5267/14.4.2010, 5268/14.4.2010 και 5297/17.5.2010 δοθεισών, για την πλευρά της αιτούσας - καθ'ης, ενώπιον της αυτής ως άνω συμβ/φου Αθηνών, ενόρκων βεβαιώσεων, λόγω του, κατά παράβαση της διατάξεως του άρθρου 270 παρ. 2 εδ. γ' του ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία «ένορκες βεβαιώσεις ... λαμβάνονται υπ'όψη το πολύ τρεις για κάθε πλευρά», υπεραρίθμου τούτων (οκτώ αντί των προβλεπομένων από τον νόμο τριών), όπως επίσης και από όλα τα από τους διαδίκους  προσκομιζόμενα έγγραφα, λαμβανόμενα υπ' όψη και για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, πιθανολογούνται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Οι διάδικοι απέκτησαν τρία (3) τέκνα, την ... γεννηθείσα την 6.11.1999, την ..., η οποία γεννήθηκε την 22.5.2002 και τον ..., γεννηθέντα την 22.6.2004, ενώ είχαν συνάψει νόμιμο γάμο την 13.2.2002 στην Ηλιούπολη Αττικής και το πρώτο ως άνω τέκνο τους το είχε αναγνωρίσει συμβολαιογραφικώς ο πατέρας καθ'ου - αιτών με την υπ'αριθ. 13160/2.11.2001 δήλωση αναγνωρίσεως της συμβ/φου Αθηνών, .... Διέμεναν στον Αλιμο Αττικής και ο πατέρας εργαζόταν ως υπάλληλος πρατηρίου υγρών καυσίμων, ενώ η μητέρα, Γαλλίς υπήκοος, δεν εργαζόταν, ασχολούμενη με την ανατροφή των ως άνω τέκνων τους και με τα του οίκου τους. Η έγγαμη συμβίωση τους όμως δεν εξελίχθηκε ομαλά, διότι υπήρχαν από ενός σημείου και έπειτα συνεχείς εντάσεις και τριβές, εξ αιτίας  αφ'ενός  μιας ζήλειας εκδηλωθείσας από μέρους του συζύγου- πατέρα (αιτούντος - καθ' ου) προς το πρόσωπο της συζύγου-μητέρας (αιτούσας - καθ' ης) και αφετέρου των παραπόνων από μέρους της τελευταίας για τον επαγγελματικό προσανατολισμό του συζύγου της όταν αυτός απελύθη από την εργασία του το έτος 2006, και την οικονομική τους αδυναμία να ανταπεξέλθουν στις ανάγκες του βίου των ιδίων και των τέκνων τους. Επί πλέον σημείο τριβής του ζεύγους των διαδίκων απετέλεσε και η ασυμφωνία τους ως προς τον τρόπο φροντίδας και επιτηρήσεως των εν λόγω τέκνων τους, αφού ό πατέρας θεωρούσε ότι η μητέρα σύζυγος του διαπνεόταν από μεγάλη χαλαρότητα στην επιβολή τούτων (μέτρων). Στην πραγματικότητα η τελευταία είχε την άποψη, και αυτή εφάρμοζε στην ανατροφή των τέκνων τους, της, δια της τονώσεως της διαδικασίας του αυτοδύναμου και της αυτενεργείας αυτών, προοδευτικής ανεξαρτητοποιήσεως από τα δεσμευτικά όρια της πολύ στενής παρακολουθήσεως και εξαρτήσεως από τους γονείς διαδίκους, μη αμελώντας όμως την επιτήρηση τούτων και περιφρούρηση της ασφαλείας τους. Υπήρχε, δηλαδή, μεταξύ των διαδίκων μία διάσταση απόψεων εν σχέσει προς την διαπαιδαγώγηση των τέκνων με τον πατέρα περισσότερο ίσως προσκολλημένο στον παραδοσιακό και πλέον «σφικτό» τρόπο δομής της οικογένειας και επιτηρήσεως των τέκνων. Τα εν λόγω δε σημεία διαφωνίας, εντεινόμενα και από την ζήλεια του συζύγου αιτούντος - καθ' ου, και από την οικονομική ανέχεια λόγω της ανεργίας τούτου, και της μη επιθυμίας του να άνευρη η σύζυγος αιτούσα - καθ' ης εργασίαν, οδήγησαν αυτόν (αιτούντα-καθ' ου) συμπεριφοράς απαξιωτικής απέναντι στην τελευταία και υβριστικής κάποιες φορές και ενώπιον των τέκνων τους, με αποτέλεσμα την δημιουργία λογομαχιών, διαπληκτισμών και ερίδων, και περαιτέρω συνέπεια, μετά την σταδιακή ψύχρανση των μεταξύ των διαδίκων σχέσεων, τη ν διάρρηξη τούτων, περί τις αρχές Ιουνίου του έτους 2008, μετά και πάλιν από έντονο επεισόδιο για την επιτήρηση του μικρότερου άρρενος ..., η αιτούσα καθ' ής απεχώρησε από την συζυγική κατοικία, παίρνοντας μαζί της και ταπροάναφερόμενα τρία ανήλικα τέκνα τους και μισθώνοντας στην αυτή περιοχή του Αλίμου, όπου η οικογένεια είχε ζήσει όλα της τα χρόνια και είχε δημιουργήσει δεσμούς με τους ανθρώπους της περιοχής, τα δε παιδιά είχαν αναπτύξει φιλικές σχέσεις με συνομηλίκους τους, διαμέρισμα, αντί μηνιαίου μισθώματος 800 ευρώ, το οποίο κατάφερνε και πλήρωνε η αιτούσα - καθ' ης από την εργασία της ως υπάλληλος σε τουριστικό γραφείο και με την συνδρομή της μητέρας της, ..., χωρίς την οποία δεν θα μπορούσε η ίδια (αιτούσα) να αντεπεξέλθει στις βιοποριστικές ανάγκες των τέκνων, αφού ο αιτών πατέρας ουδόλως συνεισέφερε στην αντιμετώπιση τους, χολωθείς ενδεχομένως από την αποχώρηση της αιτούσας από την συζυγική κατοικία. Κατ' εκείνο όμως το χρονικό σημείο και μέχρι τότε ο τελευταίος δεν είχε εκδηλώσει οποιαδήποτε διαφωνία για την ικανότητα της καθ'ης-αιτούσας ως προς την ανάθεση σ' αυτήν της επιμελείας του προσώπου των τέκνων τους, επί ένα δε τουλάχιστον έτος δεν είχε εγερθεί από μέρους του τέτοιο ζήτημα, επισκεπτόμενος τα τέκνα και διατηρώντας όχι μία πολύ συχνή επικοινωνία μαζί τους, παρά την μεγάλη στοργή και αγάπη που διαπνεόταν γι' αυτά. Η πολύ μεγάλη ένταση στις μεταξύ των διαδίκων σχέσεις ως προς το εν λόγω ζήτημα (της επιμελείας) ξεκίνησε και ογκώθηκε, όταν η αιτούσα-καθ'ης τον μήνα Ιούνιο του έτους 2009 μετέβη στην Γαλλία, όπως κάθε χρόνο, για θερινές διακοπές με τα τέκνα των διαδίκων, μετά από συναίνεση και του αιτούντος-καθ'ου, δεν επέστρεφε όμως, όπως κάθε φορά, ύστερα από παρέλευση μηνός και ούτε ακόμη και μέχρι την αρχή του σχολικού έτους 2009-2010, αποφασίσασα μόνη της και δίχως συνεννόηση με τον καθ'ου - αιτούντα να εγκατασταθεί μόνιμα με τα ανήλικα εκεί, διότι της παρείχετο πολύ μεγάλη οικονομική βοήθεια, ως πολύτεκνη, από το γαλλικό κράτος - εν αντιθέσει προς το ημεδαπό - ενέγραψε δε στην συνέχεια τα τέκνα σε γαλλικό σχολείο τα δύο μεγαλύτερα (...), και σε (γαλλικό) νηπιαγωγείο τον μικρότερο .... Η ενέργεια της αυτή όμως, παρά το γεγονός ότι δέχθηκε και απέστειλε τα τέκνα για τις δεκαπενθήμερες διακοπές των Χριστουγέννων στην Ελλάδα στον αιτούντα πατέρα τους, πυροδότησε απέναντί της συναισθήματα εχθρικά τόσον στον τελευταίο, όσον και στην στενή του πατρική οικογένεια (παππούδες, θείους, εξαδέλφια των ανηλίκων), οφειλόμενα εν πολλοίς στην δικαιολογημένη ανασφάλεια και στον κλονισμό της εμπιστοσύνης προς το πρόσωπο της που δημιούργησε αυτή με τις ως άνω ενέργειες της, με αποτέλεσμα να αρνηθεί αυτός να επιστρέψει, όπως είχε υπογράψει και συμφωνήσει να κάνει κατά το τέλος των διακοπών των Χριστουγέννων, αυτά στην αιτούσα - καθ' ης και να τα εγκαταστήσει έκτοτε στο πατρικό του σπίτι στους Αγ. Θεοδώρους Κορινθίας, όπου διαβιούν σε δύο υπνοδωμάτια και ένα σαλόνι όλοι μαζί με τους γονείς του και παππούδες των τέκνων, αποκόβοντας αυτά τόσον ο ίδιος, όσον προηγουμένως και η αιτούσα με την μετάβαση της στην Γαλλία, από το γνωστό καθ όλη την διάρκεια του βίου τους φιλικό και σχολικό περιβάλλον του Αλίμου. 


Περαιτέρω πιθανολογήθηκε ότι κατά την διάρκεια της ορισθείσας με προσωρινή  διαταγή (από 15.4.2010) εβδομαδιαίας επικοινωνίας της αιτούσας με τα τέκνα της, αφού επίσης με (από  15.4.2010) προσωρινή διαταγή είχε ανατεθεί προσωρινώς η επιμέλεια τους στον πατέρα-αιτούντα, ο τελευταίος, μαζί με το πατρικό οικογενειακό του περιβάλλον, έχοντας επηρεάσει δυσμενώς και σταθερώς τα δύο μικρότερα τέκνα (..., μαθήτρια Β' Δημοτικού και ..., μαθητή  Νηπιαγωγείου) έναντι της μητέρας-αιτούσας, αρνούντο αυτά μετ' επιμονής να την συνοδεύσουν, ακόμη και να την πλησιάσουν, επικαλούμενα, κατά κύριο λόγο, ότι εφοβούντο ότι αυτή θα τα έπαιρνε μαζί της οριστικώς στην Γαλλία και, κάποιες φορές, ότι με τον αιτούντα πατέρα είχαν πολύ καλύτερα πράγματα να κάνουν. Η αιτούσα τότε, η οποία μετέβαινε από τον Αλιμο, όπου φιλοξενείτο σε φιλική της οικογένεια, τρείς φορές την εβδομάδα, για την ορισθείσα επικοινωνία, στους Αγ. Θεοδώρους, μη καταφέρνοντας παντάπασι να ασκήσει, το δικαίωμα επικοινωνίας με τα δύο μικρότερα τέκνα της,  κατέφευγε επανειλημμένως, κατά το διάστημα αυτό του ενάμισυ μηνός, στο Α.Τ. των Αγ. Θεοδώρων καταγγέλλουσα την ως άνω συμπεριφορά του αιτούντος, ο οποίος στην πραγματικότητα προσπαθούσε, εμφορούμενος από μεγάλη ανασφάλεια και φόβο μήπως και η αιτούσα δεν επιστρέφει τα παιδιά σε κάποια απομάκρυνση τους, στα πλαίσια της επικοινωνίας, από το σπίτι όπου διέμεναν αυτά, να τα αποξένωση από την μητέρα τους, ώστε να τα προστατεύσει, όπως πίστευε, από το ενδεχόμενο μεταβάσεως τους στην Γαλλία, με συνέπεια τα δύο αυτά μικρότερα τέκνα, λόγω και του πλέον τρυφερού έναντι της μεγαλύτερης θυγατέρας και, ως εκ τούτου, ευάλωτου του χαρακτήρα τους, να αναπτύξουν μίαν ψυχική απόσταση από την μητέρα τους και σχετική ψύχρανση των συναισθημάτων τους προς το πρόσωπο της, στοιχεία τα οποία αντελήφθη το Δικαστήριο κατά την επικοινωνία που είχε, κατ' άρθρο 1511 ΑΚ, μαζί τους, πλην όμως κρίνεται ότι τα εν λόγω δύο μικρότερα τέκνα, εξ αιτίας των ως άνω παραγόντων και του επηρεασμού και της πιέσεως που δέχονται από το πατρικό οικογενειακό περιβάλλον, δεν είναι σε θέση να έχουν και να εκφράσουν με ελεύθερο και ώριμο για την ηλικία τους τρόπο την πραγματική τους βούληση και, κατά συνέπειαν, κρίνεται ότι δεν μπορούν να διατυπώσουν αξιόπιστο λόγο ως προς το πραγματικό και αντικειμενικό τους συμφέρον για το με ποιον από τους δύο γονείς τους προτιμούν να διαμένουν, ικανότητα την οποία φάνηκε ότι  διαθέτει σε ικανοποιητικό βαθμό η μεγαλύτερη κόρη, ... (μαθήτρια της Ε'Δημοτικού), εκφρασθείσα με ώριμο για την ηλικία  της και συγκροτημένο τρόπο υπέρ της απόψεως της παραμονής της ιδίας και των αδελφών της στην Ελλάδα (στον ʼλιμο), μαζί είτε και με τους δύο γονείς (σαν οικογένεια, όπως παλιά), είτε μόνο με την μητέρα, κατ' ουδένα όμως τρόπο στην Γαλλία, πρωτίστως καθ΄ όσον διέβλεπε τον της, από το ενδεχόμενο αυτό, επελεύσεως αποξενώσεως τους από πατέρα τους, τον οποίο επίσης φάνηκε ότι υπεραγαπά. Πιθανολογείται δε, αντιθέτως, ότι η μητέρα αιτούσα, η οποία,είχε μέχρι του Δεκεμβρίου του 2009 από της γεννήσεως τους, κατά το μέγιστο μέρος, την ευθύνη της φροντίδας και της ανατροφής των τριών ανηλίκων, ανταπεξήλθε επαρκέστατα στα καθήκοντα της αυτά, προσπάθησε να αναπτύξει εποικοδομητικά και με δημιουργικό τρόπο την προσωπικότητα τους, με κυρίαρχο στόχο καθ' όλη την διάρκεια της με τον αιτούντα διαστάσεως να μη πληγώνει αυτά στρέφοντας τα με υποβολές εναντίον του προσώπου του πατέρα τους -αιτούντος-καθ'ου, την καλή εικόνα του οποίου ως πρότυπο έχουν τόσον ανάγκη τα τέκνα αυτής της ηλικίας για την υγιή ψυχοπνευματική τους ανάπτυξη. Συνεπώς πιθανολογείται ότι το αληθές συμφέρον τούτων είναι, προς το παρόν τουλάχιστον, να ανατεθεί προσωρινώς η επιμέλεια τους στην αιτούσα μητέρα, υπό τον όρο όμως αυτή να διαμένει στην Ελλάδα στο διαμέρισμα όπου μίσθωσε την 1η/6/2010 στον ʼλιμο, στην γειτονιά όπου διέμεναν όλα τους τα χρόνια, μέχρι τον Ιούνιο του 2009, τα τέκνα, και έχουν αναπτύξει στενούς δεσμούς με το προερχόμενο από εκεί φιλικό και σχολικό περιβάλλον, πιθανολογούμενης επιπλέον της συνδρομής επείγουσας περιπτώσεως για την λήψη του εν λόγω ασφαλιστικού μέτρου, η οποία συνίσταται στον κίνδυνο του εκ της εξακολουθήσεως της αποξενώσεως της μητέρας από τα τέκνα ανεπανόρθωτου ψυχικού τραυματισμού τους. Επομένως, εν κατακλείδι, θα πρέπει να γίνει δεκτή και από απόψεως ουσιαστικής βασιμότητας η αίτηση της αιτούσας - καθ' ης μητέρας, ενώ να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη αυτή του αιτούντος - καθ' ου πατέρα. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω της σχέσεως τους ως συζύγων (αρθρ. 179 του ΚΠολΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ


- Συνεκδικάζει, κατ' αντιμωλίαν των διαδίκων, 1) την υπ αριθ. εκθ. καταθ. 4365/22.3.2010 αίτηση της ... κατά του ... και 2) την υπ'αριθ. εκθ. καταθ. 4819/30.3.2010 αίτηση του ... κατά της ...

- Απορρίπτει την υπ'αριθ. εκθ. καταθ 4819/30.3.2010 αίτηση.

- Δέχεται την υπ'αριθ. εκθ. καταθ. 4365/22.3.2010 αίτηση.

- Αναθέτει προσωρινώς την επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων αποκλειστικώς στην αιτούσα μητέρα, υπό τον όρο να διαμένει αυτή στην Ελλάδα και πλέον συγκεκριμένα στον ʼλιμο Αττικής, ειδικώτερα δε στην μισθωμένη από αυτή κατοικία (διαμέρισμα επί της κειμένης στην οδό .... πολυκατοικίας),

- Υποχρεώνει τον καθ'ου να παραδώση στην αιτούσα τα ως άνω ανήλικα τέκνα και, σε περίπτωση αρνήσεως του, απαγγέλλει κατ' αυτού χρηματική ποινή υπέρ της αιτούσας ύψους πεντακοσίων (500) ευρώ και προσωπική κράτηση ενός (1) μηνός εναντίον του.

- Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά τους έξοδα.

- Κρίθηκε και αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στην Αθήνα στις 30/07/2010 σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι τους



Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                            ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

                                         ΑΚΡΙΒΕΣ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

ΕΚΘΕΣΗ   ΕΓΧΕΙΡΙΣΕΩΣ            

ΤρΔΠρΠειρ 4768/2010- Ισότητα φύλων - Ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών


ΤρΔΠρΠειρ 4768/2010


- Αστική ευθύνη δημοσίου
- Αγωγή αποζημίωσης
- Παράνομη παράλειψη ΝΠΔΔ να χορηγήσει σε άνδρα εργαζόμενο άδεια ανατροφής τέκνου με αποδοχές
- Ισότητα φύλων
- Ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών
- Προστασία οικογένειας
- Κοινοτικό Δίκαιο.


Οι διατάξεις των άρθρων 51 παρ. 1 και 2, 52 παρ. 1 και 53 παρ. 1, 2, 3 και 4 του Υπαλληλικού Κώδικα (Ν. 2683/1999), ερμηνευόμενες, υπό το φώς τόσο της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής της ισότητας των δύο φύλων (άρθρα 4 παρ. 1 και 2 και 116 παρ. 1 του Συντάγματος) όσο και των αρχών του κοινοτικού δικαίου περί της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών αλλά και της εναρμονίσεως μεταξύ της επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής, που κατοχυρώνονται με τις διατάξεις της Οδηγίας 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 9.2.1976 και της Οδηγία 96/34/ΕΚ του Συμβουλίου της 3.6.1996, πρέπει να θεωρηθεί ότι έχουν εφαρμογή όχι μόνο για την μητέρα δημόσια υπάλληλο αλλά και για τον πατέρα δημόσιο υπάλληλο, ο οποίος δικαιούται επίσης να ζητήσει να του χορηγηθεί η προβλεπομένη από την διάταξη της παρ. 2 εδ. β' του άρθρου 53 του Υ.Κ., κατά τα ειδικότερα οριζόμενα σ' αυτή, ειδική άδεια μετ' αποδοχών διαρκείας εννέα μηνών προκειμένου να ασχοληθεί με την ανατροφή του τέκνου του. Με το σκεπτικό αυτό έγινε δεκτή αγωγή εργαζόμενου Ν.Π.Δ.Δ., με την οποία ζητούσε αποζημίωση για την παράνομη παράλειψη του τελευταίου να χορηγήσει σε αυτόν άδεια μετ’ Αριθμός απόφασης Α4768/2010.


ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
Τμήμα 3ο ΤΡΙΜΕΛΕΣ


Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 3 Μαρτίου 2010, με δικαστές τους: Ασπασία Κορωνιώτου, Πρόεδρο Πρωτοδικών Διοικητικών Δικαστηρίων, Αθανάσιο Σκουρλή, Εισηγητή, Πρωτοδίκη Διοικητικών Δικαστηρίων και Χρήστο Μουσούρο, Πάρεδρο Πρωτοδικών Διοικητικών Δικαστηρίων και γραμματέα τη Μαρκέλα Στρατάκου, δικαστική υπάλληλο.

Για να δικάσει την από 5 Δεκεμβρίου 2006 αγωγή.

Του ..., κατοίκου Περιστερίου Αττικής, ..., ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση, κατ΄ άρθρο 29 παρ.1 του Ν.2915/2001 της πληρεξουσίας δικηγόρου του Κυριακής Παπαϊωαννίδου.

Κατά του Ν.Π.Δ.Δ. «ΓΕΝΙΚΟ ΑΝΤΙΚΑΡΚΙΝΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ ΜΕΤΑΞΑ», το οποίο εκπροσωπείται από το Διοικητή του και παραστάθηκε με δήλωση, κατ΄ άρθρο 29 παρ.1 του Ν. 2915/2001 τηςπληρεξουσίας δικηγόρου του Μαρίας Αρβανίτη.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση, το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη


Αφού μελέτησε τη δικογραφία

Σκέφτηκε κατά το νόμο.


1. Επειδή, με την υπό κρίση αγωγή, για την οποία έχει καταβληθεί το ανάλογο δικαστικό ένσημο (βλ. το 15850/11.10.2010 διπλότυπο είσπραξης της Δ.Ο.Υ. Δ’ Αθηνών), όπως περιορίστηκε το αίτημά της με το κατατεθέν υπόμνημα, ζητείται παραδεκτώς να υποχρεωθεί το εναγόμενο ν.π.δ.δ. να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 35.871 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, ως αποζημίωση κατ’ άρθρο 106 Εισ.Ν.Α.Κ., για την υλική και ηθική βλάβη, που υπέστη ο ενάγων από την παράνομη συμπεριφορά του εναγόμενου.


2. Επειδή, ο Εισαγωγικός Νόμος του Αστικού Κώδικα ορίζει, στο άρθρο 105 ότι: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος" και στο άρθρο 106 ότι οι διατάξεις, μεταξύ άλλων, του προηγουμένου άρθρου "εφαρμόζονται και για την ευθύνη των δήμων, των κοινοτήτων ή άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που βρίσκονται στην υπηρεσία τους». Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, ευθύνη προς αποζημίωση γεννάται όχι μόνον από την έκδοση μη νόμιμης εκτελεστής διοικητικής πράξης ή από τη μη νόμιμη παράλειψη εκδόσεως τέτοιας πράξης, αλλά και από μη νόμιμες υλικές ενέργειες των οργάνων του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή από παραλείψεις οφειλομένων νομίμων υλικών ενεργειών αυτών, εφόσον οι υλικές αυτές ενέργειες ή παραλείψεις συνάπτονται με την οργάνωση και λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών ή των υπηρεσιών νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (βλ. Α.Ε.Δ. 5/1995, Σ.Τ.Ε. 3042/1992, 2463/1998, 2774/1999, 740/2001, κ.ά.). Περαιτέρω, από τις ίδιες διατάξεις συνάγεται ότι η ευθύνη προς αποζημίωση συντρέχει, όχι μόνον οσάκις με πράξη ή παράλειψη οργάνου της Διοίκησης παραβιάζεται συγκεκριμένη διάταξη νόμου αλλά και οσάκις παραλείπονται τα εκ της κειμένης εν γένει νομοθεσίας και τα κατά τα δεδομένα της κοινής πείρας και τις αρχές της καλής πίστης προσιδιάζοντα στην συγκεκριμένη υπηρεσία ιδιαίτερα καθήκοντα και υποχρεώσεις. Για την θεμελίωση δε της ευθύνης του Δημοσίου ή του Ν.Π.Δ.Δ. απαιτείται να υπάρχει και αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της κατά τα ανωτέρω παράνομης πράξης ή παράλειψης και της επελθούσης ζημίας (ΣτΕ 347, 4776/1997, 3102/1999) χωρίς, όμως, να απαιτείται να αποδειχθεί και υπαιτιότητα των οργάνων του οικείου ν.π., ενόψει της αντικειμενικής ευθύνης αυτού (πρβλ.ΣτΕ 740/2001). Εξάλλου, τα δικαστήρια της ουσίας πέραν των κονδυλίων που επιδικάζουν, κατά τις ως άνω διατάξεις του ΕισΝΑΚ, προς αποκατάσταση κάθε θετικής και αποθετικής ζημίας του παθόντος, δύνανται επί πλέον, να επιδικάσουν χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (ΣτΕ 2463/1998, 3081/2003), κατ’ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 932 του Αστικού Κώδικα, σύμφωνα με το οποίο «Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας του, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του. Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου η χρηματική ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης».


3. Επειδή, εξάλλου, στη διάταξη του άρθρου 4 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «1.Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. 2. Οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις. 3. ... ». Επίσης στη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 116 του Συντάγματος, όπως η παράγραφος αυτή ισχύει μετά την αναθεώρησή της με το Ψήφισμα της 6.4.2001 της Ζ` Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, ορίζεται ότι: «2. Δεν αποτελεί διάκριση λόγω φύλου η λήψη θετικών μέτρων για την προώθηση της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών. Το Κράτος μεριμνά για την άρση των ανισοτήτων που υφίστανται στην πράξη, ιδίως σε βάρος των γυναικών». Με την παράγραφο αυτή, πριν από την αναθεώρησή της, οριζόταν ότι «Αποκλίσεις από τους ορισμούς της παραγράφου 2 του άρθρου 4 επιτρέπονται μόνο για σοβαρούς λόγους, στις περιπτώσεις που ορίζει ειδικά ο νόμος». Περαιτέρω στη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 21 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «Η οικογένεια ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους, καθώς και ο γάμος, η μητρότητα και η παιδική ηλικία τελούν υπό την προστασία του Κράτους» και στη διάταξη της παραγράφου 5 του ιδίου άρθρου, που προστέθηκε με το προαναφερθέν Ψήφισμα της Ζ` Αναθεωρητικής Βουλής, ορίζεται ότι: «Ο σχεδιασμός και η εφαρμογή δημογραφικής πολιτικής καθώς και η λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων αποτελεί υποχρέωση του Κράτους». Τέλος, στη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 25 του Συντάγματος, όπως αυτή ισχύει μετά την αναθεώρησή της με το πιο πάνω Ψήφισμα της Ζ` Αναθεωρητικής Βουλής, ορίζεται ότι: «1. Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών, στις οποίες προσιδιάζουν. Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας».


4. Επειδή, περαιτέρω, όπως προκύπτει από τις διατάξεις της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 9.2.1976, ΕΕ, Ν. αριθμ. 39/40/14.12.1976, όπως ισχύει, θεσπίζεται, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα με αυτή, στα Κράτη – Μέλη (Κ.Μ) της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) η υποχρέωση της τήρησης της «αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, συμπεριλαμβανομένης και της επαγγελματικής προωθήσεως και την επαγγελματική εκπαίδευση, καθώς και τις συνθήκες εργασίας ...», απαγορευομένης «κάθε διακρίσεως που θεσπίζεται στο φύλο είτε άμεσα, είτε έμμεσα σε συσχετισμό ιδίως με την οικογενειακή κατάσταση», (βλ. άρθρο 1 και επ. της πιο πάνω οδηγίας, βλ. σχετικά ΔΕΚ 18.3.2004 Gοmez, C-342/01, 3.2.2000, Mahlburg C-207/98, M. Boyle C-411/96 κ.α., ΣτΕ1/2006).


5. Επειδή, με βάση το άρθρο 4 (παρ. 2) της Συμφωνίας για την Κοινωνική Πολιτική, που συνήφθη στο Μάαστριχτ, στις 7-2-1992 μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης και κυρώθηκε, μαζί με την Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, με το άρθρο πρώτο του ν. 2077/1992 (ΦΕΚ 136 Α`), εκδόθηκε η Οδηγία 96/34/ΕΚ του Συμβουλίου της 3.6.1996, (ΕΕ L αριθμ. 145/4/19.6.1996), σχετικά με τη συμφωνία – πλαίσιο για τη γονική άδεια, που συνήφθη στις 14.12.1995, από τις διεπαγγελματικές οργανώσεις γενικού χαρακτήρος (UNICE, CEEP και C.E.S.), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/75/ΕΚ του Συμβουλίου της 15.12.1997 (ΕΕ L αριθμός 16/16.1.1998). Με την Οδηγία αυτή, που αποσκοπούσε στην υλοποίηση της συναφθείσας από τις παραπάνω διεπαγγελματικές οργανώσεις συμφωνίας–πλαισίου (άρθρο 1), ορίσθηκε ότι τα κράτη μέλη έχουν υποχρέωση να θέσουν σε ισχύ τις αναγκαίες για την συμμόρφωση νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις έως την 3-6-1998 ή ένα έτος αργότερα. Η εν λόγω συμφωνία των διεπαγγελματικών οργανώσεων, που συνδημοσιεύθηκε σε παράρτημα, στην επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, προέβλεπε τα εξής: «9. Η παρούσα συμφωνία αποτελεί συμφωνία πλαίσιο που ορίζει τους ελάχιστους κανόνες και διατάξεις για τη γονική άδεια, διαφορετικής της άδειας μητρότητας ... Ρήτρα 2: Γονική άδεια 1. Δυνάμει της παρούσας συμφωνίας, παρέχεται ατομικό δικαίωμα γονικής άδειας στους εργαζόμενους, άνδρες και γυναίκες, λόγω γέννησης ή υιοθεσίας παιδιού, ώστε να μπορέσουν να ασχοληθούν με το παιδί αυτό τουλάχιστον επί τρεις μήνες, μέχρι μιας ηλικίας, η οποία μπορεί να φθάσει μέχρι τα 8 έτη και προσδιορίζεται από τα κράτη μέλη ή και τους κοινωνικούς εταίρους». Με τις διατάξεις της ανωτέρω οδηγίας καθιερώνεται για τα κράτη–μέλη της ΕΕ «η αρχή της εναρμόνισης (συμφιλίωσης) της επαγγελματικής με την οικογενειακή ζωή», ως φυσικό συμπλήρωμα της αρχής της ίσης μεταχείρισης μεταξύ ανδρών και γυναικών, αλλά και ως μέσο για την ουσιαστική εφαρμογή της, με την αναγνώριση στους εργαζόμενους τόσο στο δημόσιο, όσο και στον ιδιωτικό τομέα, άνδρες και γυναίκες, αντίστοιχου προσωπικού δικαιώματος, να λαμβάνουν γονική άδεια, για να μπορούν να ασχοληθούν με την ανατροφή των τέκνων τους, ώστε να καθίσταται στην πράξη εφικτός, τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες, ο συνδυασμός των επαγγελματικών ευθυνών με τις οικογενειακές τους υποχρεώσεις και ειδικότερα να ενθαρρυνθούν οι άνδρες «να αναλάβουν ίσο μέρος των οικογενειακών ευθυνών», λαμβάνοντας γονική άδεια, για να ασχοληθούν και αυτοί με την ανατροφή των τέκνων τους (πρβλ. ΣτΕ 1/2006, 3405/2006).


6. Επειδή, εξ άλλου, στην μεν διάταξη του άρθρου 51 του Υπαλληλικού Κώδικα (ν. 2683/1999, Α` 19) ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής : «Aρθρο 51. Aδειες χωρίς αποδοχές. 1. Επιτρέπεται η χορήγηση στον υπάλληλο, μετά από αίτησή του, άδειας άνευ αποδοχών, εφόσον οι ανάγκες της υπηρεσίας το επιτρέπουν. Η άδεια αυτή δεν μπορεί να υπερβεί τον ένα (1) μήνα εντός του ίδιου ημερολογιακού έτους. 2. Στους υπαλλήλους επιτρέπεται η χορήγηση άδειας άνευ αποδοχών συνολικής διάρκειας έως δύο (2) ετών, ύστερα από αίτησή τους και γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου, για σοβαρούς ιδιωτικούς λόγους. 3  . … 4  … 5 … 6 …», στην δε διάταξη του άρθρου 52 παρ. 1 του προαναφερθέντος Κώδικα ορίζονται τα εξής : «Aρθρο 52. Aδειες μητρότητας. 1. Στις υπαλλήλους οι οποίες κυοφορούν χορηγείται άδεια μητρότητας με πλήρεις αποδοχές δύο (2) μήνες πριν και τρεις (3) μήνες μετά τον τοκετό. Η άδεια λόγω κυοφορίας χορηγείται ύστερα από βεβαίωση του θεράποντα γιατρού για τον πιθανολογούμενο χρόνο τοκετού». Περαιτέρω, στην διάταξη του άρθρου 53 του ίδιου Κώδικα ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής : «Aρθρο 53. Διευκολύνσεις υπαλλήλων με οικογενειακές υποχρεώσεις. 1. Η προβλεπόμενη από την παρ. 2 του άρθρου 51 άδεια χορηγείται υποχρεωτικά, χωρίς γνώμη υπηρεσιακού συμβουλίου, όταν πρόκειται για ανατροφή παιδιού ηλικίας έως και έξι (6) ετών. 2. Στις μητέρες υπαλλήλους ο χρόνος εργασίας μειώνεται κατά δύο (2) ώρες ημερησίως, εφόσον έχουν τέκνα ηλικίας έως δύο (2) ετών, και κατά μία (1) ώρα, εφόσον έχουν τέκνα ηλικίας από δύο (2) έως τεσσάρων (4) ετών. Η μητέρα υπάλληλος δικαιούται εννέα (9) μήνες άδεια με αποδοχές για ανατροφή παιδιού, εφόσον δεν κάνει χρήση του κατά το προηγούμενο εδάφιο μειωμένου ωραρίου. 3. Όταν ο ένας γονέας λάβει την άδεια της παρ. 1 ο άλλος δεν έχει δικαίωμα να κάνει χρήση των διευκολύνσεων της παρ. 2 για το ίδιο διάστημα. 4. Σε περίπτωση διάστασης, διαζυγίου, χηρείας ή γέννησης τέκνου χωρίς γάμο των γονέων του, την άδεια της παρ. 1 δικαιούται ο γονέας που ασκεί τη γονική μέριμνα. 5 . …  6. …».


7. Επειδή, οι προαναφερθείσες διατάξεις ερμηνευόμενες, περαιτέρω, υπό το φώς τόσο της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής της ισότητας των δύο φύλων όσο και των προαναφερθεισών αρχών του κοινοτικού δικαίου περί της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών αλλά και της εναρμονίσεως μεταξύ της επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής, πρέπει να θεωρηθεί ότι έχουν εφαρμογή όχι μόνο για την μητέρα δημόσια υπάλληλο αλλά και για τον πατέρα δημόσιο υπάλληλο, ο οποίος δικαιούται επίσης να ζητήσει να του χορηγηθεί η προβλεπομένη από την διάταξη της παρ. 2 εδ. β` του άρθρου 53 του Υ.Κ., κατά τα ειδικότερα οριζόμενα σ` αυτή, ειδική άδεια μετ` αποδοχών διαρκείας εννέα μηνών προκειμένου να ασχοληθεί με την ανατροφή του τέκνου του (πρβλ. ΔΕΚ 13.11.1990 Marleasing C 106-89, 30.4.1998, ThibaultC-136/95, 17.4.1997, ΔΕΗ κατά Eβρενοπούλου C 147-95 13.7.2000, Centrosteel C-456/98, 29.11.2001, Griesmar C 366/99, παράβ. επίσης ΣτΕ Ολομ. 1917-1929/1998 και ΣτΕ 2435/1997, 1379/1998 βλ. ακόμη και ΑΕΔ 3/2001, ΣτΕ 1/2006).


8. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: ο ενάγων είναι μόνιμος υπάλληλος του ν.π.δ.δ με την επωνυμία «Ειδικό Αντικαρκινικό Νοσοκομείο Πειραιά – Μεταξά», κατηγορίας Δ.Ε., κλάδου Τεχνικού, με ειδικότητα μηχανοτεχνίτη και πατέρας δύο τέκνων, που γεννήθηκαν στις 22.02.2003 και 19.01.2005 (βλ. το 7682/17.11.2006 πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης του Δήμου Αθαμανίας του νομού Aρτας). Με την 3619/28.02.2005 αίτησή του προς τη διοίκηση του εναγομένου ζήτησε την χορήγηση σε αυτόν της γονικής άδειας μετ’ αποδοχών, που προβλέπεται από το άρθρο 53 παρ. 2 εδ. β’ του Υπαλληλικού Κώδικα για το πρώτο παιδί του. Επί της αίτησης αυτής δεν υπήρξε απάντηση από τη διοίκηση του εναγομένου. Ακολούθως, με την 14/09.01.2006 απόφαση του Διοικητή του Νοσοκομείου εγκρίθηκε, κατόπιν νέας αίτησης  του ενάγοντα, άδεια άνευ αποδοχών διάρκειας εννέα μηνών από 19.01.2006 έως 19.10.2006 για ανατροφή τέκνου (βλ. την 18813/07.09.2009 βεβαίωση του εναγομένου). Εν συνεχεία, με την 2064/03.02.2006 αίτησή του προς τη διοίκηση του εναγομένου, ο ενάγων ζήτησε εκ νέου την χορήγηση σε αυτόν της γονικής άδειας μετ’ αποδοχών, που προβλέπεται από το άρθρο 53 παρ. 2 εδ. β’ του Υπαλληλικού Κώδικα. Και επί της αίτησης αυτής δεν υπήρξε απάντηση από τη διοίκηση του εναγομένου για το δεύτερο παιδί του.  Ήδη με την κρινόμενη αγωγή, ο ενάγων υποστηρίζει ότι παρανόμως δεν του χορηγήθηκε από τη διοίκηση του νοσοκομείου γονική άδεια μετ’ αποδοχών και για τα δύο του τέκνα, όπως προβλέπεται από το νόμο για τις μητέρες υπαλλήλους και ζητεί να αποζημιωθεί με το ποσό των 35.871 ευρώ για τη ζημία που υπέστη, ήτοι ποσό 10.332 ευρώ για τις αποδοχές, που αντιστοιχούν στο χρονικό διάστημα της άδειας άνευ αποδοχών που του χορηγήθηκε, ποσό 10.539 ευρώ για τις αποδοχές της γονικής άδειας μετ’ αποδοχών, που έπρεπε να του χορηγηθεί για το δεύτερο τέκνο του και ποσό 15.000 ευρώ για την ηθική βλάβη, που υπέστη από την παράνομη συμπεριφορά του εναγομένου. Ειδικότερα, ο ενάγων προβάλλει ότι η παράλειψη των οργάνων του εναγομένου να του χορηγήσουν την προβλεπόμενη από το άρθρο 53 παρ. 2 εδ. β’ του Υπαλληλικού Κώδικα γονική άδεια μετ’ αποδοχών για κάθε ένα από τα δύο τέκνα του είναι παράνομη, διότι είναι αντίθετη στο άρθρο 21 παρ. 1 του Συντάγματος, όπου κατοχυρώνεται η προστασία της οικογένειας και η εφαρμογή δημογραφικής πολιτικής, στο άρθρο 4 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος περί ισότητας και ειδικότερα της ισότητας των φύλων, στις οδηγίες 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 9.2.1976 περί ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών και απαγόρευσης κάθε διάκρισης που στηρίζεται στο φύλο  και  96/34/ΕΚ του Συμβουλίου της 3.6.1996 περί υλοποίησης της συμφωνίας – πλαισίου για τη γονική άδεια καθώς και στο νόμο 2101/1992 (Α’ 192), με τον οποίο κυρώθηκε  η Διεθνής Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού. Προς απόδειξη των ισχυρισμών του προσκομίζει μεταξύ άλλων το 7682/17.11.2006 πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης του Δήμου Αθαμανίας του νομούʼρτας, την 18813/07.09.2009 βεβαίωση του εναγομένου για την χορήγηση στον ενάγοντα  εννεάμηνης άδειας άνευ αποδοχών για την ανατροφή τέκνου, βεβαίωση του Κέντρου ξένων γλωσσών «... και Σια Ο.Ε.» ότι η σύζυγός του, ..., απασχολείται στο εν λόγω κέντρο από το Σεπτέμβριο του 2000 και δεν έχει κάνει χρήση των διευκολύνσεων τέκνων, τις 4/2006/3162/15.02.2205 και 4/2006/3163/16.02.2005 αποφάσεις του Διευθυντή του Τοπικού Υποκαταστήματος ΙΚΑ Αγίου Ιεροθέου, με τις οποίες χορηγήθηκε στην ως άνω επίδομα μητρότητας και βοήθημα τοκετού αντίστοιχα, την αναλυτική κατάσταση μισθοδοσίας Ιανουαρίου 2006, στην οποία οι ακαθάριστες αποδοχές του ενάγοντα ανέρχονταν στο ποσό των 1.148 ευρώ και την από 31.12.2006 βεβαίωση του εναγόμενου για τις ακαθάριστες αποδοχές του ενάγοντα το Δεκέμβριο του 2006, που ανέρχονταν στο ποσό των 1.171 ευρώ.


9. Επειδή, όπως εκτέθηκε ανωτέρω στην έβδομη σκέψη, ερμηνεύοντας την παρ. 2 εδ. β' του άρθρου 53 του Υπαλληλικού Κώδικα σύμφωνα με την συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας των φύλων και τις προαναφερθείσες αρχές του κοινοτικού δικαίου περί της ίσης μεταχείρισης μεταξύ ανδρών και γυναικών αλλά και της εναρμόνισης μεταξύ της επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής, πρέπει να γίνει δεκτό ότι και ο πατέρας δημόσιος υπάλληλος δικαιούται την ειδική άδεια μετ` αποδοχών διαρκείας εννέα μηνών, που η ως άνω διάταξη προβλέπει για τις μητέρες δημόσιες υπαλλήλους, προκειμένου να ασχοληθεί με την ανατροφή του τέκνου του, εφόσον η σύζυγός του δεν κάνει χρήση της άδειας αυτής. Κατά συνέπεια, εν προκειμένω, παρανόμως  τα αρμόδια όργανα του εναγομένου απέρριψαν σιωπηρά τις αιτήσεις του ενάγοντα και δεν του χορήγησαν την ανωτέρω γονική άδεια μετ’ αποδοχών για τα δύο τέκνα του. Περαιτέρω, ο ενάγων υπέστη ζημία, κατά το διάστημα που βρισκόταν σε άδεια άνευ αποδοχών για την ανατροφή του τέκνου του, ίση με το ποσό των αποδοχών που θα ελάμβανε  εάν του είχε χορηγηθεί, κατά τα ανωτέρω, άδεια μετ’ αποδοχών για το ίδιο διάστημα. Ως αβάσιμη όμως πρέπει να απορριφθεί η αξίωση του ενάγοντα να αποζημιωθεί για τη ζημία που υπέστη από την απόρριψη της αίτησης γονικής άδειας για το δεύτερο τέκνο. Και τούτο διότι δεν έλαβε άδεια άνευ αποδοχών για το δεύτερο τέκνο αλλά συνέχισε να απασχολείται και να αμείβεται κανονικά από την υπηρεσία του ούτε προκύπτει, από τα στοιχεία που προσκομίζονται, ότι υπεβλήθη σε πρόσθετες δαπάνες για την φροντίδα του τέκνου ή υπέστη κάποιου άλλου είδους θετική ή αποθετική ζημία. Επιπλέον δεν στοιχειοθετείται αδικαιολόγητος πλουτισμός του εναγομένου από την μη χορήγηση στον ενάγοντα της γονικής άδειας για το δεύτερο τέκνο καθώς δεν πιθανολογείται, με βάση τα προσκομιζόμενα στοιχεία, ότι το εναγόμενο θα προσελάμβανε κάποιον άλλο μισθωτό στη θέση του κατά το διάστημα της γονικής άδειας και κατέστη κατά τον τρόπο αυτό πλουσιότερο από τη μη χορήγηση της αιτούμενης γονικής άδειας στον ενάγοντα. Τέλος, ως αβάσιμη πρέπει να απορριφθεί και η αξίωση του ενάγοντα για την αποζημίωση της ηθικής βλάβης, που κατά τους ισχυρισμούς του υπέστη από την σιωπηρή απόρριψη των αιτήσεών του για χορήγηση της γονικής άδειας, διότι ο ενάγων δεν έπαθε προσβολή της υγείας του ή της τιμής του ούτε στερήθηκε την ελευθερία του, οι ισχυρισμοί του δε ότι από τις ένδικες παραλείψεις χορήγησης γονικής άδειας του γεννήθηκαν αισθήματα ενοχής για πατρική ανεπάρκεια  και αδυναμία του να προσφέρει στα τέκνα του τα προσήκοντα αγαθά για την ομαλή τους ψυχοσωματική τους ανάπτυξη καθώς και θλίψης και άδικης διάκρισης στο πρόσωπό του σε σχέση με τις μητέρες υπαλλήλους δεν κρίνονται βάσιμοι. Συμπερασματικά, το εναγόμενο ν.π.δ.δ. πρέπει να αποζημιώσει τον ενάγοντα για την παράνομη στέρηση των αποδοχών του κατά το διάστημα της άνευ αποδοχών άδειας, που του χορήγησε και να καταβάλει στον ενάγοντα, ως αποζημίωση, το ποσό των ακαθάριστων αποδοχών για το χρονικό διάστημα της άνευ αποδοχών άδειας, από 19.01.2006 έως 19.10.2006, ήτοι ποσό 10.332 ευρώ (9 μήνες Χ 1.148 ευρώ).


10. Επειδή, κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η κρινόμενη αγωγή πρέπει αν γίνει εν μέρει δεκτή, να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα, ως ακαθάριστες αποδοχές, το ποσό των 10.332 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής  και έως την εξόφληση και να συμψηφιστεί η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων λόγω της μερικής νίκης και μερικής ήττας αυτών (άρθρο 275 παρ. 1 ΚΔΔ).

Για τους λόγους αυτούς

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

Υποχρεώνει το ν.π.δ.δ με την επωνυμία «Ειδικό Αντικαρκινικό Νοσοκομείο Πειραιά – Μεταξά» να καταβάλει στον ενάγοντα, ως ακαθάριστες αποδοχές, το ποσό των 10.332 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής  και έως την εξόφληση.
Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 6-10-2010.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                 Ο ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ
ΑΣΠΑΣΙΑ ΚΟΡΩΝΙΩΤΟΥ        ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΣΚΟΥΡΛΗΣ

Η απόφαση δημοσιεύτηκε στον ίδιο τόπο στις 29-11-2010 σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο με άλλη σύνθεση λόγω αλλαγής στη σύνθεση του Τμήματος.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΝΝΑ ΜΥΛΩΝΑ                      ΜΑΡΚΕΛΑ ΣΤΡΑΤΑΚΟΥ