Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2011

Α.Π.Δ. 22/2010. Δικαίωμα πρόσβασης πατέρα στα ιατρικά δεδομένα της ανήλικης κόρης του.


Α Π Ο Φ Α Σ Η   22/2010
Δικαίωμα πρόσβασης πατέρα στα ιατρικά δεδομένα της ανήλικης κόρης του. Παροχή αδείας σε μαιευτική κλινική, ως υπεύθυνο επεξεργασίας, να χορηγήσει στον ίδιο, ως τρίτο αιτούντα, τα ζητηθέντα από τον ίδιο ευαίσθητα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα της εν διαστάσει συζύγου του, τα οποία αφορούν την κατάστασή της κατά την κυοφορία της ανήλικης θυγατέρας τους, για δικαστική χρήση (άσκηση αγωγής προσβολής της πατρότητας).


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ
ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ

Ταχ. Δ/νση:   ΚΗΦΙΣΙΑΣ  1-3    115 23  ΑΘΗΝΑ

ΤΗΛ.:              210-6475600   FAX:                210-6475628

Αθήνα, 31-03-2010
Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/2091/31-03-2010

  

Α Π Ο Φ Α Σ Η   22/2010
(Τμήμα)

Η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα συνεδρίασε σε σύνθεση Τμήματος στην έδρα της τη 15/03/2010 και ώρα 10:00, μετά από πρόσκληση του Προέδρου της, προκειμένου να εξετάσει την υπόθεση που αναφέρεται στο ιστορικό της παρούσας. Παρέστησαν οι Χρήστος Παληοκώστας, Αναπληρωτής Πρόεδρος, κωλυομένου του Προέδρου της Αρχής Χρίστου Γεραρή, και τα αναπληρωματικά μέλη της Αρχής Πέτρος Τσαντίλας, ως εισηγητής, και Γρηγόρης Λαζαράκος. Εξάλλου, δεν παρέστησαν λόγω κωλύματος, αν και εκλήθησαν νομίμως εγγράφως, τα τακτικά μέλη της Αρχής Λεων. Κοτσαλής και Αν. Πράσσος, οι οποίοι αντικαταστάθηκαν αντίστοιχα από τα προαναφερόμενα αναπληρωματικά μέλη της Αρχής. Επίσης, δεν παρέστησαν λόγω κωλύματος, αν και εκλήθησαν νομίμως εγγράφως, το τακτικό μέλος της Αρχής Αν. – Ιωάν. Μεταξάς και ο αναπληρωτής αυτού Δημήτριος Λιάππης, Στη συνεδρίαση παρέστη, με εντολή του Προέδρου, ο Δημήτρης Ζωγραφόπουλος, δικηγόρος (ΔΝ) – νομικός ελεγκτής, ως βοηθός εισηγητή. Επίσης, παρέστη, με εντολή του Προέδρου, και η Ειρήνη Παπαγεωργοπούλου, υπάλληλος του Διοικητικού – Οικονομικού Τμήματος της Αρχής, ως γραμματέας.
Η Αρχή έλαβε υπόψη τα ακόλουθα:
Με την υπ’ αρ. πρωτ. Γ/ΕΙΣ/5557/22-09-2009 αίτηση του Α, η οποία υποβλήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αλεξάνδρα Λιαράκου, ζητείται από την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα να χορηγήσει στην Κλινική «ΙΑΣΩ», ως υπεύθυνο επεξεργασίας, την προβλεπόμενη από το άρθρο 7 παρ. 2 άδεια επεξεργασίας ευαίσθητων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, για τη διαβίβαση στον ίδιο ιατρικών δεδομένων της συζύγου του Β και της ανήλικης θυγατέρας τους Γ, που τηρούνται στα αρχεία του, για δικαστική χρήση.
Μετά από εξέταση των προαναφερομένων στοιχείων, αφού διάβασε τα πρακτικά της συνεδρίασης της 15/03/2010, άκουσε την πρόταση του εισηγητή και του βοηθού εισηγητή, και κατόπιν διεξοδικής συζήτησης,
Η Αρχή, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
1) Τις διατάξεις του Συντάγματος, και ιδίως εκείνες των άρθρων 2 παρ. 1, 5 παρ. 1, 9Α, 20, 25, 26, και 28,
2) Τις διατάξεις του Ν. 2472/1997 για την Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, που ενσωμάτωσε στην ελληνική έννομη τάξη εκείνες της Οδηγίας 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, καθώς και τις διατάξεις της Οδηγίας αυτής,
3) Τις διατάξεις του Ν. 3418/2005 για τον Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας,
4) Τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα, και, ιδίως, εκείνες των άρθρων 1461επ.

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

1. Επειδή, το άρθρο 2 του Ν. 2472/1997 ορίζει, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου νοούνται ως: α) Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων. Δεν λογίζονται ως δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα στατιστικής φύσεως συγκεντρωτικά στοιχεία, από τα οποία δεν μπορούν πλέον να προσδιορισθούν τα υποκείμενα των δεδομένων. β) Ευαίσθητα δεδομένα, τα δεδομένα που αφορούν τη φυλετική ή εθνική προέλευση, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, τη συμμετοχή σε  συνδικαλιστική οργάνωση, στην υγεία, στην κοινωνική πρόνοια και στην ερωτική ζωή,  στα σχετικά με ποινικές διώξεις ή καταδίκες, καθώς και στη συμμετοχή σε συναφείς με τα ανωτέρω ενώσεις προσώπων.γ) Υποκείμενο των δεδομένωντο φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα, και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, δηλαδή μπορεί να προσδιορισθεί αμέσως ή εμμέσως, ιδίως βάσει αριθμού ταυτότητας ή βάσει ενός η περισσότερων συγκεκριμένων στοιχείων που χαρακτηρίζουν την υπόστασή του από άποψη φυσική, βιολογική, ψυχική, οικονομική, πολιτιστική, πολιτική ή κοινωνική. (…) θ) Τρίτος, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία, ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, εκτός από το υποκείμενο των δεδομένων, τον υπεύθυνο επεξεργασίας και τα πρόσωπα που είναι εξουσιοδοτημένα να επεξεργάζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, εφόσον ενεργούν υπό την άμεση εποπτεία ή για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας. (…)».
2. Επειδή, η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Ν. 2472/1997, εναρμονιζόμενη, ιδίως, με τις διατάξεις των άρθρων 9Α, 25 παρ. 1 και 28 του Συν/τος, 8 και 7 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και 6 της Οδηγίας 95/46/ΕΕ, ρητά ορίζει ότι: «Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας πρέπει: α) Να συλλέγονται κατά τρόπο θεμιτό και νόμιμο για καθορισμένους, σαφείς και νόμιμους σκοπούς και να υφίστανται θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία ενόψει των σκοπών αυτών. β) Να είναι συναφή, πρόσφορα, και όχι περισσότερα από όσα κάθε φορά απαιτείται εν όψει των σκοπών της επεξεργασίας.(…)». Καθιερώνονται, λοιπόν, ως θεμελιώδεις προϋποθέσεις για τη νομιμότητα κάθε επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και για τη νομιμότητα της σύστασης και λειτουργίας κάθε αρχείου, οι αρχές του σκοπού της επεξεργασίας και της αναλογικότητας των δεδομένων σε σχέση πάντα με το σκοπό επεξεργασίας. Συνεπώς, κάθε επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, που γίνεται πέραν του επιδιωκόμενου σκοπού ή η οποία δεν είναι πρόσφορη και αναγκαία για την επίτευξή του, δεν είναι νόμιμη.
3. Επειδή, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 5 και 7 του Ν. 2472/1997 προκύπτει ότι η συλλογή και κάθε περαιτέρω επεξεργασία απλών και ευαίσθητων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται, καταρχήν, εφόσον το υποκείμενο των δεδομένων έχει δώσει τη συγκατάθεσή του. Ωστόσο, η συλλογή και κάθε περαιτέρω επεξεργασία τόσο των απλών όσο και των ευαίσθητων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται, κατ’ εξαίρεση, και χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου τους, στις περιπτώσεις που περιοριστικά προβλέπει ο νόμος. Ειδικότερα, επιτρέπεται για τα μεν απλά δεδομένα, ιδίως, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 5 παρ. 2 στοιχ. (ε΄) και για τα ευαίσθητα δεδομένα, ιδίως, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 7 παρ. 2 στοιχ. (γ΄) του Ν. 2472/1997. Όπως παγίως έχει κρίνει η Αρχή, οι όροι και προϋποθέσεις της νομιμότητας επεξεργασίας ευαίσθητων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 7 παρ. 2 στοιχ. (γ΄) του Ν. 2472/1997, εφαρμόζονται κατά μείζονα λόγο και στην επεξεργασία απλών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (Βλ., ιδίως, τις αποφάσεις της Αρχής 27/2001, 75/2001, 83/2001, 8/2003, 61/2003, 8/2005, 9/2005, 75/2005, 25/2006, 38/2006, 1/2009, 2/2009, 10/2009, 37/2009, 2/2010 και 3/2010).
4. Επειδή, επιπλέον, το άρθρο 11 παρ. 3 του Ν. 2472/1997 ρητά ορίζει ότι «εάν τα δεδομένα ανακοινώνονται σε τρίτους, το υποκείμενο ενημερώνεται για την ανακοίνωση πριν από αυτούς».
5. Επειδή, το άρθρο 14 του Ν. 3418/2005 σχετικά με τον Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι: «1. Ο ιατρός υποχρεούται να τηρεί ιατρικό αρχείο, σε ηλεκτρονική ή μη μορφή, το οποίο περιέχει δεδομένα που συνδέονται αρρήκτως ή αιτιωδώς με την ασθένεια ή  την υγεία των ασθενών του. Για την τήρηση του αρχείου αυτού και την επεξεργασία των δεδομένων του εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 2472/1997 (ΦΕΚ 50 Α'). 2. Τα ιατρικά αρχεία πρέπει να περιέχουν το ονοματεπώνυμο, το πατρώνυμο, το φύλο, την ηλικία, το επάγγελμα, τη διεύθυνση του ασθενή, τις ημερομηνίες της επίσκεψης, καθώς και κάθε άλλο ουσιώδες στοιχείο που συνδέεται με την παροχή φροντίδας στον ασθενή, όπως, ενδεικτικά και ανάλογα με την ειδικότητα, τα ενοχλήματα της υγείας του και το λόγο της επίσκεψης, την πρωτογενή και δευτερογενή διάγνωση ή την αγωγή που ακολουθήθηκε. 3. Οι κλινικές και τα νοσοκομεία τηρούν στα ιατρικά τους αρχεία και τα αποτελέσματα όλων των κλινικών και παρακλινικών εξετάσεων. 4. Η υποχρέωση διατήρησης των ιατρικών αρχείων ισχύει: α) στα ιδιωτικά ιατρεία και τις λοιπές μονάδες πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας του ιδιωτικού τομέα, για μία δεκαετία από την τελευταία επίσκεψη του ασθενή και β) σε κάθε άλλη περίπτωση, για μία εικοσαετία από την τελευταία επίσκεψη του ασθενή. (…) 6. Ο ιατρός τηρεί τα επαγγελματικά του βιβλία με τέτοιο τρόπο, ώστε να εξασφαλίζεται το ιατρικό απόρρητο και η προστασία των προσωπικών δεδομένων. 7. Στα ιατρικά αρχεία δεν πρέπει να αναγράφονται κρίσεις ή σχολιασμοί για τους ασθενείς, παρά μόνον εάν αφορούν στην ασθένεια τους. 8. Ο ασθενής έχει δικαίωμα πρόσβασης στα ιατρικά αρχεία, καθώς και λήψης αντιγράφων του φακέλου του. Το δικαίωμα αυτό, μετά το θάνατο του, ασκούν οι κληρονόμοι του, εφόσον είναι συγγενείς μέχρι τετάρτου βαθμού. 9. Δεν επιτρέπεται σε τρίτο η πρόσβαση στα ιατρικά αρχεία ασθενή. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η πρόσβαση: α) στις δικαστικές και εισαγγελικές αρχές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους αυτεπάγγελτα ή μετά από αίτηση τρίτου που επικαλείται έννομο συμφέρον και σύμφωνα με τις νόμιμες διαδικασίες, β) σε άλλα όργανα της Ελληνικής Πολιτείας, που με βάση τις καταστατικές τους διατάξεις έχουν τέτοιο δικαίωμα και αρμοδιότητα. 10. Ο ασθενής έχει το δικαίωμα πρόσβασης, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις, στα εθνικά ή διεθνή αρχεία στα οποία έχουν εισέλθει τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που τον αφορούν».
6. Επειδή, τέλος, το άρθρο 1465 παρ. 1 ΑΚ ορίζει ότι : «Το τέκνο που γεννήθηκε κατά τη διάρκεια του γάμου της μητέρας του ή μέσα σε τριακόσιες ημέρες από τη λύση ή την ακύρωσή του τεκμαίρεται ότι έχει πατέρα τον σύζυγο της μητέρας (τέκνο γεννημένο σε γάμο)». Εξάλλου, το άρθρο 1469 ΑΚ ορίζει ότι: «Την ιδιότητα του τέκνου ως γεννημένου σε γάμο μπορούν να προσβάλλουν: 1. ο σύζυγος της μητέρας. 2. Ο πατέρας ή η μητέρα του συζύγου, αν αυτός πέθανε χωρίς να έχει χάσει το δικαίωμα της προσβολής. 3. Το τέκνο. 4. Η μητέρα του τέκνου. 5. Ο άνδρας με τον οποίο η μητέρα, βρισκόμενη σε διάσταση με το σύζυγό της, είχε μόνιμη σχέση με σαρκική συνάφεια κατά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψης. Η προσβολή γίνεται από το δικαιούμενο αυτοπροσώπως ή από ειδικό πληρεξούσιό του ή, μετά από άδεια του δικαστηρίου, από το νόμιμο αντιπρόσωπό του».
7. Επειδή, στην υπό κρίση υπόθεση, ο Α, δια της πληρεξουσίας δικηγόρου του Αλεξάνδρας Λιαράκου, ζητεί από την Αρχή να χορηγήσει στην Κλινική «ΙΑΣΩ», ως υπεύθυνο επεξεργασίας, την προβλεπόμενη από το άρθρο 7 παρ. 2 άδεια επεξεργασίας ευαίσθητων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, για τη διαβίβαση στον ίδιο ιατρικών δεδομένων της εν διαστάσει συζύγου του Β και της ανήλικης θυγατέρας τους Γ, που τηρούνται στα αρχεία του, για δικαστική χρήση. Ειδικότερα, ο Α ισχυρίζεται ότι προτίθεται να εγείρει, προς το καθ’ ύλη αρμόδιο δικαστήριο, αγωγή και να προσβάλει την πατρότητα της ανήλικης θυγατέρας του, που γεννήθηκε πρόωρα την 14/08/2006 στην Κλινική «ΙΑΣΩ», διότι, κατά τους ισχυρισμούς του, η εν διαστάσει σύζυγος του Β, μόλις πληροφορήθηκε ότι άσκησε εναντίον της τη με αριθμό κατάθεσης 4278/27-03-2009 αίτησή του προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων ) και αιτούταν το να καθοριστούν ημέρες και ώρες επικοινωνίας του με την ανήλικη θυγατέρα τους, του δήλωσε ότι η ανήλικη θυγατέρα τους δεν είναι δικό του παιδί και εκ του λόγου αυτού δεν χρειάζεται να επικοινωνεί μαζί της. Ως συνέπεια της δήλωσης αυτής της συζύγου του, ο Α, με δήλωση του στο ακροατήριο κατά τη δικάσιμο της 22/07/2009, παραιτήθηκε από το δικόγραφο της περί επικοινωνίας αίτησης του, έως ότου το καθ’ ύλη αρμόδιο δικαστήριο (Πολυμελές Πρωτοδικείο) αποφανθεί για το εαν ο ίδιος είναι (ή όχι) ο βιολογικός πατέρας της ανήλικης Γ. Για το σκοπό αυτό, ο Α ζητεί την πρόσβαση σε όλα τα ιατρικά στοιχεία, που συγκροτούν το φάκελο παρακολούθησης της εγκύου Β και την κατάσταση του κυοφορούμενου (γνωματεύσεις ιατρών , ιατρικές και αιματολογικές εξετάσεις της εγκύου και του εμβρύου, κλπ.), ο οποίος τηρείται στα αρχεία της Κλινικής «ΙΑΣΩ». Εξάλλου, ο Α, με την από 16/03/2010 υπεύθυνη δήλωσή του, που υποβλήθηκε στην Αρχή (με αρ. πρωτ. Γ/ΕΙΣ/1707/17-03-2010), δήλωσε ότι επισκέφτηκε αυτοπροσώπως την Κλινική «ΙΑΣΩ», προκειμένου να λάβει αντίγραφα των ως άνω εγγράφων αλλά ο αρμόδιος υπάλληλος, επικαλούμενος το ιατρικό απόρρητο, αρνήθηκε να του τα χορηγήσει.
8. Επειδή, στα ως άνω ζητηθέντα από τον Α στοιχεία που συγκροτούν το φάκελο παρακολούθησης της εγκύου Β και την κατάσταση του κυοφορούμενου και τηρούνται στα αρχεία της Κλινικής «ΙΑΣΩ»., ως υπευθύνου επεξεργασίας, περιλαμβάνονται τόσο απλά όσο και ευαίσθητα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα των υποκειμένου τους, δηλαδή της Β και της ανήλικης θυγατέρας τους Γ.
9. Επειδή, καταρχάς, ο Α ζητεί την πρόσβαση σε απλά και ευαίσθητα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα της ανήλικης Γ, που τηρούνται στα αρχεία της Κλινικής «ΙΑΣΩ»., ως υπευθύνου επεξεργασίας. Στα δεδομένα αυτά ο Α έχει δικαίωμα πρόσβασης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 12 του Ν. 2472/1997. Και τούτο, διότι στην υπό κρίση περίπτωση – ανεξάρτητα από το εάν, στη συνέχεια, ο Α ασκήσει ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου αγωγή για προσβολή της πατρότητας της ανήλικης Γ και η αγωγή αυτή κριθεί βάσιμη – τυγχάνει προς το παρόν εφαρμογής το τεκμήριο του άρθρου 1465 παρ. 1 ΑΚ και η ανήλικη Γ τεκμαίρεται ότι έχει πατέρα το σύζυγο της μητέρας της, δηλαδή τον Α.  Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 1510 ΑΚ, ο Α ασκεί, προς το παρόν, από κοινού με την εν διαστάσει σύζυγό του Β τη γονική μέριμνα της ανήλικης θυγατέρας τους Γ, και έχει δικαίωμα πρόσβασης στα ιατρικά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα της ανήλικης θυγατέρας τους Γ, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1510 ΑΚ, 14 παρ. 8 εδ. (α΄) του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας και 12 του Ν. 2472/1997. Συνεπώς, η Κλινική «ΙΑΣΩ», ως υπεύθυνος επεξεργασίας, υποχρεούται, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 12 του Ν. 2472/1997, να ικανοποιήσει το δικαίωμα πρόσβασης του Α στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα της ανήλικης θυγατέρας του Γ, που τηρούνται στα αρχεία της.
10. Επειδή, ακολούθως, ο Α ζητεί, ως τρίτος, την πρόσβαση σε απλά και ευαίσθητα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα της εν διαστάσει συζύγου του Β, τα οποία αφορούν την κατάστασή της κατά την κυοφορία της ανήλικης θυγατέρας τους και τηρούνται στα αρχεία της Κλινικής «ΙΑΣΩ», ως υπευθύνου επεξεργασίας.  Ο Α έχει έννομο συμφέρον για τη διαβίβαση από την Κλινική «ΙΑΣΩ», ως υπεύθυνο επεξεργασίας, στον ίδιο των δεδομένων αυτών, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 14 παρ. 9 εδ. (β΄) του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας, 1469 ΑΚ, 5 παρ. 2 στοιχ. (ε΄) και 7 παρ. 2 στοιχ. (γ΄) του Ν. 2472/1997. Εξάλλου, η διαβίβαση των δεδομένων αυτών, από την Κλινική «ΙΑΣΩ», ως υπεύθυνο επεξεργασίας, στον Α πληροί τις προαναφερόμενες θεμελιώδεις προϋποθέσεις, που θέτουν για τη νομιμότητα κάθε επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα οι διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 1 του Ν. 2472//1997, εν όψει και του προβαλλόμενου από τον Α σκοπού επεξεργασίας, ο οποίος συνίσταται στην αναγνώριση, άσκηση και υπεράσπιση των νομίμων δικαιωμάτων του.  Ο Α επιτρέπεται να κάνει χρήση των δεδομένων αυτών αποκλειστικά στο πλαίσιο του ως άνω προβαλλόμενου από τον ίδιο σκοπού επεξεργασίας, αλλιώς εκτίθεται, μεταξύ άλλων, στις προβλεπόμενες από το άρθρο 22 παρ. 2 του Ν. 2472/1997 ποινικές κυρώσεις.
11. Επειδή, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 11 παρ. 3 του Ν. 2472/1997, για τη νομιμότητα της διαβίβασης των προαναφερομένων απλών και ευαίσθητων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα της Β στον τρίτο αιτούντα Α, απαιτείται η προηγούμενη ενημέρωση της ιδίας από την Κλινική «ΙΑΣΩ», ως υπεύθυνο επεξεργασίας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Η Αρχή,
1) Αποφαίνεται ότι ο Α, ως πατέρας της ανήλικης Γ, έχει δικαίωμα πρόσβασης στα δεδομένα της προσωπικού χαρακτήρα που τηρούνται στα αρχεία της Κλινικής «ΙΑΣΩ»., ως υπευθύνου επεξεργασίας. Συνεπώς, η Κλινική «ΙΑΣΩ», ως υπεύθυνος επεξεργασίας, υποχρεούται, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 12 του Ν. 2472/1997, να ικανοποιήσει το δικαίωμα πρόσβασης του Α στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα της ανήλικης θυγατέρας του Γ, που τηρούνται στα αρχεία της.
2) Αποφαίνεται ότι, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 14 παρ. 9 εδ. (β΄) του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας, 1469 ΑΚ, 5 παρ. 2στοιχ. (ε΄), ο Α, ως αιτών τρίτος, έχει έννομο συμφέρον για τη διαβίβαση από την Κλινική «ΙΑΣΩ», ως υπεύθυνο επεξεργασίας, στον ίδιο των ως άνω ζητηθέντων από τον ίδιο απλών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, που αφορούν ως υποκείμενο την εν διαστάσει σύζυγό του Β.
3) Παρέχει, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 7 παρ. 2 στοιχ. (γ΄) και 4 παρ. 1 του Ν. 2472/1997, στην Κλινική «ΙΑΣΩ», ως υπεύθυνο επεξεργασίας, την άδεια να χορηγήσει στον τρίτο αιτούντα Α τα ως άνω ζητηθέντα από τον ίδιο ευαίσθητα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα της εν διαστάσει συζύγου του Β, τα οποία αφορούν την κατάστασή της κατά την κυοφορία της ανήλικης θυγατέρας τους και τηρούνται στα αρχεία της εν λόγω κλινικής. Εξάλλου, η Κλινική «ΙΑΣΩ» θα χορηγήσει στον Α βεβαίωση, όπου θα αναγράφεται ότι τα επίμαχα απλά και ευαίσθητα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα της Β διαβιβάζονται στον ίδιο, προκειμένου να τα προσκομίσει αποκλειστικά ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων και διοικητικών αρχών για τον ως άνω προβαλλόμενο από τον ίδιο σκοπό της αναγνώρισης, άσκησης και υπεράσπισης των νομίμων δικαιωμάτων του.
4) Η Κλινική «ΙΑΣΩ», ως υπεύθυνος επεξεργασίας, υποχρεούται, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 11 παρ. 3 του Ν. 2472/1997, να ενημερώσει την Β, ως υποκείμενο των ως άνω δεδομένων, πριν από τη διαβίβαση των δεδομένων αυτών στον τρίτο αιτούντα Α.

Ο Αναπληρωτής Πρόεδρος


Χρήστος Παληοκώστας

Η Γραμματέας


Ειρήνη Παπαγεωργοπούλου

Τρίτη 15 Νοεμβρίου 2011

4343/2009 ΣτΕ - Δικαστική εκπροσώπηση ανηλίκων και από τους δύο γονείς που ασκούν τη γονική μέριμνα και όχι μόνο από το γονέα που έχει την επιμέλεια.


Δικαστική εκπροσώπηση ανηλίκων -.
4343/2009 ΣτΕ -  Δικαστική εκπροσώπηση ανηλίκων και από τους δύο γονείς που ασκούν τη γονική μέριμνα και όχι μόνο από το γονέα που έχει την επιμέλεια.
Αριθμός 4343/2009
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Α΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 7 Απριλίου 2008, με την εξής σύνθεση: Γ. Ανεμογιάννης, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Α΄ Τμήματος, Δ. Σκαλτσούνης, Ι. Ζόμπολας, Σύμβουλοι, Π. Μπραΐμη, Αικ. Ρωξάνα, Πάρεδροι. Γραμματέας η Μ. Βλασερού.
Για να δικάσει την από 3 Νοεμβρίου 2004 αίτηση:
του Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών, το οποίο παρέστη με την Κ. Γρηγορίου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,κατά της ......... , κατοίκου Ζωγράφου Αττικής (.......... ), δι' εαυτήν ατομικώς και ασκούσας τη γονική μέριμνα των ανήλικων τέκνων της ........ , η οποία παρέστη με την δικηγόρο Ι. Χαμάκου-Παπαχριστοδούλου (Α.Μ. 8604), που την διόρισε στο ακροατήριο.
Με την αίτηση αυτή το Δημόσιο επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ' αριθ. 651/2004 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Ι. Ζόμπολα.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την αντιπρόσωπο του Δημοσίου, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, και την πληρεξουσία της αναιρεσίβλητης, η οποία ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ  μ ε λ έ τ η σ ε  τ α  σ χ ε τ ι κ ά  έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε  κ α τ ά  τ ο  Ν ό μ ο
1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται, κατά νόμο, καταβολή παραβόλου, ζητείται να αναιρεθεί η 651/2004 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία έγινε δεκτή έφεση της αναιρεσίβλητης και εξαφανίστηκε η 3560/2002 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, ακολούθως δε έγινε εν μέρει δεκτή αγωγή της ίδιας και αναγνωρίστηκε ότι το Ελληνικό Δημόσιο όφειλε να της καταβάλει, κατ' άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ποσό 146.735 ευρώ για την ίδια ατομικώς και ποσό 44.020,5 ευρώ για λογαριασμό των τριών ανήλικων τέκνων της. Με την πρωτόδικη απόφαση είχε απορριφθεί η πιο πάνω αγωγή της αναιρεσίβλητης, με την οποία ζητούσε να αναγνωριστεί ότι το Ελληνικό Δημόσιο όφειλε να της καταβάλει ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ποσό 150.000.000 δραχμών για την ίδια ατομικώς και ποσό 150.000.000 δραχμών για λογαριασμό των τριών ανήλικων τέκνων της, των οποίων είχε την επιμέλεια.
2. Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 1510 του Αστικού Κώδικα, η μέριμνα για το ανήλικο τέκνο είναι δικαίωμα και καθήκον των γονέων (γονική μέριμνα), οι οποίοι την ασκούν από κοινού. Η γονική μέριμνα περιλαμβάνει την επιμέλεια του προσώπου, τη διοίκηση της περιουσίας και την εκπροσώπηση του τέκνου σε κάθε υπόθεση ή δικαιοπραξία ή δίκη, που αφορούν το πρόσωπο ή την περιουσία του. Κατά τις διατάξεις των άρθρων 1512 και 1514 του ίδιου Κώδικα, στις περιπτώσεις όπου υπάρχει διακοπή της συμβίωσης των συζύγων, την άσκηση της γονικής μέριμνας, εφόσον αυτοί διαφωνούν, ρυθμίζει το δικαστήριο. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 1518 παρ. 1 του Α.Κ., η επιμέλεια του προσώπου του τέκνου περιλαμβάνει ιδίως την ανατροφή, την επίβλεψη, τη μόρφωση και την εκπαίδευσή του, καθώς και του προσδιορισμό του τόπου διαμονής του. Από το συνδυασμό των διατάξεων που προαναφέρθηκαν συνάγεται ότι, μετά τον ν. 1329/1983, η άσκηση της γονικής μέριμνας έχει ανατεθεί και στους δύο γονείς του ανήλικου τέκνου από κοινού και ότι ένα μέρος του καθόλου ιδιόρρυθμου αυτού δικαιώματος, αλλά και καθήκοντος, είναι η επιμέλεια του προσώπου του τέκνου. Περιλαμβάνει δε η επιμέλεια, όπως συνάγεται από το χρησιμοποιούμενο στην πιο πάνω διάταξη του άρθρου 1518 Α.Κ. επίρρημα «ιδίως», κάθε θέμα το οποίο σχετίζεται με την ανάπτυξη της σωματικής, πνευματικής και ψυχικής προσωπικότητας του ανήλικου τέκνου (όπως στέγη, ντύσιμο, τροφή, υγεία, μόρφωση, επαγγελματική εκπαίδευση, ηθική διαπαιδαγώγηση). Περαιτέρω, ενόψει του όλου περιεχομένου των πιο πάνω διατάξεων και του επιδιωκομένου με αυτές σκοπού, που συνίσταται στο να ασκείται η γονική μέριμνα κατά κανόνα από τους δύο γονείς από κοινού, είναι φανερό ότι, αν η άσκηση της γονικής μέριμνας έχει κατανεμηθεί ανάμεσα στους γονείς, λόγω διάστασής τους, κατ' άρθρο 1514 ΑΚ και η επιμέλεια του ανηλίκου έχει ανατεθεί με δικαστική απόφαση στον έναν από τους γονείς λ.χ. τη μητέρα, τότε η τελευταία έχει αρμοδιότητα να αποφασίζει για τα τρέχοντα και καθημερινά μόνο θέματα τα σχετιζόμενα με την επιμέλεια του τέκνου και όχι για τα λοιπά (σοβαρά) θέματα, επί των οποίων η λήψη αποφάσεως εξακολουθεί να παραμένει στον πυρήνα της γονικής μέριμνας.
Γι' αυτό είναι απαραίτητο, εφόσον η γονική μέριμνα ανήκει και στους δύο γονείς, να αποφασίζουν αυτοί από κοινού για τέτοια θέματα και, αν διαφωνούν, να αποφασίζει, κατ' άρθρο 1512 ΑΚ, το δικαστήριο (ΑΠ 1321/1992). Εξάλλου, κατά το άρθρο 64 Κ.Πολ.Δ., οι ανίκανοι να παρίστανται στο δικαστήριο με το δικό τους όνομα εκπροσωπούνται από τους νόμιμους αντιπροσώπους τους. Προκειμένου δε περί ανηλίκων, οι οποίοι, όπως προκύπτει, από τις διατάξεις των άρθρων 127 παρ. 1 ΑΚ, 63 και 64 του Κ.Πολ.Δ., ως ανίκανοι για δικαιοπραξία δεν έχουν δικαίωμα να παρίστανται στο δικαστήριο με το δικό τους όνομα, νόμιμοι αντιπρόσωποί τους είναι οι γονείς τους, οι οποίοι, κατ' άρθρο 1510 ΑΚ, από κοινού ασκούν τη γονική μέριμνα επ' αυτών (ΑΠ 1864/1984, 511/1989, 1005/2006).
3. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, το διοικητικό εφετείο δίκασε κατ' ουσίαν την από 30-7-2001 αγωγή της αναιρεσίβλητης, με την οποία ζητούσε, μεταξύ άλλων, να αναγνωριστεί απαίτησή της έναντι του Δημοσίου προς καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης για λογαριασμό των ανήλικων τέκνων της ...................- ......... , που γεννήθηκαν τα έτη 1983, 1988 και 1999, αντίστοιχα. Η αγωγή κατά το μέρος αυτό έπρεπε να απορριφθεί ως ενεργητικώς ανομιμοποίητη, διότι οι ως άνω ανήλικοι έπρεπε να εκπροσωπούνται στη δίκη και από τους δύο γονείς τους, οι οποίοι ασκούν από κοινού τη γονική μέριμνα επ' αυτών. Βασίμως λοιπόν το αναιρεσείον Δημόσιο προβάλλει ότι μη νομίμως κατά το πιο πάνω μέρος έγινε δεκτή η αγωγή της αναιρεσίβλητης και αναγνωρίστηκε η υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να της καταβάλει για λογαριασμό των πιο πάνω τέκνων της ποσό 44.020,5 ευρώ, αφού αυτή δεν νομιμοποιούνταν ενεργητικώς να ασκήσει την κρινόμενη αγωγή. Συνεπώς, κατά το μέρος αυτό πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και να εξαφανιστεί κατά το ίδιο μέρος η προσβαλλόμενη απόφαση. Ακολούθως, η υπόθεση, που δεν χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό, πρέπει να κρατηθεί κατά το αναιρούμενο μέρος και κατά το μέρος τούτο πρέπει να απορριφθεί η αγωγή της αναιρεσίβλητης.
4. Επειδή, ο Εισαγωγικός Νόμος του Αστικού Κώδικα ορίζει στο άρθρο 105 ότι «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος…». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής γεννάται ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση για ζημία η οποία προκλήθηκε από την πλημμελή εκτέλεση ή την παράλειψη εκτέλεσης από τα όργανα του Δημοσίου του επιβεβλημένου σ' αυτά εκ του νόμου καθήκοντος. Περαιτέρω, κατά την έννοια της ίδιας διάταξης, η υποχρέωση του Δημοσίου προς αποζημίωση αίρεται μόνο αν η γενεσιουργός της ζημίας πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια ή παράλειψη υλικής ενέργειας έλαβε χώρα κατά παράβαση διάταξης η οποία έχει θεσπιστεί αποκλειστικώς για χάρη του γενικού συμφέροντος όχι όμως και αν η παραβιασθείσα διάταξη αποβλέπει, παράλληλα με την προστασία του γενικού συμφέροντος, και στην προστασία ιδιωτικού συμφερόντων (ΣτΕ 28/2000).
5. Επειδή, εξάλλου, στην παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 1975/1991 (Α΄ 184) ορίζεται ότι «Κάθε άτομο, που με οποιονδήποτε τρόπο εισέρχεται στο ελληνικό έδαφος ή εξέρχεται από αυτό, υποβάλλεται σε αστυνομικό έλεγχο κατά την άφιξη και την αναχώρησή του, με εξαίρεση τις περιπτώσεις που προβλέπονται από ειδικές διεθνείς συμβάσεις» και στην παρ. 2 ότι «Ο έλεγχος των προσώπων, που με οποιονδήποτε τρόπο εισέρχονται στο ελληνικό έδαφος ή εξέρχονται από αυτό, ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Υπουργού Δημόσιας Τάξης και ενεργείται από τις κατά τόπους αστυνομικές υπηρεσίες». Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 και 3 του ν. 1481/1984 (Α΄ 152), ο κλάδος αστυνομίας τάξης, ο οποίος κατά το άρθρο 4 παρ. 1 περ. γ΄ του νόμου τούτου, ανήκει στις κεντρικές υπηρεσίες του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, έχει ως ειδικότερη αποστολή, εκτός των άλλων, την «απρόσκοπτη κοινωνική διαβίωση των πολιτών» καθώς και την «προστασία των ατομικών ελευθεριών του πολίτη». Από τις πιο πάνω διατάξεις των νόμων 1975/1991 και 1481/1984 συνάγεται ότι με αυτές επιδιώκεται όχι μόνο η προστασία του γενικού συμφέροντος αλλά παράλληλα και η προστασία των ατομικών δικαιωμάτων των κατ' ιδίαν προσώπων (ΣτΕ 28/2000).
Ως εκ τούτου, η παραβίαση των πιο πάνω διατάξεων από τα κρατικά όργανα, με πράξεις ή παραλείψεις τους κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας τους, μπορεί να στοιχειοθετήσει, κατά τα εκτεθέντα, υποχρέωση του Δημοσίου προς αποζημίωση κατά το άρθρο 105 Εισ.Ν.Α.Κ. για την αποκατάσταση κάθε θετικής ή αποθετικής ζημίας, τα δικαστήρια δε της ουσίας μπορούν, επιπλέον, να επιδικάσουν σε βάρος του Δημοσίου χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, κατ' ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 932 του Αστικού Κώδικα.
6. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση έγιναν δεκτά τα ακόλουθα: Η αναιρεσίβλητη έγγαμη με τον Ιορδανό και πολιτογραφημένο Έλληνα υπήκοο ........ , με τον οποίο απέκτησε τρία τέκνα, τον ............................................... , που γεννήθηκαν τα έτη 1983, 1988 και 1992, αντίστοιχα, με την από 26-7-1996 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθήνας επικαλέσθηκε τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης με το σύζυγό της και ζήτησε να ανατεθεί σ' αυτήν προσωρινά η επιμέλεια των τριών ανήλικων τέκνων της και να εκδοθεί προς τούτο προσωρινή διαταγή μέχρι την συζήτηση της αιτήσεώς της. Με την εκδοθείσα αυθημερόν από 26-7-1996 προσωρινή διαταγή της Προέδρου Υπηρεσίας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθήνας ανατέθηκε προσωρινά στην αναιρεσίβλητη η επιμέλεια των ανήλικων τέκνων της μέχρι την συζήτηση της ανωτέρω αιτήσεώς της, για την οποία ορίσθηκε ημερομηνία συζητήσεως η 8η-8-1996. Ακολούθως, η αναιρεσίβλητη, επικαλούμενη την ως άνω προσωρινή διαταγή της Προέδρου, ζήτησε από την Διεύθυνση Κρατικής Ασφάλειας να απαγορευθεί η έξοδος των ανήλικων τέκνων της από τη χώρα, αίτημα το οποίο έγινε δεκτό με το από 27-7- 1996 σήμα της προαναφερόμενης Διευθύνσεως προς όλα τα αεροδρόμια της Χώρας, ενώ περαιτέρω καταχωρίστηκε η απαγόρευση της εξόδου των ανηλίκων στον ηλεκτρονικό υπολογιστή του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως με χρονική ισχύ από 30-7-1996 έως 30-7-2016. Στη συνέχεια, στις 8-8-1996 συζητήθηκε η πιο πάνω αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, επί της οποίας εκδόθηκε η 24487/9-8-1996 (προφανώς από παραδρομή αναφέρεται στην προσβαλλομένη ως ημερομηνία εκδόσεως η 9-6-1996) απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθήνας. Με την απόφαση αυτή ανατέθηκε στην αναιρεσίβλητη προσωρινά η επιμέλεια των ανήλικων τέκνων, ενώ με την εκδοθείσα, ακολούθως, 71/27-1-1997 απόφαση του Τμήματος διατροφών του ίδιου δικαστηρίου της ανατέθηκε και οριστικά η επιμέλεια των τέκνων. Εν τω μεταξύ, με το από 25-11-1996 ιδιωτικό συμφωνητικό, η αναιρεσίβλητη με τον εν διαστάσει σύζυγό της ρύθμισαν την επικοινωνία αυτού με τα τέκνα τους και όρισαν ότι, ειδικά για την περίοδο του Πάσχα, η επικοινωνία θα διαρκεί από τη Μεγάλη Πέμπτη έως την Τρίτη του Πάσχα. Σε εκτέλεση της συμφωνίας αυτής, ο σύζυγος της αναιρεσίβλητης στις 24-4-1997 (Μεγάλη Πέμπτη) παρέλαβε τα τρία ανήλικα τέκνα από το σπίτι της και τα οδήγησε στο Ανατολικό Αεροδρόμιο Αθηνών, προκειμένου να μεταβούν όλοι μαζί με την πτήση της 21.10΄ της αεροπορικής εταιρείας «...........» στο Αμάν της Ιορδανίας μέσω Δαμασκού.
Κατά τη διενέργεια ελέγχου του ελληνικού διαβατηρίου του συζύγου της αναιρεσίβλητης ο αστυφύλακας ................ πληκτρολόγησε στον τερματικό ηλεκτρονικό υπολογιστή το όνομα του προσώπου αυτού, αλλά κατά τον εν συνεχεία έλεγχο των ιορδανικών διαβατηρίων των ανηλίκων, αξιολογώντας το γεγονός ότι αυτά συνοδεύονταν από τον ιατρό πατέρα τους, ότι είχαν εισιτήρια με ημερομηνία κλειστής επιστροφής (30-4-1997) και ότι κατά το παρελθόν τα ανήλικα είχαν πραγματοποιήσει το ίδιο ταξίδι και είχαν επιστρέψει στην Ελλάδα (βλ. σχετικώς την από 6-8-1998 έκθεση διοικητικής εξέτασης του ανωτέρω αστυνομικού ενώπιον του ενεργούντος ένορκη διοικητική εξέταση αστυνομικού υποδιευθυντή ...........), αρκέστηκε σε έλεγχο ταυτοπροσωπίας και σφράγιση των διαβατηρίων των ανηλίκων, με αναγραφή σχετικής μνείας στο επάνω μέρος της σφραγίδας ότι τυγχάνουν τέκνα Έλληνα πατρός-προς δικαιολόγηση της μη επιβολής προστίμου λόγω της κατοχής ιορδανικών διαβατηρίων-και επέτρεψε την αναχώρηση των ανηλίκων, χωρίς να πληκτρολογήσει τα στοιχεία τους στον ηλεκτρονικό υπολογιστή (βλ. σχετικώς το 7552/4/82γ/29- 5-1997 έγγραφο του Διευθυντή της Διευθύνσεως Πληροφορικής του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, το οποίο προσκομίσθηκε από το Ελληνικό Δημόσιο). Αποτέλεσμα της πιο πάνω παραλείψεως του αστυνομικού οργάνου, ήταν η διαφυγή των ανηλίκων από την χώρα, παρά την υπάρχουσα στον ηλεκτρονικό υπολογιστή του αεροδρομίου καταχωρισμένη απαγόρευση εξόδου τους, και η μη επιστροφή τους έκτοτε στην Ελλάδα. Για την ως άνω παράλειψη του αστυνομικού οργάνου διενεργήθηκε, κατόπιν της από 29-10-1997 καταγγελίας της αναιρεσίβλητης ένορκη διοικητική εξέταση, κατά την οποία διαπιστώθηκε αμέλεια του αστυνομικού οργάνου κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του. Ακολούθως, με την 253487/6/1-κθ/13-1-2000 απόφαση του Αρχηγού του Ελληνικής Αστυνομίας επιβλήθηκε σε βάρος του οργάνου αυτού πρόστιμο ενός μηνιαίου βασικού μισθού και το όργανο μετατέθηκε σε άλλη υπηρεσία. Κατόπιν τούτου, η αναιρεσίβλητη άσκησε κατά του Ελληνικού Δημοσίου αγωγή, με την οποία ισχυρίστηκε ότι η ανωτέρω παράνομη παράλειψη του αστυνομικού οργάνου, παρά την ύπαρξη της 7/20-1-1997 εσωτερικής διαταγής του Διοικητή του Τμήματος Ασφάλειας Αερολιμένα Ελληνικού με την οποία εφιστάτο η προσοχή των αστυνομικών οργάνων για τον λεπτομερή έλεγχο των ταξιδιωτών, παράλειψη που μπορούσε να αποφευχθεί με την αντιπαραβολή της φωτογραφίας του διαβατηρίου των τέκνων και με την πληκτρολόγηση των στοιχείων τους στον ηλεκτρονικό υπολογιστή, είχε ως αποτέλεσμα να μη διαπιστωθεί η υφιστάμενη απαγόρευση εξόδου των ανήλικων τέκνων της από την χώρα και να φυγαδευθούν αυτά από τον πατέρα τους στην Ιορδανία, χωρίς έκτοτε να έχει τη δυνατότητα επικοινωνίας μαζί τους.
Ισχυρίστηκε επίσης, ότι η ίδια φοβόταν να μεταβεί στην προαναφερόμενη χώρα για την αναζήτησή τους, διότι η χώρα αυτή είναι μουσουλμανική και επικρατούν σ' αυτήν διαφορετικές αντιλήψεις σε σχέση με την οικογένεια και τη θέση της γυναίκας. Περαιτέρω, η αναιρεσίβλητη ισχυρίσθηκε ότι ο ως άνω βίαιος αποχωρισμός της από τα ανήλικα τέκνα της της προσέβαλε την προσωπικότητά της και της προκάλεσε αβάσταχτο ψυχικό πόνο. Ζήτησε δε με την αγωγή της να αναγνωρισθεί υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να της καταβάλει ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ποσό 150.000.000 δραχμών γι' αυτήν ατομικά και ποσό 150.000.000 δραχμών για λογαριασμό των τριών τέκνων της, των οποίων είχε, σύμφωνα με την προαναφερόμενη δικαστική απόφαση, την επιμέλεια και την απορρέουσα από αυτή δικαστική εκπροσώπηση. Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή, με την αιτιολογία ότι δεν υπήρξε παράνομη παράλειψη του αστυνομικού οργάνου να απαγορεύσει την έξοδο των ανήλικων τέκνων της αναιρεσίβλητης από τη χώρα, διότι, κατά την παρεμπίπτουσα κρίση του, το ανωτέρω μέτρο ήταν εξαρχής παράνομο, αφού δεν είχε διαταχθεί από αρμόδιο δικαστήριο ή δικαστικό όργανο, με την προσωρινή δε διαταγή της Προέδρου Υπηρεσίας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθήνας είχε δοθεί στην αναιρεσίβλητη μόνο η προσωρινή επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων της, χωρίς να απαγορευθεί και η έξοδός τους από τη Χώρα. Έφεση της αναιρεσίβλητης κατά της πρωτόδικης αποφάσεως έγινε δεκτή με την προσβαλλόμενη απόφαση, με τη σκέψη ότι, εφόσον η διαταγή απαγόρευσης εξόδου των τέκνων της αναιρεσίβλητης από τη Χώρα- διαταγή που είχε δοθεί με το από 17.7.1996 σήμα της Διευθύνσεως της Κρατικής Ασφάλειας Αθηνών προς όλα τα αεροδρόμια της χώρας καθ' ερμηνεία της προσωρινής διαταγής της Προέδρου Υπηρεσίας του Πρωτοδικείου Αθηνών, ως διατάσσουσας το μέτρο αυτό,-δεν είχε ανακληθεί από τη Διοίκηση ή ακυρωθεί με δικαστική απόφαση, η διαταγή αυτή εθεωρείτο έγκυρη και το κύρος της δεν μπορούσε να ελεγχθεί παρεμπιπτόντως από τα αστυνομικά όργανα κατά τον έλεγχο των διαβατηρίων των ανηλίκων ούτε από το πρωτόδικο δικαστήριο κατά την έρευνα της πιο πάνω παραλείψεως του αστυνομικού οργάνου να πληκτρολογήσει τα ονοματεπώνυμα των ανηλίκων κατά τον έλεγχο των διαβατηρίων. Συνεπώς, έκρινε το δικάσαν δικαστήριο, το πρωτόδικο δικαστήριο μπορούσε να εξετάσει παρεμπιπτόντως τη νομιμότητα μόνον της πιο πάνω παραλείψεως του αστυνομικού οργάνου όχι δε και τη νομιμότητα του διοικητικού μέτρου της απαγορεύσεως εξόδου των ανηλίκων από τη Χώρα. Με τις σκέψεις αυτές, το δικάσαν δικαστήριο δέχθηκε την έφεση της αναιρεσίβλητης και εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση.
Περαιτέρω, το δικαστήριο δίκασε και δέχθηκε εν μέρει την αγωγή της αναιρεσίβλητης. Προς τούτο έλαβε υπόψη τα εξής: α) ότι ενόψει των διατάξεων του άρθρου 4 του ν. 1975/1991 και της 7/20-1-1997 Εσωτερικής Διαταγής του Τμήματος Ασφαλείας του Ανατολικού Αερολιμένα Ελληνικού, αναφορικά με τη διενέργεια διαβατηριακού ελέγχου, το πιο πάνω αστυνομικό όργανο που ήταν επιφορτισμένο με τον έλεγχο των διαβατηρίων των εξερχομένων από τη Χώρα όφειλε, εφόσον τα ανήλικα τέκνα της αναιρεσίβλητης δεν συνοδεύονταν κατά την αναχώρησή τους και από τους δύο γονείς τους, οι οποίοι κατά τον νόμο (άρθρο 1510 ΑΚ) ασκούν από κοινού την γονική μέριμνα επ' αυτών, να διενεργήσει πλήρη έλεγχο για τη νομιμότητα της εξόδου τους από τη Χώρα, μη αρκούμενος απλώς σε ενδείξεις περί τούτου (όπως ότι τα ανήλικα είχαν εισιτήρια με κλειστή ημερομηνία επιστροφής τους στην Ελλάδα ή ότι είχαν πραγματοποιήσει στο πρόσφατο παρελθόν και άλλα ταξίδια στην Ιορδανία και είχαν επιστρέψει κ.λ.π.) και β) ότι το αστυνομικό όργανο όφειλε επίσης να πληκτρολογήσει στον ηλεκτρονικό υπολογιστή του Τμήματος ελέγχου διαβατηρίων τα στοιχεία των διαβατηρίων των ανηλίκων, ενέργεια η οποία-εκτός του ότι είχε δοθεί με την πιο πάνω ρητή διαταγή του Διοικητή του Τμήματος Ασφαλείας του Αεροδρομίου, προσιδιάζει και στα ιδιαίτερα καθήκοντα του αστυνομικού οργάνου που απορρέουν από την εκτέλεση της συγκεκριμένης υπηρεσίας-και θα οδηγούσε στη διαπίστωση της υφισταμένης απαγορεύσεως εξόδου των ανηλίκων και τη Χώρα, απαγορεύσεως που ίσχυε κατά το χρόνο της αναχωρήσεως των τέκνων και δεν είχε ανακληθεί (βλ. το 9768/6-428524/6-8-1997 έγγραφο της Διεύθυνσης Κρατικής Ασφαλείας Τμήμα Γ΄, με το οποίο γνωστοποιούνταν στο Τμήμα Ασφαλείας Αερολιμένα Αθηνών ότι από τα τηρούμενα στοιχεία της Υπηρεσίας δεν προέκυπτε άρση των περιοριστικών όρων (απαγόρευση εξόδου) που είχαν επιβληθεί με το από 30-7-1997 τηλετυπικό σήμα προς την δεύτερη Υπηρεσία και αφορά τα ανήλικα τέκνα της αναιρεσίβλητης. Με τα δεδομένα αυτά το διοικητικό εφετείο έκρινε ότι η πιο πάνω παράλειψη του αστυνομικού οργάνου τελούσε σε αιτιώδη συνάφεια με την ζημία της αναιρεσίβλητης που συνίστατο στη διαφυγή των ανήλικων τέκνων της στην αλλοδαπή και αποτελούσε την γενεσιουργό αιτία της αξιώσεώς της προς καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Ακολούθως, για τον καθορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον ψυχικό πόνο και την οδύνη της αναιρεσίβλητης, μητέρας, από το βίαιο αποχωρισμό της από τα τρία ανήλικα τέκνα της, με τα οποία δεν είχε έκτοτε επικοινωνία ούτε γνώριζε αν θα καταστεί αυτή δυνατή στο μέλλον. Με τις σκέψεις αυτές, το δικάσαν δικαστήριο επιδίκασε ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ποσό 50.000.000 δρχ. για την αναιρεσίβλητη ατομικώς (ήδη 146.735 ευρώ), κάνοντας έτσι εν μέρει δεκτή την αγωγή της αναιρεσίβλητης.
7. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι δεν υφίστατο παράνομη παράλειψη του αστυνομικού οργάνου κατά την διενέργεια του διαβατηριακού ελέγχου των ανήλικων τέκνων της αναιρεσίβλητης κατά την έννοια του άρθρου 105 του Εισ.Ν.Α.Κ., δεδομένου ότι η σχετική νομοθεσία που ρυθμίζει τον έλεγχο διαβατηρίων (ν.δ. 3767/1957 και Κ.Υ.Α. 7721 Γ.Φ6/16.12.1957) αποβλέπει αποκλειστικά στην προστασία του δημοσίου συμφέροντος, με αποτέλεσμα να μη στοιχειοθετείται εν προκειμένω ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί, ως αβάσιμος. Τούτο δε, διότι με τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 2 του ν. 1975/1991 και 4 παρ. 1 περ. γ΄ του ν. 1481/1984, οι οποίες επιβάλλουν τον έλεγχο από τα κρατικά αστυνομικά όργανα των εισερχομένων και εξερχομένων προσώπων από τη Χώρα και αποβλέπουν στην απρόσκοπτη κοινωνική συμβίωση των πολιτών και την προστασία των ατομικών ελευθεριών του πολίτη, δεν επιδιώκεται αποκλειστικά η εξυπηρέτηση του γενικού συμφέροντος αλλά και η προστασία των ατομικών δικαιωμάτων των κατ' ιδίαν προσώπων.
8. Επειδή, περαιτέρω, προβάλλεται ότι μη νομίμως με την προσβαλλόμενη απόφαση κρίθηκε ότι υπήρχε στη συγκεκριμένη περίπτωση παράνομη παράλειψη του αστυνομικού οργάνου κατά την έννοια του άρθρου 105 Εισ.Ν.Α.Κ., ενώ τέτοια παράλειψη δεν υπήρχε, αφού, κατά την κείμενη νομοθεσία, τα όργανα της Ελληνικής Αστυνομίας δεν έχουν αρμοδιότητα για τη λήψη του απαγορευτικού μέτρου της εξόδου Έλληνα πολίτη στο εξωτερικό, τέτοια δε αρμοδιότητα έχουν ο Εισαγγελέας, το Ποινικό Δικαστήριο στις περιπτώσεις του άρθρου 5 παρ. 4 του Συντάγματος και ο Προϊστάμενος του Δημόσιου Ταμείου σε περιπτώσεις οφειλών προς το Δημόσιο. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Τούτο δε, διότι, και αν ακόμη το από 27-7-1996 σήμα της Διεύθυνσης Κρατικής Ασφάλειας προς όλα τα αεροδρόμια της Χώρας (σχετικά με την απαγόρευση εξόδου των ανήλικων τέκνων της ...................) είχε εκδοθεί από αναρμόδιο όργανο, το σήμα αυτό, ως διοικητική πράξη καλυπτόταν από το τεκμήριο νομιμότητας των διοικητικών πράξεων. Συνεπώς, το αστυνομικό όργανο που ήταν επιφορτισμένο με τον έλεγχο των διαβατηρίων στο αεροδρόμιο όφειλε, βάσει του καθήκοντος υποταγής, να συμμορφωθεί προς το σήμα αυτό και δεν μπορούσε να ελέγξει τη νομιμότητα του μέτρου που είχε ληφθεί με το επίμαχο σήμα.
9. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, τέλος, προβάλλεται ότι η παράλειψη του αστυνομικού οργάνου να πληκτρολογήσει τα στοιχεία των ανήλικων τέκνων της αναιρεσίβλητης στον ηλεκτρονικό υπολογιστή της υπηρεσίας ελέγχου διαβατηρίων του αεροδρομίου δεν συνδεόταν αιτιωδώς με την αρπαγή των ανήλικων τέκνων από τον πατέρα τους. Τούτο δε, διότι η επικοινωνία του πατέρα με τα ανήλικα τέκνα του είχε ρυθμιστεί με το από 15-11-1996 ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ της αναιρεσίβλητης και του συζύγου της, βάσει του οποίου ο τελευταίος μπορούσε να επικοινωνεί με τα τέκνα κατά την περίοδο των εορτών του Πάσχα από τη Μεγάλη Πέμπτη έως την Τρίτη του Πάσχα. Συνεπώς, κατά το Δημόσιο, η επίμαχη ζημία προκλήθηκε στις 29-4-1997, δηλαδή την Τρίτη του Πάσχα, οπότε ο σύζυγος της αναιρεσίβλητης είχε υποχρέωση να παραδώσει τα τέκνα του στην αναιρεσίβλητη, και όχι στις 24.4.1997, την ημέρα δηλαδή της αναχώρησης των τέκνων από την Ελλάδα. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής, διότι γενεσιουργός αιτία της βλάβης της αναιρεσίβλητης από την απώλεια δυνατότητας επικοινωνίας με τα ανήλικα τέκνα της υπήρξε αποκλειστικώς, κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, η παράλειψη του αρμοδίου αστυνομικού οργάνου να προβεί στην πληκτρολόγηση, στις 24-4-1997, των στοιχείων του διαβατηρίου των τέκνων της αναιρεσίβλητης, όπως είχε υποχρέωση με βάση το υπ' αριθμ. πρωτ. 9768/6-428524/6-8-1997 έγγραφο της Διεύθυνσης Κρατικής Ασφάλειας και το από 30-7-1997 τηλετυπικό σήμα της Υπηρεσίας αυτής στο Τμήμα Ασφαλείας του Αερολιμένα Ελληνικού, με αποτέλεσμα τα ανήλικα αυτά τέκνα να φυγαδευθούν στο εξωτερικό.
10. Επειδή, κατ' ακολουθίαν, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η κρινόμενη αίτηση, να εξαφανιστεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση και να απορριφθεί εν μέρει η αγωγή της αναιρεσίβλητης, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην τρίτη σκέψη, να απορριφθεί δε η κρινόμενη αίτηση κατά τα λοιπά.
11. Επειδή, ενόψει της εν μέρει νίκης και εν μέρει ήττας των διαδίκων, πρέπει να συμψηφιστεί μεταξύ τους η δικαστική δαπάνη.
Διά ταύτα
Δέχεται εν μέρει την κρινόμενη αίτηση, κατά το αιτιολογικό.
Αναιρεί την 651/2004 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, κατά το μέρος που με αυτήν αναγνωρίστηκε απαίτηση της αναιρεσίβλητης έναντι του Δημοσίου προς καταβολή χρηματικής ικανοποίησης (44020,5 ευρώ) λόγω ηθικής βλάβης για λογαριασμό των τέκνων της .................. .
Κρατεί την υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος και κατά το μέρος τούτο απορρίπτει την αγωγή της αναιρεσίβλητης.
Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση κατά τα λοιπά.
Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 18 και 26 Ιουνίου 2008 καθώς και στις 23 Μαρτίου 2009
Ο Πρόεδρος του Α΄ Τμήματος Η Γραμματέας
Γ. Ανεμογιάννης Μ. Βλασερού
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 31ης Δεκεμβρίου 2009.
Ο Αναπληρωτής Πρόεδρος Η Γραμματέας
Αθ. Ράντος Μ. Βλασερού

ΜΠρΑθ 6284/2010 Λαμπρινή Σκούμπη (……υπό τον όρο να διαμένει αυτή στην Ελλάδα)


ΜΠρΑθ 6284/2010  Λαμπρινή Σκούμπη (……υπό τον όρο να διαμένει αυτή στην Ελλάδα)
Γονική μέριμνα - Επιμέλεια τέκνου - Επικοινωνία τέκνου προς γονέα - Συμφέρον τέκνου -.

Λήψη υπόψη ότι το ανήλικο υπόκειται ευχερώς σε επιδράσεις και υποβολές γονέων ή άλλων που συντελούν στο σχηματισμό μονομερούς διαμόρφωσης προτίμησης προς τον ένα γονέα, οπότε δεν εξυπηρετείται το αληθές συμφέρον του. Ο γονέας που κατοικεί με το τέκνο έχει υποχρέωση να διευκολύνει την επικοινωνία με τον άλλο γονέα και πρέπει να του καλλιεργεί συναισθήματα που θα κάνουν αυτή την επικοινωνία δυνατή και σύμφωνη με το σκοπό της. Παράβαση δε αυτής της υποχρέωσης, προπάντων καλλιέργεια αντιπάθειας προς τον άλλο γονέα, αποτελεί κακή άσκηση της γονικής μέριμνας (συνεπώς και της επιμέλειας) και μπορεί να οδηγήσει στις προβλεπόμενες από το άρθρο 1532 ΑΚ συνέπειες, μεταξύ των οποίων και αυτή της, από το δικαστήριο, αφαιρέσεως της γονικής μέριμνας και της αναθέσεώς της στον έτερο γονέα.


ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

                          Αριθμός αποφάσεως
                              6284/2010


                  ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Αποτελούμενο από την Δικαστή Λαμπρινή Σκούμπη, η οποία ορίστηκε από κλήρωση που έγινε σύμφωνα με τον νόμο 3327/2005.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στην Αθήνα στις 18 Μαΐου 2010 χωρίς την σύμπραξη Γραμματέα για να συνεκδικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:

Της αιτούσης ΚΑΙ ΚΑΘ ΗΣ Η ΑΝΤΑΙΤΗΣΗ .... κατοίκου Αλίμου Αττικής οδός ... που εκπροσωπήθηκε νόμιμα από τους πληρεξουσίους της δικηγόρους Κλαίρη Κατάνη-Αγγελοπούλου και Γεώργιο Λουκέρη και

ΤΟΥ ΚΑΘ ΟΥ Η ΑΙΤΗΣΗ ΚΑΙ ΑΝΤΑΙΤΟΥΝΤΟΣ ... κατοίκου Γλυφάδας Αττικής που εκπροσωπήθηκε νόμιμα από τους πληρεξουσίους τους δικηγόρους ΕυσταθίαΖαχαρογιάννη-Κωνσταντίνου και Γεώργιο Κωνσταντίνου.

Η αιτούσα ζήτησε να γίνει δεκτή η με αριθμό καταθέσεως 4365/22/3/2010 αίτησή της περί αναθέσεως εις αυτήν της προσωρινής επιμελείας  των τριών ανηλίκων τέκνων τους.


Ο ανταιτών εζήτησε να γίνει δεκτή η μεταξύ των αυτών διαδίκων με αριθμό καταθέσεως 4819/30-3-2010 αντίθετη αίτηση αυτού περί αναθέσεως εις αυτόν της προσωρινής επιμελείας των τριών ανηλίκων τέκνων τους και χορηγήσεως διατροφής δι αυτά.

Κατά την συζήτηση της υποθέσεως, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί αυτοί.


ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ


Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 246 του ΚΠολΔ, η οποία έχει ισχύ και προκειμένου περί διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, Κωδ. Πολιτ. Δικονομίας, Τόμος Β', σελ. 143 και εκεί παραπομπές σε νομολογία), «το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την ένωση και συνεκδίκαση περισσότερων εκκρεμών ενώπιον του δικών ανάμεσα στους ίδιους ή διαφορετικούς διαδίκους, αν υπάγονται στην ίδια διαδικασία και κατά την κρίση του διευκολύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης ή επέρχεται μείωση των εξόδων». Εν προκειμένω φέρονται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου 1) η υπ' αριθ. εκθ. καταθ. 4365/22.3.2010 αίτηση προσωρινής επιμελείας, καθώς και 2) η αντίθετη υπ' αριθ. εκθ. καταθ. 4819/30.3.2010 επίσης αίτηση προσωρινής επιμελείας και διατροφής μεταξύ των αυτών διαδίκων, εν όψει δε του ότι δικάζονται αυτές (αιτήσεις) κατά την ίδια διαδικασία (ασφαλιστικών μέτρων), κρίνεται ότι πρέπει να συνεκδικασθούν προς αποφυγή χρόνου και εξόδων.


Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1511, 1513, 1514 του ΑΚ και 681Γ παρ. 3 εδ. α' και 4 εδ. α', δ' και ε' του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, όταν το δικαστήριο καλείται να αποφασίσει σχετικώς με την ανάθεση της γονικής μέριμνας και ειδικότερα της επιμέλειας ανηλίκου τέκνου στον έναν από τους γονείς του, πρέπει να έχει ως αποκλειστικό οδηγό της δικαιοδοτικής του κρίσεως το συμφέρον και μόνον του τέκνου, χωρίς να επιδρά στην λήψη της αποφάσεως του, αυτοτελώς, κανένας από τους διαφορετικούς παράγοντες που συνοδεύουν το πρόσωπο καθενός των γονέων, όπως το φύλο, την φυλή, την γλώσσα, την θρησκεία, την κοινωνική προέλευση, την περιουσιακή κατάσταση κλπ. Για την λήψη δε της αποφάσεως του, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τους έως τότε δεσμούς του τέκνου με τους γονείς και τους αδελφούς του, πλέον δε συγκεκριμένα το γεγονός ότι το τέκνο χρειάζεται ένα σταθερό σημείο αναφοράς των αισθημάτων του, ενώ κάθε μεταβολή του προσώπου που έχει την επιμέλεια αυτού, έστω και αν γίνεται προς το καλύτερο, δημιουργεί ανασφάλεια στο τέκνο και μπορεί να έχει τραυματικά αποτελέσματα (βλ. ΑΠ 561/2003 Δ/νη 45 σελ. 1029). Περαιτέρω, ουσιώδους σημασίας είναι και η επισημαινόμενη στον νόμο ύπαρξη ιδιαίτερου δεσμού του τέκνου προς τον έναν από τους γονείς του και η περί αυτού ρητώς εκφραζόμενη προτίμηση του, την οποία συνεκτιμά το δικαστήριο ύστερα και από την στάθμιση του βαθμού της ωριμότητας του, που στις διατάξεις των 1511 AK και 681Γ ΚΠολΔ χρησιμοποιείται (η έννοια ωριμότης) υπό την έννοια της ικανότητας του τέκνου να αντιληφθή το συμφέρον του, για την κρίση του δε, ως προς την ύπαρξη ή ανυπαρξία τέτοιας ωριμότητας, που σχηματίζεται από την ελεύθερη εκτίμηση των αποδείξεων, δεν απαιτείται ειδική αιτιολογία. Με δεδομένη δε την ύπαρξη του εν λόγω δεσμού του τέκνου προς τον συγκεκριμένο γονέα, αυτός θεωρείται ότι έχει την δυνατότητα αποτελεσματικότερης διαπαιδαγωγήσεως προς όφελος του ανηλίκου και επομένως ότι είναι ο πλέον κατάλληλος για την επιμέλεια του, υπό την αυτονόητη όμως προϋπόθεση ότι ο ιδιαίτερος αυτός δεσμός του τέκνου προς τον ένα από τους γονείς του έχει αναπτυχθεί φυσιολογικά και αβίαστα, ως ψυχική στάση, η οποία είναι προϊόν της ελεύθερης και ανεπηρέαστης επιλογής του ανηλίκου που έχει την στοιχειώδη ικανότητα διακρίσεως. Πρέπει να λαμβάνεται ιδιαιτέρως υπόψη ότι ο ανήλικος, που έχει ακόμη την ψυχοπνευματική ανάπτυξη ατελή και την προσωπικότητα του υπό διαμόρφωση, υπόκειται ευχερώς σε επιδράσεις και υποβολές των γονέων ή άλλων, οι οποίες, έστω και χωρίς επίγνωση γενόμενες, οδηγούν ασφαλώς στον σχηματισμό της μονομερούς διαμορφώσεως και προτιμήσεως  προς τον ένα από τους γονείς, οπότε η προτίμηση του δεν εξυπηρετεί πάντοτε και το αληθές συμφέρον του. Η διάσπαση, εξ άλλου, της έγγαμης συμβιώσεως των γονέων, με συνεπακόλουθο και την διάσπαση της οικογενειακής συνοχής, κλονίζει σοβαρώς την ψυχική ισορροπία του τέκνου αισθάνεται ανασφάλεια και επιζητεί στήριγμα. Οι μεταξύ των συζύγων δημιουργούμενες έντονες αντιθέσεις ενίοτε αποκλείουν κάθε συνεννόηση μεταξύ τους, αλλά και σε σχέση με τα τέκνα τους, τα οποία όχι σπανίως χρησιμοποιούνται ως όργανα για την άσκηση παντοειδών πιέσεων και την ικανοποίηση εκδικητικών διαθέσεων. Έτσι, υπό το κράτος της καταστάσεως αυτής ο γονέας που αναλαμβάνει την επιμέλεια έχει, κατά την επιταγή του νόμου, πρόσθετα καθήκοντα και αυξημένη την ευθύνη της αντιμετωπίσεως των ως άνω ειδικών περιστάσεων κατά προέχοντα λόγο, και αυτό προϋποθέτει την εξασφάλιση στο τέκνο κατάλληλων συνθηκών προσαρμογής. Το αποτέλεσμα όμως αυτό, με γνώμονα πάντοτε το συμφέρον του τέκνου, κάθε άλλο παρά επιτυγχάνεται με την πλήρη αποξένωση του τέκνου από τον άλλο γονέα. Ήδη καθεαυτή η ανάθεση της επιμέλειας στον ένα από τους γονείς, εκ λόγων αναγομένων στο συμφέρον του τέκνου, αποτελεί παρέκκλιση από την αρχή της ισότητας των γονέων στο λειτουργικό τούτο δικαίωμα τους, το οποίο τίθεται υπό δικαστική ρύθμιση, παραβιάζονται δε και η αρχή αυτή και οι βασικοί κανόνες διαπαιδαγωγήσεως, που στηρίζονται στα πορίσματα της παιδικής βλάβη του ανηλίκου, ενώ παραλλήλως δυσχεραίνεται και η ρυθμιστική επέμβαση  του δικαστηρίου όταν το τέκνο περιάγεται σε στάση αρνήσεως ή αντιπάθειας έναντι του ετέρου των γονέων από πράξεις ή παραλείψεις εκείνου που έχει την επιμέλεια του (βλ. ΑΠ 1919/2005 Δ/νη 47, σελ. 440). Στην συνέχεια, κατά την διάταξη του άρθρου 1520 του Α.Κ., «ο γονέας με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο διατηρεί το δικαίωμα της προσωπικής επικοινωνίας με αυτό. Οι γονείς δεν έχουν το δικαίωμα να εμποδίζουν την επικοινωνία του τέκνου με τους απώτερους ανιόντες του, εκτός αν υπάρχει σοβαρός λόγος. Στις περιπτώσεις των προηγουμένων παραγράφων, τα σχετικά με την επικοινωνία κανονίζονται ειδικότερα από το δικαστήριο». Από την εν λόγω διάταξη συνάγεται ότι στο λειτουργικό δικαίωμα του γονέα που δεν κατοικεί με το τέκνο, να επικοινωνεί μ' αυτό, αντιστοιχεί στην υποχρέωση του γονέα που κατοικεί με το τέκνο να διευκολύνει αυτή την επικοινωνία (βλ. ΕφΑΘ 920/1986 ΝοΒ 35. 1987, σ. 929 - 930). Και όχι μόνον υλικά αλλά και ψυχικά: όχι μόνον πρέπει το τέκνο να είναι έτοιμο στην διάθεση του γονέα που ζει χωριστά, κατά τους όρους που έχουν συμφωνηθεί ή καθορισθεί από το δικαστήριο, αλλά πρέπει και να του καλλιεργούνται συναισθήματα που θα κάνουν αυτή την επικοινωνία δυνατή και σύμφωνη με τον σκοπό της. Παράβαση δε αυτής της υποχρεώσεως, προπάντων καλλιέργεια αντιπάθειας προς τον άλλον γονέα, αποτελεί κακή άσκηση της γονικής μέριμνας (συνεπώς και της επιμελείας) και μπορεί να οδηγήσει στις προβλεπόμενες από το άρθρο 1532 ΑΚ συνέπειες, μεταξύ των οποίων είναι και αυτή της από το δικαστήριο αφαιρέσεως της γονικής μέριμνας (και συνεπώς και της επιμελείας) και αναθέσεως της στον έτερο γονέα (βλ. Γ. Κουμάντου, Οικογενειακό Δίκαιο, Τόμ. II, έκδ. 1989, σελ. 213).   

Στην προκειμένη περίπτωση με την πρώτη υπ' αριθ. εκθ. καταθ. 4365/22.3.2010 αίτηση η αιτούσα, επικαλούμενη επείγουσα περίπτωση, ζητεί, ως ασφαλιστικό μέτρο, να της ανατεθεί προσωρινώς η επιμέλεια του προσώπου των τριών (3) ανηλίκων τέκνων που απέκτησε αυτή από τον καθ' ου, με τον οποίο ευρίσκεται σε διάσταση. Η αίτηση αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επ. ΚΠολΔ), είναι δε νόμιμη, στηριζομένη στις διατάξεις των άρθρων 1510, 1511, 1512, 1513, 1514, 1518 του ΑΚ, 735 και 950 παρ. 1 του ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσίαν.


Εξάλλου, με την δεύτερη υπ' αριθ. εκθ. καταθ. 4819/30.3.2010 αίτηση ο αιτών
(καθ' ου στην προηγουμένη αίτηση), επικαλούμενος επείγουσα περίπτωση, ζητεί, ως
μέτρα, 1) να του ανατεθεί προσωρινώς η επιμέλεια του προσώπου των ως άνω τριών (3) ανηλίκων τέκνων που απέκτησε αυτός με την καθ' ης, με την οποία ευρίσκεται-σε διάσταση, και 2) να επιδικασθεί επίσης προσωρινώς για λογαριασμό των εν λόγω ανηλίκων τέκνων διατροφή σε χρήμα το συνολικό ποσόν των 500ευρώ μηνιαίως, ήτοι 200 ευρώ για την ..., 150 ευρώ για την ... και ομοίως 150 ευρώ για τον ..., καθ' όσον αυτά αδυνατούν να διαθρέψουν τον εαυτό τους. Με το ως άνω περιεχόμενο η αίτηση αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, κατά την προκειμένη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επ. του ΚΠολΔ) και είναι νόμιμη, στηριζομένη στις διατάξεις των άρθρων 1485, 1486, 1489, 1493, 1496, 1498, 1510, 1511, 1512, 1513, 1514, 1518 του ΑΚ, 728, 729, 735 και 950 παρ. 1 του ΚΠολΔ, πρέπει δε στην συνέχεια να εξετασθεί και από απόψεως ουσιαστικής βασιμότητας, μαζί με την προαναφερθείσα αίτηση της καθ' ης.


Από  την  εκτίμηση των δοθεισών  στο ακροατήριο ενόρκων καταθέσεων των
εκατέρωθεν των διαδίκων μαρτύρων, ... - (για την -αιτούσα -καθ' ης) και - ... για τον καθ' ου - αιτούντα), από τις υπ'αριθ. 815/14.5.2010, 816/14.5.2010 και 726/14.5.2010 ένορκες βεβαιώσεις των ..., δοθείσες, για την πλευρά του καθ'ου -αιτούντος, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλητεύσεως της αιτούσας - καθ' ης, ενώπιον της συμβ/φου Αθηνών, ... οι δύο πρώτες τούτων και ενώπιον της συμβ/φου Ν. Κορινθίας, ... η τρίτη, καθώς και από τις υπ' αριθ. 5260/31.3.2010, 5269/14.4.2010 και 5298/17.5.2010 ένορκες βεβαιώσεις των ..., δοθείσες, για την πλευρά της αιτούσας - καθ' ης, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλητεύσεως του καθ' ου - αιτούντος, ενώπιον της συμβ/φου Αθηνών, ..., μη λαμβανομένων, αντιθέτως υπ'όψη των υπ'αριθ. 5264/9.4.2010, 5266/14.4.2010, 5267/14.4.2010, 5268/14.4.2010 και 5297/17.5.2010 δοθεισών, για την πλευρά της αιτούσας - καθ'ης, ενώπιον της αυτής ως άνω συμβ/φου Αθηνών, ενόρκων βεβαιώσεων, λόγω του, κατά παράβαση της διατάξεως του άρθρου 270 παρ. 2 εδ. γ' του ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία «ένορκες βεβαιώσεις ... λαμβάνονται υπ'όψη το πολύ τρεις για κάθε πλευρά», υπεραρίθμου τούτων (οκτώ αντί των προβλεπομένων από τον νόμο τριών), όπως επίσης και από όλα τα από τους διαδίκους  προσκομιζόμενα έγγραφα, λαμβανόμενα υπ' όψη και για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, πιθανολογούνται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Οι διάδικοι απέκτησαν τρία (3) τέκνα, την ... γεννηθείσα την 6.11.1999, την ..., η οποία γεννήθηκε την 22.5.2002 και τον ..., γεννηθέντα την 22.6.2004, ενώ είχαν συνάψει νόμιμο γάμο την 13.2.2002 στην Ηλιούπολη Αττικής και το πρώτο ως άνω τέκνο τους το είχε αναγνωρίσει συμβολαιογραφικώς ο πατέρας καθ'ου - αιτών με την υπ'αριθ. 13160/2.11.2001 δήλωση αναγνωρίσεως της συμβ/φου Αθηνών, .... Διέμεναν στον Αλιμο Αττικής και ο πατέρας εργαζόταν ως υπάλληλος πρατηρίου υγρών καυσίμων, ενώ η μητέρα, Γαλλίς υπήκοος, δεν εργαζόταν, ασχολούμενη με την ανατροφή των ως άνω τέκνων τους και με τα του οίκου τους. Η έγγαμη συμβίωση τους όμως δεν εξελίχθηκε ομαλά, διότι υπήρχαν από ενός σημείου και έπειτα συνεχείς εντάσεις και τριβές, εξ αιτίας  αφ'ενός  μιας ζήλειας εκδηλωθείσας από μέρους του συζύγου- πατέρα (αιτούντος - καθ' ου) προς το πρόσωπο της συζύγου-μητέρας (αιτούσας - καθ' ης) και αφετέρου των παραπόνων από μέρους της τελευταίας για τον επαγγελματικό προσανατολισμό του συζύγου της όταν αυτός απελύθη από την εργασία του το έτος 2006, και την οικονομική τους αδυναμία να ανταπεξέλθουν στις ανάγκες του βίου των ιδίων και των τέκνων τους. Επί πλέον σημείο τριβής του ζεύγους των διαδίκων απετέλεσε και η ασυμφωνία τους ως προς τον τρόπο φροντίδας και επιτηρήσεως των εν λόγω τέκνων τους, αφού ό πατέρας θεωρούσε ότι η μητέρα σύζυγος του διαπνεόταν από μεγάλη χαλαρότητα στην επιβολή τούτων (μέτρων). Στην πραγματικότητα η τελευταία είχε την άποψη, και αυτή εφάρμοζε στην ανατροφή των τέκνων τους, της, δια της τονώσεως της διαδικασίας του αυτοδύναμου και της αυτενεργείας αυτών, προοδευτικής ανεξαρτητοποιήσεως από τα δεσμευτικά όρια της πολύ στενής παρακολουθήσεως και εξαρτήσεως από τους γονείς διαδίκους, μη αμελώντας όμως την επιτήρηση τούτων και περιφρούρηση της ασφαλείας τους. Υπήρχε, δηλαδή, μεταξύ των διαδίκων μία διάσταση απόψεων εν σχέσει προς την διαπαιδαγώγηση των τέκνων με τον πατέρα περισσότερο ίσως προσκολλημένο στον παραδοσιακό και πλέον «σφικτό» τρόπο δομής της οικογένειας και επιτηρήσεως των τέκνων. Τα εν λόγω δε σημεία διαφωνίας, εντεινόμενα και από την ζήλεια του συζύγου αιτούντος - καθ' ου, και από την οικονομική ανέχεια λόγω της ανεργίας τούτου, και της μη επιθυμίας του να άνευρη η σύζυγος αιτούσα - καθ' ης εργασίαν, οδήγησαν αυτόν (αιτούντα-καθ' ου) συμπεριφοράς απαξιωτικής απέναντι στην τελευταία και υβριστικής κάποιες φορές και ενώπιον των τέκνων τους, με αποτέλεσμα την δημιουργία λογομαχιών, διαπληκτισμών και ερίδων, και περαιτέρω συνέπεια, μετά την σταδιακή ψύχρανση των μεταξύ των διαδίκων σχέσεων, τη ν διάρρηξη τούτων, περί τις αρχές Ιουνίου του έτους 2008, μετά και πάλιν από έντονο επεισόδιο για την επιτήρηση του μικρότερου άρρενος ..., η αιτούσα καθ' ής απεχώρησε από την συζυγική κατοικία, παίρνοντας μαζί της και ταπροάναφερόμενα τρία ανήλικα τέκνα τους και μισθώνοντας στην αυτή περιοχή του Αλίμου, όπου η οικογένεια είχε ζήσει όλα της τα χρόνια και είχε δημιουργήσει δεσμούς με τους ανθρώπους της περιοχής, τα δε παιδιά είχαν αναπτύξει φιλικές σχέσεις με συνομηλίκους τους, διαμέρισμα, αντί μηνιαίου μισθώματος 800 ευρώ, το οποίο κατάφερνε και πλήρωνε η αιτούσα - καθ' ης από την εργασία της ως υπάλληλος σε τουριστικό γραφείο και με την συνδρομή της μητέρας της, ..., χωρίς την οποία δεν θα μπορούσε η ίδια (αιτούσα) να αντεπεξέλθει στις βιοποριστικές ανάγκες των τέκνων, αφού ο αιτών πατέρας ουδόλως συνεισέφερε στην αντιμετώπιση τους, χολωθείς ενδεχομένως από την αποχώρηση της αιτούσας από την συζυγική κατοικία. Κατ' εκείνο όμως το χρονικό σημείο και μέχρι τότε ο τελευταίος δεν είχε εκδηλώσει οποιαδήποτε διαφωνία για την ικανότητα της καθ'ης-αιτούσας ως προς την ανάθεση σ' αυτήν της επιμελείας του προσώπου των τέκνων τους, επί ένα δε τουλάχιστον έτος δεν είχε εγερθεί από μέρους του τέτοιο ζήτημα, επισκεπτόμενος τα τέκνα και διατηρώντας όχι μία πολύ συχνή επικοινωνία μαζί τους, παρά την μεγάλη στοργή και αγάπη που διαπνεόταν γι' αυτά. Η πολύ μεγάλη ένταση στις μεταξύ των διαδίκων σχέσεις ως προς το εν λόγω ζήτημα (της επιμελείας) ξεκίνησε και ογκώθηκε, όταν η αιτούσα-καθ'ης τον μήνα Ιούνιο του έτους 2009 μετέβη στην Γαλλία, όπως κάθε χρόνο, για θερινές διακοπές με τα τέκνα των διαδίκων, μετά από συναίνεση και του αιτούντος-καθ'ου, δεν επέστρεφε όμως, όπως κάθε φορά, ύστερα από παρέλευση μηνός και ούτε ακόμη και μέχρι την αρχή του σχολικού έτους 2009-2010, αποφασίσασα μόνη της και δίχως συνεννόηση με τον καθ'ου - αιτούντα να εγκατασταθεί μόνιμα με τα ανήλικα εκεί, διότι της παρείχετο πολύ μεγάλη οικονομική βοήθεια, ως πολύτεκνη, από το γαλλικό κράτος - εν αντιθέσει προς το ημεδαπό - ενέγραψε δε στην συνέχεια τα τέκνα σε γαλλικό σχολείο τα δύο μεγαλύτερα (...), και σε (γαλλικό) νηπιαγωγείο τον μικρότερο .... Η ενέργεια της αυτή όμως, παρά το γεγονός ότι δέχθηκε και απέστειλε τα τέκνα για τις δεκαπενθήμερες διακοπές των Χριστουγέννων στην Ελλάδα στον αιτούντα πατέρα τους, πυροδότησε απέναντί της συναισθήματα εχθρικά τόσον στον τελευταίο, όσον και στην στενή του πατρική οικογένεια (παππούδες, θείους, εξαδέλφια των ανηλίκων), οφειλόμενα εν πολλοίς στην δικαιολογημένη ανασφάλεια και στον κλονισμό της εμπιστοσύνης προς το πρόσωπο της που δημιούργησε αυτή με τις ως άνω ενέργειες της, με αποτέλεσμα να αρνηθεί αυτός να επιστρέψει, όπως είχε υπογράψει και συμφωνήσει να κάνει κατά το τέλος των διακοπών των Χριστουγέννων, αυτά στην αιτούσα - καθ' ης και να τα εγκαταστήσει έκτοτε στο πατρικό του σπίτι στους Αγ. Θεοδώρους Κορινθίας, όπου διαβιούν σε δύο υπνοδωμάτια και ένα σαλόνι όλοι μαζί με τους γονείς του και παππούδες των τέκνων, αποκόβοντας αυτά τόσον ο ίδιος, όσον προηγουμένως και η αιτούσα με την μετάβαση της στην Γαλλία, από το γνωστό καθ όλη την διάρκεια του βίου τους φιλικό και σχολικό περιβάλλον του Αλίμου. 


Περαιτέρω πιθανολογήθηκε ότι κατά την διάρκεια της ορισθείσας με προσωρινή  διαταγή (από 15.4.2010) εβδομαδιαίας επικοινωνίας της αιτούσας με τα τέκνα της, αφού επίσης με (από  15.4.2010) προσωρινή διαταγή είχε ανατεθεί προσωρινώς η επιμέλεια τους στον πατέρα-αιτούντα, ο τελευταίος, μαζί με το πατρικό οικογενειακό του περιβάλλον, έχοντας επηρεάσει δυσμενώς και σταθερώς τα δύο μικρότερα τέκνα (..., μαθήτρια Β' Δημοτικού και ..., μαθητή  Νηπιαγωγείου) έναντι της μητέρας-αιτούσας, αρνούντο αυτά μετ' επιμονής να την συνοδεύσουν, ακόμη και να την πλησιάσουν, επικαλούμενα, κατά κύριο λόγο, ότι εφοβούντο ότι αυτή θα τα έπαιρνε μαζί της οριστικώς στην Γαλλία και, κάποιες φορές, ότι με τον αιτούντα πατέρα είχαν πολύ καλύτερα πράγματα να κάνουν. Η αιτούσα τότε, η οποία μετέβαινε από τον Αλιμο, όπου φιλοξενείτο σε φιλική της οικογένεια, τρείς φορές την εβδομάδα, για την ορισθείσα επικοινωνία, στους Αγ. Θεοδώρους, μη καταφέρνοντας παντάπασι να ασκήσει, το δικαίωμα επικοινωνίας με τα δύο μικρότερα τέκνα της,  κατέφευγε επανειλημμένως, κατά το διάστημα αυτό του ενάμισυ μηνός, στο Α.Τ. των Αγ. Θεοδώρων καταγγέλλουσα την ως άνω συμπεριφορά του αιτούντος, ο οποίος στην πραγματικότητα προσπαθούσε, εμφορούμενος από μεγάλη ανασφάλεια και φόβο μήπως και η αιτούσα δεν επιστρέφει τα παιδιά σε κάποια απομάκρυνση τους, στα πλαίσια της επικοινωνίας, από το σπίτι όπου διέμεναν αυτά, να τα αποξένωση από την μητέρα τους, ώστε να τα προστατεύσει, όπως πίστευε, από το ενδεχόμενο μεταβάσεως τους στην Γαλλία, με συνέπεια τα δύο αυτά μικρότερα τέκνα, λόγω και του πλέον τρυφερού έναντι της μεγαλύτερης θυγατέρας και, ως εκ τούτου, ευάλωτου του χαρακτήρα τους, να αναπτύξουν μίαν ψυχική απόσταση από την μητέρα τους και σχετική ψύχρανση των συναισθημάτων τους προς το πρόσωπο της, στοιχεία τα οποία αντελήφθη το Δικαστήριο κατά την επικοινωνία που είχε, κατ' άρθρο 1511 ΑΚ, μαζί τους, πλην όμως κρίνεται ότι τα εν λόγω δύο μικρότερα τέκνα, εξ αιτίας των ως άνω παραγόντων και του επηρεασμού και της πιέσεως που δέχονται από το πατρικό οικογενειακό περιβάλλον, δεν είναι σε θέση να έχουν και να εκφράσουν με ελεύθερο και ώριμο για την ηλικία τους τρόπο την πραγματική τους βούληση και, κατά συνέπειαν, κρίνεται ότι δεν μπορούν να διατυπώσουν αξιόπιστο λόγο ως προς το πραγματικό και αντικειμενικό τους συμφέρον για το με ποιον από τους δύο γονείς τους προτιμούν να διαμένουν, ικανότητα την οποία φάνηκε ότι  διαθέτει σε ικανοποιητικό βαθμό η μεγαλύτερη κόρη, ... (μαθήτρια της Ε'Δημοτικού), εκφρασθείσα με ώριμο για την ηλικία  της και συγκροτημένο τρόπο υπέρ της απόψεως της παραμονής της ιδίας και των αδελφών της στην Ελλάδα (στον ʼλιμο), μαζί είτε και με τους δύο γονείς (σαν οικογένεια, όπως παλιά), είτε μόνο με την μητέρα, κατ' ουδένα όμως τρόπο στην Γαλλία, πρωτίστως καθ΄ όσον διέβλεπε τον της, από το ενδεχόμενο αυτό, επελεύσεως αποξενώσεως τους από πατέρα τους, τον οποίο επίσης φάνηκε ότι υπεραγαπά. Πιθανολογείται δε, αντιθέτως, ότι η μητέρα αιτούσα, η οποία,είχε μέχρι του Δεκεμβρίου του 2009 από της γεννήσεως τους, κατά το μέγιστο μέρος, την ευθύνη της φροντίδας και της ανατροφής των τριών ανηλίκων, ανταπεξήλθε επαρκέστατα στα καθήκοντα της αυτά, προσπάθησε να αναπτύξει εποικοδομητικά και με δημιουργικό τρόπο την προσωπικότητα τους, με κυρίαρχο στόχο καθ' όλη την διάρκεια της με τον αιτούντα διαστάσεως να μη πληγώνει αυτά στρέφοντας τα με υποβολές εναντίον του προσώπου του πατέρα τους -αιτούντος-καθ'ου, την καλή εικόνα του οποίου ως πρότυπο έχουν τόσον ανάγκη τα τέκνα αυτής της ηλικίας για την υγιή ψυχοπνευματική τους ανάπτυξη. Συνεπώς πιθανολογείται ότι το αληθές συμφέρον τούτων είναι, προς το παρόν τουλάχιστον, να ανατεθεί προσωρινώς η επιμέλεια τους στην αιτούσα μητέρα, υπό τον όρο όμως αυτή να διαμένει στην Ελλάδα στο διαμέρισμα όπου μίσθωσε την 1η/6/2010 στον ʼλιμο, στην γειτονιά όπου διέμεναν όλα τους τα χρόνια, μέχρι τον Ιούνιο του 2009, τα τέκνα, και έχουν αναπτύξει στενούς δεσμούς με το προερχόμενο από εκεί φιλικό και σχολικό περιβάλλον, πιθανολογούμενης επιπλέον της συνδρομής επείγουσας περιπτώσεως για την λήψη του εν λόγω ασφαλιστικού μέτρου, η οποία συνίσταται στον κίνδυνο του εκ της εξακολουθήσεως της αποξενώσεως της μητέρας από τα τέκνα ανεπανόρθωτου ψυχικού τραυματισμού τους. Επομένως, εν κατακλείδι, θα πρέπει να γίνει δεκτή και από απόψεως ουσιαστικής βασιμότητας η αίτηση της αιτούσας - καθ' ης μητέρας, ενώ να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη αυτή του αιτούντος - καθ' ου πατέρα. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω της σχέσεως τους ως συζύγων (αρθρ. 179 του ΚΠολΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ


- Συνεκδικάζει, κατ' αντιμωλίαν των διαδίκων, 1) την υπ αριθ. εκθ. καταθ. 4365/22.3.2010 αίτηση της ... κατά του ... και 2) την υπ'αριθ. εκθ. καταθ. 4819/30.3.2010 αίτηση του ... κατά της ...

- Απορρίπτει την υπ'αριθ. εκθ. καταθ 4819/30.3.2010 αίτηση.

- Δέχεται την υπ'αριθ. εκθ. καταθ. 4365/22.3.2010 αίτηση.

- Αναθέτει προσωρινώς την επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων αποκλειστικώς στην αιτούσα μητέρα, υπό τον όρο να διαμένει αυτή στην Ελλάδα και πλέον συγκεκριμένα στον ʼλιμο Αττικής, ειδικώτερα δε στην μισθωμένη από αυτή κατοικία (διαμέρισμα επί της κειμένης στην οδό .... πολυκατοικίας),

- Υποχρεώνει τον καθ'ου να παραδώση στην αιτούσα τα ως άνω ανήλικα τέκνα και, σε περίπτωση αρνήσεως του, απαγγέλλει κατ' αυτού χρηματική ποινή υπέρ της αιτούσας ύψους πεντακοσίων (500) ευρώ και προσωπική κράτηση ενός (1) μηνός εναντίον του.

- Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά τους έξοδα.

- Κρίθηκε και αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στην Αθήνα στις 30/07/2010 σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι τους



Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                            ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

                                         ΑΚΡΙΒΕΣ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

ΕΚΘΕΣΗ   ΕΓΧΕΙΡΙΣΕΩΣ