Πέμπτη 17 Μαρτίου 2011

Σχέση αυτοεκτίμησης με άλλες ψυχολογικές και κοινωνικές μεταβλητές

ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ ΠΑΠΑΝΗΣ (από το βιβλίο 'Η αυτοεκτίμηση και η μέτρησή της' Εκδόσεις Ατραπός 2004, όπου περιλαμβάνεται η κλίμακα μέτρησης της αυτοεκτίμησης)

Η αυτοεκτίμηση έχει τεράστια επίδραση σε ένα πλήθος συμπεριφορών και ψυχολογικών αντιδράσεων, που αφορούν τις σχέσεις με τους άλλους, την ποιότητα της επικοινωνίας, τον ανταγωνισμό ή την άμιλλα, τη συμμόρφωση και υποταγή, τις άρρητες θεωρίες προσωπικότητας, την επίδοση και καταξίωση, την προσαρμογή, τη σεξουαλική έλξη, την αντίδραση στα αγχογόνα γεγονότα και γενικότερα στην αντιμετώπιση του εαυτού σε αντιπαραβολή με το περιβάλλον (Mruk,1999; Wells & Marwell,1976; Wylie,1974,1979;Baumeister,1993 Gilbert, Fiske, and Lindzey, 1999).
Πιο συγκεκριμένα διάφορες έρευνες έχουν επισημάνει τη σχέση της αυτοεκτίμησης με διάφορους παράγοντες :


1.3.1 Σχέση της αυτοεκτίμησης με τις τάσεις αυτοκτονίας

- Battle, 1990 και Bhatti, 1992 Επιβεβαιώνονται οι υποθέσεις για τη συσχέτιση της χαμηλής αυτοεκτίμησης των εφήβων και της αυτοκτονικής κατάθλιψης, καθώς και με αρνητικές σκέψεις και εξαρτησιογόνο συμπεριφορά ( κλινικές μελέτες).

1.3.2 Σχέση της αυτοεκτίμησης με την σχολική αποτυχία

Kite, 1989- Bloom, 1977- Earle, 1987 .Στις μελέτες τους διαπιστώθηκε ότι η συντριπτική πλειοψηφία των παραγόντων, που οδηγούν στην εγκατάλειψη του σχολείου, σχετίζονται με μειωμένη αυτοεκτίμηση για τις νοητικές ικανότητες του μαθητή, γεγονός που, μέσω της αυτοεκπληρούμενης προφητείας, επιτείνεται από τους γονείς και τους δασκάλους. Η ανατροφοδότηση του χαμηλού αυτοσυναισθήματος φαίνεται να ενισχύεται από τη διαπίστωση ότι όσοι εγκαταλείπουν τελικά το σχολείο , έχουν χαμηλότερη αυτοεκτίμηση σε σχέση με τους συνομηλίκους τους, που συνεχίζουν να φοιτούν. Η θετική αυτοαντίληψη θεωρείται απαραίτητη προϋπόθεση για την εξασφάλιση της συμμετοχής του ατόμου στην διαδικασία της μάθησης. Όταν το άτομο έχει ισχυρή αυτοεκτίμηση και δεν διακατέχεται από φόβους: όπως αυτός της απόρριψης του από τους γύρω του και της αποτυχίας, μπορεί να συμμετέχει ενεργητικά σε αυτήν. Η συχνή, όμως, σύνδεση της νοητικής ικανότητας και της εν γένει ικανότητας του παιδιού με τη σχολική επιτυχία ή αποτυχία αποτελεί απειλή για τη θετική αυτοαξιολόγησή του. (Bloom,1977)


1.3.3 Σχέση της αυτοεκτίμησης με τη σχολική επίδοση

Brookover, Thomas and Patterson, 1985- Coopersmith,1965- Wylie,1979- Holly,1987- Covington,1989- Walz and Bleuer,1992- Scheirer and Krant,1979

Στις έρευνές τους βρέθηκαν στατιστικώς σημαντικές συνάφειες μεταξύ αυτοεκτίμησης και σχολικής επίδοσης. Πιο συγκεκριμένα, η υψηλή αυτοεκτίμηση κατά την προσχολική ηλικία συνεπάγεται μεγάλη αναγνωστική ετοιμότητα στην πρώτη δημοτικού, καλύτερες επιδόσεις στην ανάγνωση και γραφή. Μάλιστα η μέτρηση της αυτοεκτίμησης είχε τόσο μεγάλη προγνωστική αξία, που εξισωνόταν σχεδόν με άλλα αιτιακά μεγέθη, όπως η ευφυία και η επίδρασή της στη σχολική επίδοση συνεχιζόταν μέχρι την αποφοίτηση από το λύκειο. Όπως συμβαίνει και με όλες τις συναφειακές μελέτες, δεν κατέστη δυνατό να βεβαιωθεί ποιο μέγεθος είναι το αίτιο και ποιο το αποτέλεσμα. Έτσι πολλοί υποστηρίζουν ότι η αυτοεκτίμηση είναι το προιόν της σχολικής επιτυχίας και όχι η γενεσιουργός αιτία της. Αντίθετα, άλλοι ερευνητές διατείνονται ότι δεν είναι δυνατόν να είναι κανείς καλός και αποδοτικός μαθητής, χωρίς κάποια δόση υψηλής αυτοεκτίμησης. Η αυτοεκτίμηση είναι κάτι που διδάσκεται και οποιαδήποτε μεταβολή της, μέσω ψυχολογικής παρέμβασης, συσχετίζεται με διαφοροποιημένη σχολική επίδοση ( αιτιακή απόδειξη), μείωση των αδικαιολογήτων απουσιών και εγκατάλειψη του σχολείου.




1.3.4 Σχέση μεταξύ χρήσης ναρκωτικών, αλκοόλ και αυτοεκτίμησης
Keegan,1987- Skager,1988- Gossop,1976- Miller,1988. Οι εμπειρικές έρευνές τους πιστοποίησαν στατιστικώς σημαντικές συσχετίσεις ανάμεσα στη χαμηλή αυτοεκτίμηση, το νευρωσικό άγχος, και την παθητικότητα, καταστάσεις που ευνοούσαν τη χρήση ουσιών.Μάλιστα, έγινε φανερό ότι η ανάγκη για εξάρτηση υποκαθιστούσε τη μειονεξία της χαμηλής αυτοεκτίμησης, δηλαδή δρούσε ως μηχανισμός άμυνας. Το κρίσιμο σημείο στις διαπιστώσεις αυτές είναι ότι στην πραγματικότητα τα ναρκωτικά και το αλκοόλ έδιναν μια ψευδαίσθηση ελέγχου, χαρακτηριστικό, που δεν διαθέτει ένα άτομο χωρίς αυτοεκτίμηση. Αντίθετα, άτομα με υψηλή και αυθεντική αυτοεκτίμηση δεν είχαν την ανάγκη να εξαρτηθούν από συνανθρώπους τους, για να αυτοεπιβεβαιωθούν, ούτε προσπαθούσαν να ταπεινώνουν τους σημαντικούς άλλους, όπως μερικές φορές επιχειρούσαν άτομα με ευάλωτη αυτοεκτίμηση, για να καλύψουν την ανασφάλειά τους. Το πρόβλημα γίνεται ιδιαιτέρως αισθητό κατά την περίοδο της εφηβείας, όπου η απευθείας έκθεση σε περιβάλλον με ναρκωτικά πολλαπλασιάζει τον κίνδυνο. Προγράμματα καταπολέμησης εξαρτήσεων από ναρκωτικά και αλκοόλ χρησιμοποίησαν μεθόδους ενίσχυσης της αυτοεκτίμησης και είχαν μακροπρόθεσμα θετικά αποτελέσματα απεξάρτησης.
1.3.5 Σχέση αυτοεκτίμησης και ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης κατά την εφηβεία.
Crockenberg και Soby, 1989- Hogg,1979- Beane,1984 H επισκόπηση πολλών αγγλοσαξωνικών ερευνών έδειξε ότι η ελλιπής, μη σταθερή και αναποτελεσματική χρήση αντισυλληπτικών, ειδικά κατά τη νεαρή ηλικία, ακόμα και από γυναίκες με καλή ενημέρωση επί του θέματος, είχε θετική συνάφεια με το μειωμένο αίσθημα αυτοεκτίμησης γενικά και για την εξωτερική τους εμφάνιση ειδικότερα. Η καλλιέργεια αρνητικής ταυτότητας, που ήταν συνήθως αποτέλεσμα άσχημων εμπειριών, οδηγούσε πολλές νεαρές μαθήτριες στην πορνεία. Πλείστες παρεμβάσεις για την κοινωνική επανένταξη των γυναικών αυτών επετύγχαναν μόνο όταν ελαμβάνετο υπόψη ο παράγοντας αυτοεκτίμηση.Τέλος η απόφαση νεαρών μητέρων να κρατήσουν τα παιδιά τους, ακόμα κι όταν λόγω ηλικίας ή πόρων ήταν αδύνατο να το καταφέρουν, αφορούσε την πεποίθησή τους ότι τα παιδιά τους θα τους παρείχαν χωρίς όρους αποδοχή και αγάπη, που τόσο είχαν στερηθεί.
1.3.6 Σχέση μεταξύ αυτοεκτίμησης, βίας και παραπτωματικής συμπεριφοράς.
Kelley,1978- Kaplan,1975- Toch και Davis,1993- Johnson,1977- Sahagan,1991- Lopez,1992, Παγκόσμια Ένωση Αστυνομικών,1979- Steffenhagen και Burns,1987. Η συνάφεια μεταξύ της χαμηλής αυτοεκτίμησης και της παραβατικότητας, ακόμα και στο χώρο του σχολείου, διαπιστώνεται συστηματικά από πολλές έρευνες. Άτομα με ανεπαρκή αυτοεκτίμηση, τα οποία βιώνουν διαρκείς ματαιώσεις και αποτυχίες, στρέφονται προς την αντικοινωνική συμπεριφορά ως αντεκδίκηση προς το κοινωνικό σύνολο. Η αυτοεκτίμησή τους αναπτερώνεται από τις βίαιες συμπεριφορές, γιατί η επιβολή ή η ένταξη σε κάποια συμμορία, αναπληρώνουν τα κενά και τα στίγματα, που τους κληροδότησε ο περίγυρός τους. Η καταξίωση επιτυγχάνεται από τη συμμετοχή σε ένα ιεραρχικό σύστημα (π.χ. συμμορία), με πολλές ευκαιρίες ανέλιξης, αναγνώρισης της στερηθείσας αξίας και απόκτησης ταυτότητας. Η χαμηλή αυτοεκτίμηση αποτελεί μια ανεξάντλητη πηγή μίσους και οργής, η οποία, αν διοχετευθεί προς τον εαυτό, γίνεται κατάθλιψη και αν εκτονωθεί επιθετικά, εξισορροπεί την απωλεσθείσα ή τρωθείσα αυτοεικόνα. Κατά την ψυχαναλυτική άποψη όλες οι βίαιες αποκλίνουσες συμπεριφορές ερμηνεύονται μέσω της συσχέτισής τους με την αυτοεκτίμηση και τα πλαίσια που την υπονομεύουν.
1.3.7 Αυτοεκτίμηση και άγχος
Για πολλούς ερευνητές η έννοια της υψηλής αυτοεκτιμησης καθορίζεται από δύο κυρίως παραμέτρους. Από την θετική αλλά ταυτόχρονα ρεαλιστική αξιολόγηση του εαυτού και από τον βαθμό, που ο άνθρωπος είναι πεπεισμένος ότι μπορεί να ελέγξει εξωτερικούς παράγοντες και να χειριστεί επιτυχώς καθημερινά, απλά ή σύνθετα ζητήματα. Οι αντιδράσεις και οι προσωπικές επιλογές σε δεδομένη χρονική στιγμή, επηρεάζονται από την αντίληψη του ατόμου για το ποιο πραγματικά πιστεύει ότι είναι. Η αντίληψη αυτή καθορίζει τις αντιδράσεις σε γεγονότα και το είδος τους με τη σειρά του, συσχετίζεται άμεσα την προσαρμογή του ατόμου. Όταν η αυτοεκτίμηση κυμαίνεται σε χαμηλά επίπεδα, ελαττώνεται η ικανότητα των ατόμων να προσαρμόζονται και να κινούνται ευέλικτα σε ακραίες, αρνητικά φορτισμένες συνθήκες. Τέτοιες καταστάσεις επηρεάζουν έντονα την προσωπικότητα, και μάλιστα, σύμφωνα με τις απόψεις του Branden, (1984), τα αρνητικά γεγονότα έχουν μεγαλύτερη συναισθηματική επίδραση στους ανθρώπους απ΄ ότι τα θετικά. Άτομα με χαμηλό δείκτη αυτοεκτίμησης, εκδηλώνουν περισσότερο άγχος, όταν καλούνται να ανταπεξέλθουν σε δύσκολες καταστάσεις συγκριτικά με άτομα υψηλής αυτοεκτίμησης, επειδή διαθέτουν λιγότερο αποτελεσματικούς τρόπους αντιμετώπισης του (Abel, 1996). Οι Smith, Zhan, Hynington και Washington, (1992) συμπληρώνουν ότι οι άνθρωποι με υψηλή αυτοεκτίμηση, έχουν την τάση να χρησιμοποιούν ποικιλία συμπεριφορών διευθέτησης των αγχογόνων καταστάσεων και να αποστασιοποιούνται από αυτές, ενώ άτομα χαμηλής αυτοεκτιμησης, ερμηνεύουν τη συμπεριφορά τους ως απόλυτα εξαρτημένη από τη συγκεκριμένη κατάσταση. Επιπλέον, ο Kreger σε ένα άρθρο που εξέδωσε το 1995, απέδειξε ότι το άγχος, που εισπράττει κάποιος σε μια δεδομένη στιγμή, συνδέεται περισσότερο με την εικόνα, που έχει σχηματίσει για τον εαυτό του, παρά με την ένταση της συγκεκριμένης κατάστασης.

1.3.8 Αυτοεκτίμηση και κοινωνική προσαρμογή
Όσο πιο συγκροτημένη και ολοκληρωμένη είναι η αντίληψη ενός ατόμου για τον εαυτό του, τόσο περισσότερες πιθανότητες έχει να αντιμετωπίζει επιτυχώς τις δυσκολίες στην προσωπική και επαγγελματική του ζωή. Η υψηλή αυτοεκτίμηση συνήθως χαρακτηρίζει άτομα φιλόδοξα, που γνωρίζουν ακριβώς τους στόχους τους και είναι σαφή στα όσα επιδιώκουν από τη ζωή τους. Όσο περισσότερη αυτοεκτίμηση διαθέτει ένας άνθρωπος, τόσο πιο ανοιχτός και αποτελεσματικός στην επικοινωνία τείνει να είναι. Αντιστρέφοντας το συλλογισμό, χαμηλά επίπεδα αυτοεκτίμησης χαρακτηρίζουν προσωπικότητες με φτωχές επικοινωνιακές δυνατότητες, δεδομένου ότι η αβεβαιότητα για την προσωπική επάρκεια και ο φόβος για την αντίδραση του ακροατή παρεμποδίζουν τους διαύλους επικοινωνίας. Όπως διαπιστώνει ο Βranden (1981) , η ζωτικότητα και η διεύρυνση των διαπροσωπικών δραστηριοτήτων είναι στοιχεία που χαρακτηρίζουν άτομα με υγιή αυτοεκτίμηση, σε αντίθεση με τα άτομα χαμηλής αυτοεκτίμησης, τα οποία βιώνουν τις σχέσεις παθητικά ερμηνεύοντάς τες ως κενές, ανούσιες και εξαρτητικές. Οι άνθρωποι της δεύτερης κατηγορίας κυριεύονται από αυτόματες προσδοκίες απόρριψης, ταπείνωσης και προδοσίας, γεγονός που έχει άμεσο αντίκτυπο στο πώς αντιλαμβάνονται τις σχέσεις. Ο Μeyers (1992) ολοκληρώνει το συλλογισμό, λέγοντας ότι η υψηλή αυτοεκτίμηση είναι ένας ισχυρός προγνωστικός παράγοντας για την προσωπική ευτυχία ενός ατόμου. Η αντίληψη της ευτυχίας είναι μία συνιστώσα, που επηρεάζει πολυδιάστατα την ανθρώπινη φύση. Έρευνες έχουν αποδείξει ότι η ομαλή ανάπτυξη της αίσθησης της προσωπικής αξίας και ανεξαρτησίας αυτόματα οδηγεί στην προσωπική ευτυχία, ελευθερώνοντας το άτομο από αρνητικές σκέψεις και βοηθώντας το να κατανοήσει ποιος πραγματικά είναι και τι πραγματικά ζητά. (Waterman, 1981, 1984).
Η χαμηλή αυτοεκτίμηση παρουσιάζεται ως μια συνιστώσα, που αποτελεί τροχοπέδη και ανασταλτικό παράγοντα στις κοινωνικές και ατομικές δραστηριότητες του ατόμου. Εντούτοις, κάτω από ορισμένες συνθήκες, η υψηλή αυτοεκτίμηση γίνεται πηγή προβλημάτων, ενώ η χαμηλή μετατρέπεται σε αναγκαστικό κίνητρο για δραστηριοποίηση. Αν και η αρνητική αξιολόγηση του εαυτού συνήθως καταστέλλει την ενεργητικότητα, σε μερικές ακραίες περιπτώσεις η υπερβολή της χαμηλής αυτοεκτίμησης μπορεί να κινητοποιήσει το άτομο, ώστε να αποτελματωθεί από την αδράνεια. Λειτουργεί δηλαδή εδώ ο ψυχικός μηχανισμός,που χρησιμοποιείται και στην κατακλυσμιαία μέθοδο θεραπείας, κατά τον οποίο η μεγάλη δόση χαμηλής αυτοεκτίμησης και η αίσθηση ότι κάποιος φτάνει στον πυθμένα της αυτοαξιολόγησης μπορεί να ενεργοποιήσει τις δυνάμεις αντίδρασής του. Αντίθετα, το υψηλό αυτοσυναίσθημα, μερικές φορές δύναται να επιφέρει αλαζονεία, ανειλικρίνεια, εφησυχασμό και έπαρση. Εξάλλου, ο Darlympe, (1995) διαπίστωσε ότι οι ναζί είχαν υπερβολικά υψηλή αυτοεκτίμηση.





1.3.9 Αυτοεκτίμηση και φύλο
Ο Rosenberg ήδη από το 1967 παρατήρησε μια στατιστικώς σημαντική αλληλεπίδραση ανάμεσα στο φύλο και την αυτοεκτίμηση σε συνάρτηση με διάφορες άλλες μεταβλητές. Ο Epstein (1979) διαπίστωσε πως όταν οι γυναίκες μιλούσαν για αυτοεκτίμηση, αναφέρονταν περισσότερο σε εμπειρίες αποδοχής ή απόρριψης, ενώ οι άνδρες για καταστάσεις επιτυχίας ή αποτυχίας. Η τάση αυτή διαφαινόταν ακόμα και σε μικρότερες ηλικίες και έτσι οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι διαφυλικές διαφορές μπορούν να επηρεάσουν την εξέλιξη της αυτοεκτίμησης (Pallas, Entwisle, Alexander, Weinstein,1990). H πλειονότητα όμως των εμπειρικών ερευνών δεν επιβεβαιώνει το εύρημα αυτό, όσον αφορά τη γενική αυτοεκτίμηση των δύο φύλων (Maccoby & Jacklin,1974). Αντίθετα, η πρόταση αυτή ισχύει στις επιμέρους παραμέτρους, γεγονός που υποδηλώνει ότι άνδρες και γυναίκες εσωτερικεύουν διαφορετικά τις διαπροσωπικές τους σχέσεις και τα κριτήρια της επιτυχίας. Το βασικότερο πρόβλημα πάντως αναδύεται από την διαφορετική θεώρηση του εαυτού. Έχει επανειλημένα παρατηρηθεί (Kitayama,1991 Markus,1992) ότι οι γυναίκες έχουν την τάση να αντιλαμβάνονται τον κόσμο και κυρίως την εικόνα του εαυτού τους ολιστικά, δηλαδή ενσωματώνουν σε αυτήν τα αγαπημένα και σημαντικά γι’ αυτές πρόσωπα και τις σχέσεις τους μαζί τους. Δημιουργούν, δηλαδή, ένα συγκεντρωτικό σχήμα του εαυτού. Οι άνδρες από τη μεριά τους θεωρούν τον εαυτό τους πιο αυτόνομα και αποσπασματικά μέσω μεμονωμένων πράξεων και ενεργειών. Είναι περισσότερο ατομοκεντρικοί, ανεξάρτητοι και ανταγωνιστικοί. Απόρροια του γεγονότος αυτού είναι ότι στην πραγματικότητα η αυτοεκτίμηση στα δύο φύλα είναι τελείως διαφοροποιημένη. Τα αγόρια από πολύ μικρά μαθαίνουν να έχουν αυτοπεποίθηση, όταν ξεχωρίζουν και όταν οι πράξεις τους στέφονται από επιτυχία. Τα κορίτσια θεωρούνται ικανά όταν μπορούν να σχηματίζουν ολοκληρωμένες συναισθηματικές επαφές. Κατά τον Eagly ( 1987) η διαδικασία αυτή ξεκινά από τη γέννηση. Τα αγόρια ενθαρρύνονται περισσότερο στην εξερεύνηση και την δράση, ενώ συναισθηματικές εκδηλώσεις,όπως κλάμα αποδίδονται συχνότερα στα κορίτσια. Η υιοθέτηση των ρόλων αυτών επηρεάζει τους μετέπειτα αυτοπροσδιορισμούς. Αυτό που δίνει αξία στον εαυτό δεν είναι κοινό και δεδομένο, αλλά καθορίζεται από τις αρχές και τις προτεραιότητες του ατόμου, αν ληφθούν υπόψη τα φίλτρα της κοινωνίας και των προσδοκιών της. Κάθε φορά που κάποιος επιτυγχάνει να ταυτίσει την αυτοεικόνα του νε τις απαιτήσεις και τις ελπίδες του περιβάλλοντος, η αυτοεκτίμησή του αυξάνεται. Η ασυμφωνία, όμως προσωπικών ρόλων και κοινωνικών στερεοτύπων συν τελεί στην έκφραση άγχους και μειωμένης αυτοεκτίμησης. Το πρόβλημα με τις σύγχρονες γυναίκες, παρά την κοινωνική εξίσωσή τους με τους άνδρες είναι ότι δεν έχουν αποποιηθεί καμμία από τις πρότερες υποχρεώσεις τους, ούτε συναισθηματικά ούτε πρακτικά. Επιπλέον έχουν αναλάβει περισσότερες υποχρεώσεις με αποτέλεσμα σήμερα να κρίνονται και από την επαγγελματική τους καταξίωση, αλλά και από την ικανότητά τους να δημιουργούν βαθειές και ισορροπημένες σχέσεις. Η αυτοεκτίμηση στις γυναίκες κερδίζεται δυσκολότερα, εάν βασιστεί και στις δύο παραμέτρους, με αποτέλεσμα πολλές να παραιτούνται του ενός ή του άλλου ρόλου ή απλώς να αποτυγχάνουν και στους δυο. Τα ποσοστά γυναικείας κατάθλιψης είναι η επαλήθευση της διαπίστωσης αυτής.
Σύμφωνα με τους Schwalbe & Staples (1991), η εξερεύνηση της αυτοεκτίμησης απαιτεί να διασαφηνιστούν οι τρόποι, με τους οποίους ένα άτομο αντλεί πληροφορίες για τον εαυτό του, να εξακριβωθεί πώς τους επεξεργάζεται γνωστικά και συναισθηματικά και να καταγραφεί πώς αυτοί εφαρμόζονται σε πραξιακό επίπεδο. Στο μοντέλο πρέπει να προστεθούν οι αντανακλάσεις των επιβραβεύσεων και των αποθαρρύνσεων του περιβάλλοντος στην αυτοεικόνα, οι κοινωνικές συγκρίσεις και το πλαίσιο, μέσα στο οποίο η εικόνα αυτή ολοκληρώνεται. Οι διαφυλικές διαφορές σε όλα τα επίπεδα είναι μεγάλες και κυρίως προιόν μάθησης (Sanford & Donovan,1984). H έρευνα έχει αποκαλύψει ότι οι γυναίκες είναι πιο εξαρτημένες από τους κοινωνικούς επαίνους, οι άνδρες από τις κοινωνικές συγκρίσεις, ενώ δίνουν ίδια σημασία στην αντίληψη των ικανοτήτων και της αξίας τους. Και στα δύο φύλα πηγή αυτοεκτίμησης αποτελούν πρώτιστα οι κοινωνικές αμοιβές, οι προσωπικές εκτιμήσεις για τον εαυτό και τέλος οι κοινωνικές συγκρίσεις (Mensky,1996).

1.3.10 Αυτοεκτίμηση και επικοινωνία
Η επικοινωνία ορίζεται ως μια διαδικασία αποστολής, λήψης και νοηματοδότησης μηνυμάτων..Η ανθρώπινη επικοινωνία πάντα αλλοιώνεται από τον ‘
θόρυβο’, ο οποίος διαστρεβλώνει την ουσία και παραχαράσσει την πρόθεση του πομπού. Εάν ένα άτομο στείλει το μήνυμα α, ο δέκτης του λαμβάνει το μήνυμα α΄. Ο βαθμός της μετάλλαξης, καθώς και η πολυσημία των μηνυμάτων, μειώνεται από την ανατροφοδότηση, δηλαδή την ενσυνείδητη προσπάθεια το α΄ να προσεγγίσει το α.
Η επικοινωνία περιλαμβάνει τα ακόλουθα στάδια:
1. κωδικοποίηση
2. μετάδοση
3. αποκωδικοποίηση
4. ανατροφοδότηση
5. θόρυβος
Κωδικοποίηση
Συνήθως μια σκέψη κωδικογραφείται σε ένα λεκτικό ή μη λεκτικό σύστημα, το οποίο είναι βασισμένο στην κοινή γνώση ή στις γλωσσικές και κοινωνικές συμβάσεις που μοιράζονται τα εμπλεκόμενα στην επικοινωνιακή διαδικασία μέρη.
Η κωδικοποίηση του μηνύματος απαιτεί από τον αποστολέα να αξιολογήσει και να επιλέξει τον πιο αποτελεσματικό τρόπο, με τον οποίο θα μεταβιβαστεί το μήνυμα. Οι παράγοντες που επηρεάζουν το κωδικοποιημένο μήνυμα είναι : η προσωπική επικοινωνιακή ικανότητα, οι παγιωμένες συμπεριφορές, η γνώση και το κοινωνικό-πολιτιστικό σύστημα.
Αποκωδικοποίηση
Μετά την λήψη του μηνύματος, ο παραλήπτης πρέπει να ορίσει το περιεχόμενο του. Το αποκωδικοποιεί, προσπαθώντας να του αποδώσει το ίδιο νόημα με αυτό, που είχε πρόθεση να μεταδώσει ο αποστολέας. O παραλήπτης πρέπει να λάβει υπόψη του την γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε, για να διατυπώσει το μήνυμα και επίσης να εστιάσει στις μη-λεκτικές ενδείξεις, την γλώσσα του σώματος και τον τόνο της φωνής του αποστολέα.
Η αποκωδικοποίηση συμβαίνει εντός του πλαισίου αναφοράς του παραλήπτη το οποίο επηρεάζεται από την εκπαίδευσή του , τις διαπροσωπικές σχέσεις, τις συμπεριφορές, την γνώση και την εμπειρία.
Μετάδοση
Είναι η διαδικασία, η οποία λαμβάνει χώρα μετά την κωδικοποίηση και πριν από την αποκωδικοποίηση και περιγράφεται ως η πράξη κατά την οποία ο αποστολέας μεταδίδει το μήνυμα.
Ανατροφοδότηση
Η ανατροφοδότηση γνωστοποιεί στον ομιλητή την επίδραση που έχει πάνω στους ακροατές. Ανάλογα με το είδος της ο ομιλητής μπορεί να συνεχίσει πάνω στο θέμα χωρίς να αλλάξει κάτι ή να κάνει κάποιες αναπροσαρμογές, τροποποιήσεις, να ενισχύσει ή να αλλάξει το περιεχόμενο, την μορφή του μηνύματος.
Τα χαμόγελα, τα καταφατικά νεύματα και σχόλια όπως «Καταλαβαίνω» και «Μπράβο» είναι παραδείγματα θετικής ανατροφοδότησης η οποία προτρέπει στην συνέχιση της επικοινωνίας με τον τρόπο με τον οποίο άρχισε. Εν αντιθέσει, η αρνητική ανάτροφοδότηση σηματοδοτεί την έλλειψη κατανόησης ή την αδιαφορία ή τη διαφωνία .
Θόρυβος
Ο θόρυβος υπεισέρχεται κατά την παραλαβή του μηνύματος και κατά την αποκωδικοποίησή του. Μπορεί να είναι φυσικός, όπως, οι δυνατές φωνές, το κορνάρισμα των αυτοκινήτων, ψυχολογικός, όπως, στερεότυπα, συνειρμοί, εμπεδωμένες στάσεις και σημασιολογικός ,δηλαδή, παρερμηνευμένα νοήματα.
Αν και η ουσία της αυτοεκτίμησης βασίζεται στην ενδοσκόπηση, λίγοι είναι αυτοί που κατορθώνουν να βγουν αλώβητοι από μια τόσο ψυχοφθόρο και αποκαλυπτική διδικασία. Ακόμα λιγότεροι όσοι διαθέτουν το ψυχικό σθένος να την αποτολμήσουν. Γι’ αυτό είναι καθημερινή πρακτική για τον άνθρωπο να αναζητά τις πηγές της αυτοεκτίμησής του στους άλλους. Εγείρεται έτσι το θέμα της επικοινωνίας με τα σημαντικά πρόσωπα της καθημερινότητας. Τα επικοινωνιακά άτομα φαίνεται πως από πολύ νωρίς παγιώνουν τα νοητικά σχήματα, που αφορούν τις ιδιότητές τους. Πιστεύοντας ότι έχουν ένα χαρακτηριστικό, φαντάζονται πώς συμπεριφέρεται κάποιος με αυτό το γνώρισμα, υιοθετούν τις συμπεριφορές που συνάδουν με την εικόνα αυτή, διατρανώνουν πραξιακά στους υπόλοιπους την αυτοεικόνα, επεξεργάζονται τις αντιδράσεις και επαφίονται σε αυτούς, για να επιβεβαιώσουν ή να διαψεύσουν την κατοχή του γνωρίσματος αυτού. Έτσι, κάποιος ο οποίος θέλει να έχει την ιδιότητα του καλού υπαλλήλου, επειδή εξυπηρετεί την κοινωνική του προσαρμογή, αρχικά θα φανταστεί ή θα αντλήσει από την εμπειρία του όλες τις συμπεριφορές που σχετίζονται με τον ευσυνείδητο και αφοσιωμένο υπάλληλο (να είναι συνεπείς με τα ωράρια και τις εργασίες που του αναθέτουν, να εκτελεί τις εντολές των προισταμένων του κλπ). Κατόπιν, θα εφαρμόσει τις συμπεριφορές αυτές στην καθημερινή του πρακτική, θα τις γνωστοποιήσει στους υπόλοιπους ( συναδέλφους, φίλους, οικογένεια), θα τις ενισχύσει θεωρητικά (ο καλός υπάλληλος σύντομα θα προαχθεί, θα έχει καλύτερες απολαβές, η εταιρεία θα ευδοκιμήσει, η κοινωνία χρειάζεται καλούς υπαλλήλους κλπ), θα αξιολογήσει τις θετικές και αρνητικές αντιδράσεις των άλλων και τελικά θα αποφανθεί βάσει αυτών, αν είναι ή όχι καλός υπάλληλος. Αν τα θετικά υπερτερούν θα συμπληρώσει την αυτοεικόνα του με την ιδιότητα του καλού και συνεπούς υπαλλήλου και θα προσαρμόσει τις συμπεριφορές του, ώστε και εκτός εργασιακού περιβάλλοντος να μην διακυβεύεται η αυτοαντίληψη. Το ίδιο συμβαίνει και με κάποιον ο οποίος προσδοκά να κατέχει την ιδιοότητα του ηγέτη, του οικογενειάρχη, του πολιτικού.
Τον βασικότερο ρόλο στην διαπροσωπική επαφή παίζουν οι προσδιορισμοί του εαυτού και οι πτυχές που προβάλλονται προς τα πιθανά ακροατήρια. Όσο περισσότερες φιλοδοξίες και στόχους θέτει κάποιος, όσο δηλαδή προσπαθεί να προσομοιάσει με τον ιδεατό του εαυτό, τόσο πιο εξαρτημένος γίνεται από τις γνώμες των υπολοίπων και τόσο περισσότερο τελεί υπό την διαρκή κριτική τους. Η υψηλή αυτοεκτίμηση και ο εναργής αυτοπροσδιορισμός δρα καταλυτικά στην επικοινωνιακή τεχνική, γιατί έτσι, κατά τον Shannon (1948), επιτελεί απρόσκωπτα το σκοπό της, μειώνοντας την αβεβαιότητα και την ανασφάλεια, που προκύπτει από τις ασαφείς και πολύσημες πληροφορίες. Η επικοινωνιακή συναλλαγή χαρακτηρίζεται τότε από αυτοπεποίθηση, αμεσότητα, είναι πλήρης προσδιορισμένων νοημάτων, και απαλλάσσεται από το ‘
θόρυβο’, που αλλοιώνει το μήνυμα. Τα άτομα με υψηλή αυτοεκτίμηση και διαμορφωμένη αυτοεικόνα συμμετέχουν με άνεση στις διαφορες κοινωνικές ομάδες και δρώμενα, πείθουν ευκολότερα τους άλλους, δεν είναι έρμαια των στιγμιαίων διαθέσεων και της κυκλοθυμίας. Τόσο η λεκτική, όσο και η εξωλεκτική επικοινωνία είναι σταθερές και συνεπείς μεταξύ τους, εκπέμπουν παρεμφερή και όχι αντικρουόμενα μηνύματα, γεγονός που αποπνέει στον ακροατή το αίσθημα της σιγουριάς, ωθώντας τον να είναι εξίσου ξεκάθαρος στις προσδοκίες του.
Επιβεβαίωση και διάψευση:
Η αναπαράσταση του εαυτού χρειάζεται ενίσχυση από τους άλλους ανθρώπους, για να είναι ολοκληρωμένη, και έτσι η επικοινωνία δομείται κατ’αυτόν τον τρόπο, ώστε να περιλαμβάνει με πολλούς έμμεσους τρόπους τέτοιες επιβεβαιώσεις. Η Virginia Satir , o Paul Watzlawick, o Don Jackson, και άλλοι ισχυρίζονται ότι σε κάθε σχεδόν μήνυμα εμπεριέχεται η προτροπή : «επιβεβαίωσέ με». Η διαδικασία της επιβεβαίωσης και διάψευσης έχει απασχολήσει πολλούς συγγραφείς. Ο Sieburg αναφέρει :
Η επικοινωνία με άλλους είναι μια βασική ανθρώπινη ανάγκη, γιατί μέσω αυτής οι σχέσεις αναπτύσσονται, διατηρούνται και εκφράζονται. Αποτελεί πλέον αξίωμα το γεγονός ότι, κάθε φορά που τα άτομα επιχειρούν να εγκαθιδρύσουν μια σχέση, αναπτύσσουν συμπεριφορές που συνδέονται με την τυποποίηση των μηνυμάτων και με την προσδοκία μιας ανταπόκρισης. Αν αυτές οι προσδοκίες ικανοποιηθούν, τότε η ανταπόκριση θα είναι άμεση, ανοικτή, καθαρή, αρμονική και σχετική με τις προηγούμενες επικοινωνιακές προσπάθειες, και τα άτομα που εμπλέκονται είναι πολύ πιθανό να βιώσουν τα πλεονεκτήματα της «θεραπευτικής, διαπροσωπικής επικοινωνίας.» … Αν δεν υπάρχει ανταπόκριση ,ή αν αυτή είναι ασαφής ή ανεπαρκής, οι συμμετέχοντες πιθανώς να νιώσουν μπερδεμένοι, δυσαρεστημένοι και απαξιωμένοι.’

Περιπτώσεις που προάγουν ή παρακωλύουν την επικοινωνία είναι:

Επιβεβαιωτικές ανταποκρίσεις: Οι επιβεβαιωτικές ανταποκρίσεις περιλαμβάνουν : (1) άμεση αναγνώριση, όταν υπάρχει άμεση ανταπόκριση στο μήνυμα κάποιου ανθρώπου, γεγονός που καταδεικνύει ότι το μήνυμα εισακούστηκε, κατανοήθηκε και ο πομπός συμπεριλαμβάνεται στον αντιληπτικό σύστημα του δέκτη, (2) συμφωνία ως προς το περιεχόμενο, όταν ενισχύονται οι απόψεις και τις ιδέες που εκφράστηκαν από άλλο άτομο (3) υποστηρικτική αντίδραση, όταν παρέχεται διαβεβαίωση, κατανόηση και (4) επεξηγηματική όταν ζητείται από τον πομπό, να περιγράψει περισσότερα συναισθήματα ή πληροφορίες, να επαναλάβει ή να κάνει πιο ξεκάθαρες κάποιες παρατηρήσεις του
Διαψευστικές ανταποκρίσεις: Οι διαψευστικές ανταποκρίσεις περιλαμβάνουν τα παρακάτω: (1) αδιάφορη αντίδραση , όταν δεν λαμβάνονται υπόψιν ή δεν αναγνωρίζονται αυτά που ειπώθηκαν, (2) διακοπτόμενη ανταπόκριση, όταν διακόπτεται η ροή του λόγου του πομπού, (3) άσχετες ανταποκρίσεις, όταν εισαγεται μια νέα σειρά από σκέψεις ή ένα νέο θέμα, (4) παρεκβατικές ανταποκρίσεις, δηλαδή η προσπάθεια να αποπροσανατολίστεί η συζήτηση, (5) απρόσωπη ανταπόκριση, όταν χρησιμοποιούνται γενικεύσεις, στερεότυπα, άκαιρες αναγγελίες, (6) η ασυνάρτητη ανταπόκριση , όταν υπάρχει ακατάσχετη φλυαρία, όταν γίνεται χρήση λέξεων με συγκεκριμένους ιδιοσυγκρασιακούς τρόπους ακατάληπτους από το ακροατήριο, όταν οι προτάσεις είναι ημιτελείς, ή όταν αναδιατυπώνονται σε μεγάλο βαθμό με αποτέλεσμα η κύρια ιδέα να χάνεται (7) οι αντιφατικές ανταποκρίσεις , όταν δηλαδή η εξωλεκτική επικοινωνία έρχεται σε σύγκρουση με τα λεκτικά σήματα.
Λεκτικά πρότυπα που χαρακτηρί-ζουν άτομα με χαμηλή αυτοεκτίμηση. Λεκτικά πρότυπα που χαρακτηρί-ζουν άτομα με υψηλή αυτοεκτίμηση.
Το άτομο με χαμηλή αυτοεκτίμηση κάνει συχνή χρήση στερεότυπων εκφράσεων ή λέξεων («ξέρεις…, όπως είπε ο…, στους νέους ανθρώπους αρέσει αυτό») επειδή δεν εμπιστεύεται την ικανότητά του να είναι αυθεντικός Χρησιμοποιεί πρωτότυπες εκφράσεις, έχει πλούσιο λεξιλόγιο,διαθέτει την ικανότητα να βρίσκει την κατάλληλη λέξη και μπορεί να απευθύνεται στον άλλο με τον προσήκοντα τρόπο
Έχει ανάγκη να ασκήσει κριτική στον εαυτό του , και δικαιολογεί την ανεπάρκειά του κάνοντας συχνή μνεία στις δύσκολες εμπειρίες που έχει περάσει. Έχει την τάση να μιλάει λιγότερο για τον εαυτό του και αναφέρεται συχνά στις ικανότητες των άλλων. Ξέρει ότι αξίζει χωρίς να χρειάζεται συνεχή επιβεβαίωση
Ανικανότητα να δεχθεί έπαινο, και συχνά προσπαθεί να εκφράσει επιφανειακή άρνηση έχοντας ως στόχο την περαιτέρω επιβεβαίωση Έχει την ικανότητα να δέχεται τον έπαινο αλλά και την κριτική. Όταν αναλαμβάνει εργασίες αναφέρει και την δική του άποψη. Δεν σπαταλά χρόνο για να βρει τον ασφαλή τρόπο να προσεγγίσει τα προβλήματα, έτσι ώστε να μην του ασκηθεί κριτική.
Αναπτύσσει άμυνες σε τέτοιο βαθμό και ο λόγος του βρίθει δικαιολογιών και αντιστάσεων. Είναι πρόθυμος να αναγνωρίσει τη συμβολή των άλλων στην επίτευξη του σκοπού.
Διακατέχεται από ένα κυνισμό όσο αφορά τα χαρίσματα άλλων. Εμφανίζει υπερ-κριτική στάση για τα υπάρχοντα ή τις ικανότητες των άλλων. Ο τόνος της φωνής του χαρακτηρίζεται από αυτοπεποίθηση και έχει το σθένος να πει «έκανα λάθος» .
Ο τόνος της φωνής του είναι συχνά μεμψίμοιρος και σαρκαστικός, δεν νιώθει άνετα με την επιτυχία των άλλων , που την αποδίδει σε εύνοια της τύχης ή πλάγια μέσα. Επιδεικνύει ευρύτητα συναισθημάτων και επιείκια προς τους άλλους, είτε αυτοί είναι δημοφιλείς είτε όχι.
Παρουσιάζει πεσιμιστική στάση και τρέμει τον ανταγωνισμό. Μπορεί να πάρει μέρος σε μια συζήτηση με καινοφανή θεματολογία. Διακινδυνεύει να φανεί αμαθής, εάν έτσι πρόκειται να αποκομίσει γνώσεις και εμπειρίες
Έλλειψη δογματισμού όσο αφορά τις πεποιθήσεις.
1.3.11 Άλλες έρευνες
-Whitley, 1980. Ο ερευνητής αυτός ανακάλυψε θετικές συσχετίσεις ανάμεσα στο επίπεδο αυτοεκτίμησης και το είδος ηθικών κρίσεων και αποφάσεων του ατόμου. Όταν η αυτοεκτίμηση σε μια ομάδα φοιτητών ήταν υψηλή, παρατηρούνταν λιγότερα φαινόμενα αντιγραφής, κλοπών και έντασης, καθώς όλοι έπαυαν να σκέφτονται ατομιστικά και άρχιζε να τους ενδιαφέρει το γενικό καλό και η καταξίωση της ομάδας.
- Piccinini,1987 Παρατηρήθηκε ότι τα άτομα που πάσχουν από νευρική ανορεξία έχουν συστηματικά χαμηλότερη αυτοεκτίμηση από τα φυσιολογικά. Το φαγητό και η υπέρμετρη κατανάλωσή του (βουλιμία) ή η στέρησή του συνδέονται με την ασυνείδητη επιθυμία των πασχόντων να ελέγξουν μια παράμετρο του εαυτού τους. Μέσα σε ένα γενικευμένο πλαίσιο έλλειψης ελέγχου, χαμηλής αυτοεκτίμησης για το σώμα τους και ανασφάλειας, η δοσολογία της τροφής είναι ένα συμβολικό μέσο στο οποίο μεταβιβάζουν την όποια έννοια κυριαρχίας.
Sagan,1990 Η αυτοεκτίμηση επηρεάζει τις φυσιολογικές λειτουργίες του σώματος στον ίδιο ή και σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι τα φάρμακα. Ο ορισμός του υγειούς ατόμου συμπεριλαμβάνει την υψηλή αυτοεκτίμηση και την αίσθηση ελέγχου στις πράξεις και τις εξελίξεις της ζωής. Όσοι τα πηγαίνουν καλά με τον εαυτό τους είναι λιγότερο επιρρεπείς σε ασθένειες και έχουν μεγαλύτερο προσδώκιμο επιβίωσης σε περιπτώσεις καρκίνου.
Παπάνης, 2001, Ελληνοβρετανικό Κολλέγιο Αθηνών. Τα άτομα που αποδίδουν τις αιτίες των πραγμάτων σε εξωτερικούς από αυτούς παράγοντες ( external locus of control) , όπως τα ζώδια , την κοινωνία, την θρησκεία, γεγονός που στην Ελλάδα είναι ιδιαίτερα αληθές, διαθέτουν συστηματικά χαμηλότερη αυτοεκτίμηση, αλλά μεγαλύτερη αμυντική , με αποτέλεσμα να αποδίδουν τις επιτυχίες τους στον εαυτό τους, έστω κι αν δεν οφειλόταν σε αυτούς, ενώ τις αποτυχίες τους στους άλλους. Αντίθετα τα άτομα, που αποδέχονται την ευθύνη των πράξεών τους και αποδίδουν τα επιτεύγματά τους στον εαυτό τους (internal locus of control), έχουν συστηματικά υψηλότερη αυτοεκτίμηση, όταν είναι επιτυχημένα κοινωνικά ή εργασιακά, αλλά και συστηματικά χαμηλότερη, όταν πιστεύουν ότι έχουν αποτύχει.
1.4 Ερευνητικά προβλήματα
Η μελέτη της αυτοεκτίμησης, ενός πολύσημου και γενικού όρου, έχει αναδείξει πολλά ερευνητικά προβλήματα, τα οποία μπορούν να διακριθούν σε δύο κατηγορίες: σε αυτά που ανακύπτουν εξαιτίας του διφορούμενου ορισμού της αυτοεκτίμησης και της υψηλής συνάφειάς του με πολλές παρεμφερείς έννοιες, που αναφέρονται στον ‘
εαυτό’ και στην πληθώρα ερευνητικών πεδίων, που ασχολούνται με την περιγραφή της, όπως η Ψυχολογία, η Κοινωνιολογία, η Διοίκηση Επιχειρήσεων κ.λ.π. Είναι προφανές ότι κάθε μία από αυτές χρησιμοποιεί το δικό της μεθοδολογικό οπλοστάσιο και θεωρητικό πλαίσιο, γεγονός που προάγει τη γνώση, αλλά πολλές φορές επιτείνει και τη σύγχυση (Coopersmith,1967 Jackson,1984 Mecca et al.,1989 Ross,1992 Wells & Marwell,1976 Wyllie,1974).
To πρόβλημα του ορισμού αφορά πρωταρχικά την εγκυρότητα των μελετών, οι οποίες δεν διευκρινίζουν επαρκώς ποια πτυχή της αυτοεκτίμησης μελετούν, π.χ. την κοινωνική, την οικογενειακή, τη γενική κ.λ.π. Όμως, οι έννοιες που αναφέρονται στον εαυτό είναι ταυτόχρονα αλληλένδετες, αλληλοσυμπληρούμενες και πολυδιάστατες, ο δε διαχωρισμός τους πλασματικός και με ασαφή όρια (Diggory,1966).
Προς τούτοις, σε όλες τις συναφειακές μελέτες ανακύπτει το ερώτημα του αιτίου και του αποτελέσματος, δηλαδή ποιο φαινόμενο προκαλεί τι. Για παράδειγμα, εάν εξετάσουμε τη σχέση της αυτοεκτίμησης με την ικανότητα σύναψης συναισθηματικών σχέσεων, αυτόματα θα πρέπει να διερευνηθεί κατά πόσον η υψηλή αυτοεκτίμηση είναι ο καταλύτης γι’ αυτήν τη δεξιότητα ή εάν οι επιτυχίες στον τομέα αυτό προκαλούν υψηλή αίσθηση της αξίας. Κανείς, βέβαια δεν μπορεί να αποκλείσει και την περίπτωση να υφίσταται ένας τρίτος αιτιακός παράγοντας, που επηρεάζει και τα δυό, αλλά δεν έχει καθόλου ληφθεί υπόψη. Η απάντηση σε τέτοιου είδους ερωτήματα μπορεί να είναι καίρια, ειδικά όταν έχουμε να κάνουμε με τη σχέση της αυτοεκτίμησης με τη σχολική επίδοση, δεδομένου ότι επηρεάζεται συνολικά το είδος της παιδευτικής διαδικασίας, που είναι καταλληλότερο. Εφόσον δεχτούμε ότι η επιτυχία, δηλαδή η βαθμολογία και οι επιβραβεύσεις των γονέων δρουν ως ενισχυτές της αυτοεκτίμησης, ειδικά εάν παρέχονται κατά την ορθή τέλεση των μερών μιας εργασίας και όχι μόνο στο συνολικό της αποτέλεσμα, τότε ένα συμπεριφοριστικό- λογικομαθηματικό σύστημα (π.χ. η στοχοθεσία του Bloom) θα έχει καλύτερα αποτελέσματα. Αν, αντιθέτως, για την καλή επίδοση των μαθητών υπεύθυνη είναι η προγενέστερη αυτοεκτίμησή τους, τότε πρέπει να δοθεί έμφαση στην κοινωνικοσυναισθηματική ανάπτυξη των παιδιών και στην καλλιέργεια της ομαδικότητας, οπότε ένα σύστημα σαν το ‘
σχέδιο εκπαιδευτικής δράσης’ (project) θα είναι λειτουργικότερο. Άλλοι υποστηρίζουν ότι η αυτοεκτίμηση είναι τελικά μια ενδιάμεση μεταβλητή, ένα φαινόμενο, που γεφυρώνει τον εαυτό με το περιβάλλον στο οποίο αναπτύσσεται, γεγονός που οξύνει την σύγχυση.
Η θεώρηση της αυτοεκτίμησης ως ένα αναπτυξιακό φαινόμενο, που ακολουθεί συγκεκριμένη πορεία ως την ενηλικίωση και αποκτά έκτοτε σταθερότητα και συνέπεια, έρχεται αντιμέτωπη με τη μελέτη της ως μια διαρκώς εξελισσόμενη μεταβλητή, που επηρεάζεται άμεσα από τα συμβάντα και της καταστάσεις της ζωής και δεν προσλαμβάνει ποτέ αμετάκλητη ισορροπία. Στην πρώτη περίπτωση η αυτοεκτίμηση εξετάζεται με βάση τη διαχρονικότητα, δηλαδή ως επιρροή του παρελθόντος στην αυτοεικόνα, στις πράξεις και ενέργειες του παρόντος. Μια τέτοια προσέγγιση επιβάλλει την εξέταση του ιστορικού του ατόμου, ώστε να διακριβωθούν τα επίπεδα αυτοεκτίμησής του. Στην δεύτερη περίπτωση ερευνάται συγχρονικά, δηλαδή ως μια συνοδευτική κατάσταση, που απορρέει από τα αποτελέσματα των ενεργειών του ατόμου και οικοδομείται ή αναδομείται διαρκώς, ανάλογα με την επιτυχία τους.
Ένας επιπρόσθετος προβληματισμός προκύπτει από την αντιμετώπιση της αυτοεκτίμησης ως μια γενική μεταβλητή, η οποία μπορεί να προσδιοριστεί με στατιστικό τρόπο, όπως ο μέσος όρος και η τυπική απόκλιση. Αυτό προυποθέτει ότι το σύστημα των δομών της είναι κλειστό και στατικό, μη επιδεχόμενο έξωθεν συστηματικές παρεμβάσεις. Εάν αυτό αληθεύει η ψυχοθεραπευτική πράξη λίγη αξία έχει αναφορικά με την ενίσχυση της αυτοεκτίμησης, ενώ αν ισχύει το αντίθετο, δηλαδή η διαρκής μεταβολή της, τότε οποιαδήποτε μέτρηση και περιγραφή της, είναι ανεπαρκής.
Πολλοί ερευνητές τονίζουν το ρόλο της αυτοεκτίμησης ως μηχανισμού άμυνας και ως κινήτρου για δράση (Berdnar et al.,1989 Mecca et al.,1989). Συγκεκριμένα, υποστηρίζουν ότι η αυτοεκτίμηση είναι πηγή δύναμης, που ωθεί τη δραστηριοποίηση των ανθρώπων, τους εμψυχώνει ώστε να αγωνίζονται στις δύσκολες καταστάσεις, παρά να παραιτούνται, να αντλούν δύναμη στις απογοητεύσεις, παρά να απελπίζονται και να είναι το ψυχολογικό δυναμικό, για να υπερβαίνουν τις αντιξοότητες. Η αυτοεκτίμηση, επομένως, προηγείται των πράξεων και δεν είναι αποτέλεσμά τους.
Η αυτοεκτίμηση, υπό την ψυχολογική προοπτική της, είναι ένα ενδοπροσωπικό φαινόμενο ( James,1983-1990 White,1959). Αναφέρεται στην ψυχοσύνθεση του ατόμου, καθορίζει τη στοχοθεσία του, εκπορεύεται από την ιδεολογία του, τις εμπνεύσεις, τις επιτυχίες και τις ικανότητές του. Οι κοινωνιολόγοι, αντίθετα, την ερμηνεύουν ως μια κοινωνική αξία, στην διαμόρφωση της οποίας, βαρύνουσα σημασία έχουν το φύλο, το κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο, η οικογένεια και το πολιτισμικό πλαίσιο. Παραδοσιακά η Ψυχολογία ενδιαφέρεται περισσότερο για το άτομο, παρά για τις κοινωνικές ομάδες. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιεί είναι ανθρωποκεντρικές ( συνεντεύξεις, ερωτηματολόγια, πειράματα). Η Κοινωνιολογία επικεντρώνεται στις συγκρίσεις κοινωνικών ομάδων αναφορικά με την αυτοεκτίμηση και στις διαπολιτισμικές διαφορές. Η έμφαση που δίνεται από τους κοινωνιολόγους αφορά στην αξιακή διάσταση της αυτοεκτίμησης, ενώ των ψυχολόγων στις προσωπικές ικανότητες.
Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι η οριοθέτηση και επιστημονική ανάλυση της αυτοεκτίμησης είναι πλήρης προκλήσεων, γιατί πρέπει να υπερβεί τα παραπάνω πέντε δυσεπίλυτα προβλήματα :είναι η αυτοεκτίμηση εξαρτημένη ή ανεξάρτητη μεταβλητή, συγχρονική ή διαχρονική, ψυχολογική ή κοινωνιολογική, ενδοπροσωπική ή διαπροσωπική, κίνητρο ή αναπτυξιακή τάση. Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι ότι καμμία κλίμακα μέτρησης δεν αποτυπώνει πλήρος το εύρος της αυτοεκτίμησης και δεν είναι απόλυτα έγκυρη ή αξιόπιστη. Είναι αδύνατο να συμπεριληφθούν όλοι οι παράγοντες και να προβλεφθούν όλα τα περιστατικά της ζωής και οι κοινωνικές συνθήκες, που την επηρεάζουν σε μικρό ή σε μεγάλο βαθμό. Οποιαδήποτε μέτρηση πρέπει να βασίζεται στην τυχαιότητα του δείγματος, στο μεγάλο του μέγεθος, ώστε να αντιπροσωπεύονται άτομα με διαφορετικά μορφωτικά και κοινωνικοοικονομικά υπόβαθρα, και στην στάθμιση στα τοπικά δεδομένα. Επειδή οι κλίμακες αυτές ζητούν από τους ανθρώπους να αξιολογήσουν τον εαυτό τους, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος της υπερβαθμολόγησης, δηλαδή της φυσικής τάσης των ατόμων να δίνουν έμφαση περισσότερο στα θετικά τους στοιχεία, παρά στα αρνητικά ή να επιδιώκουν να φαίνονται κοινωνικά μετριοπαθείς, οπότε επιλέγουν το μέσο όρο των απαντήσεων ή ό,τι τους φαίνεται πολιτισμικά αρεστό και όχι ό,τι πραγματικά ισχύει για τους ίδιους. Υπάρχει μάλιστα η πιθανότητα η ίδια η διαδικασία της μέτρησης να θεωρηθεί από πολλούς ως μια έμμεση αμφισβήτηση της αξίας τους, με συνέπεια να ενεργοποιηθεί η λεγόμενη ‘
πλασματική’ ή ‘αμυντική’ αυτοεκτίμηση. Αυτό γίνεται όταν κάποιος πιστεύει ότι έχει μεγάλη αξία, αλλά οι πράξεις και οι μέχρι τώρα επολογές του δεν το επιβεβαιώνουν. Στην περίπτωση αυτή το άτομο αντιδρά επιθετικά, με άρνηση ή δίνοντας υπερβολικά υψηλή βαθμολογία στον εαυτό του. Πρόσθετα προβλήματα μπορεί να προκύψουν και με τις χαμηλές επιδόσεις στην κλίμακα αυτοεκτίμησης, καθόσον τότε δεν είναι διακριτό κατά πόσο πρόκειται για μια μορφή κατάθλιψης ή για αποκόμιση δευτερογενών ωφελειών, όπως η προσοχή των άλλων και η στοργή τους. Πολλά άτομα εσκεμμένα παρουσιάζουν χαμηλή αυτοεκτίμηση, γιατί έχουν μάθει μέσω της ενίσχυσης ότι οι γύρω τους δεν θα είναι απαιτητικοί μαζί τους, αλλά θα υποχωρούν, για να μην τους πληγώσουν περισσότερο. Για το λόγο αυτό είναι σκόπιμο να περιλαμβάνεται μια κλίμακα ψεύδους στις κλίμακες μέτρησης ή να υπάρχει έλεγχος για τις ασυνήθιστα υψηλές και χαμηλές βαθμολογίες ( μεγαλύτερες από τρεις τυπικές αποκλίσεις από το μέσο όρο).
Μια ανασκόπηση της διεθνούς βιβλιογραφίας ότι ένα πλήθος μεθόδων έχει χρησιμοποιηθεί για την μέτρηση της αυτοεκτίμησης. Οι βαθύτερες και εσωτερικές δομές της εξετάστηκαν με ποιοτικά μοντέλα (Epstein,1979), αναλύσεις ατομικών περιπτώσεων και συνεντεύξεις (Pope et al.,1988 Branden, 1969). Οι εξωτερικές και μετρήσιμες παράμετροι της αυτοεκτίμησης μελετήθηκαν με ποσοτικές διαδικασίες, όπως ερωτηματολόγια και πειράματα (Rosenberg,1965 Coopersmith,1967), καθώς και φαινομενολογικά (Mruck,1983)
1.5 Προσωπική αυτοεκτίμηση.

Μια παράδοξη διαπίστωση είναι ότι η αυτοεκτίμηση αντιστρατεύεται την αντικειμενική πραγματικότητα. Τα άτομα που θεωρούν τον εαυτό τους ωραίο, δημοφιλή, ευφυή, κοινωνικό, ηθικό σε τίποτα δεν διαφέρουν, ως προς την κατοχή αυτών των γνωρισμάτων, από τα αυτά, που διατείνονται ότι δεν έχουν αυτές τις ιδιότητες. Το οξύμωρο επιτείνεται από την συνειδητοποίηση ότι τα χαρακτηριστικά αυτά, αν καλλιεργηθούν, δεν αυξάνουν στο ελάχιστο την αυτοεκτίμηση των ανθρώπων. Ακόμα και όσοι ανήκουν σε περιθωριοποιημένες ομάδες, όπως οι μειονότητες, οι πένητες, οι δυσπλασικοί, οι ηλικιωμένοι μπορούν να έχουν εξίσου υψηλή αυτοεκτίμηση με τους ευνοημένους του κόσμου τούτου. Η μόρφωση, ο πλούτος, η σταδιοδρομία είναι ανεξάρτητες από την αυτοεικόνα και εύκολα μπορούν να μετατραπούν σε πηγή δυστυχίας, όσο και ευτυχίας. Καμμία ιδιότητα δεν είναι θετική ή αρνητική από μόνη της, αλλά όλες εξίσου μετέχουν του αγαθού και του κακού, ανάλογα με το ανθρώπινο κριτήριο. Η αρετή, η σωφροσύνη, η πίστη και η αγάπη είναι ουσίες, όχι χαρακτηριστικά, και γι’ αυτό παραμένουν σταθερές, αναλλοίωτες και αιώνιες.
Οι μηχανισμοί άμυνας διαδραματίζουν και στην περίπτωση αυτή καταλυτικό ρόλο. Ένα ελκυστικό άτομο ενδεχομένως να θεωρεί ότι προσελήφθη σε μια επιχείρηση, εξαιτίας της ομορφιάς του, παρά για τις ικανότητές του και ένα μη ελκυστικό να πιστεύει ότι δεν πήρε τη θέση, εξαιτίας της ασχήμιας του. Εν ολίγοις, η αυτοεκτίμηση είναι ανεξάρτητη από την πραγματικότητα, επειδή η δεύτερη δεν επηρεάζει καθόλου το πώς αισθάνεται κάποιος για τον εαυτό του. Αληθεύει εξίσου, όμως, και το γεγονός ότι η αυτοεκτίμηση συσχετίζεται απόλυτα με τον τρόπο, που κάποιος βιώνει την πραγματικότητα, άσχετα από το αληθές ή ψευδές των αντιλήψεών του. Οι άνθρωποι με υψηλή αυτοεκτίμηση πιστεύουν ότι είναι πετυχημένοι και αποδεκτοί, είτε αυτό συμβαίνει είτε όχι. Έχουν την πεποίθηση πως αξίζουν την αγάπη, ακόμα κι αν οι πράξεις τους καταδεικνύουν το αντίθετο. Υπερτιμούν τις θετικές πλευρές της προσωπικότητάς τους και υποτιμούν τις αρνητικές ή δεν τις συνειδητοποιούν καν. Τα εξωτερικά αδιαμφισβήτητα γεγονότα λίγη επίδραση έχουν στην αυτοαξιολόγησή τους. Όλα φανερώνουν ότι μια εσωτερική δυναμική εξιλεώνει τα μειονεκτήματα, πολλαπλασιάζει τα προτερήματα και τους κάνει να μην παραιτούνται, ακόμα και αν μια υπόθεση είναι χαμένη . Πηγή της αυτοεκτίμησης είναι η ίδια η αυτοεκτίμηση.
Τα άτομα με υψηλή αυτοεκτίμηση μπορούν να χωριστούν σε δυο κατηγορίες: σε αυτά, που το ποιόν της ζωής τους, οι ικανότητες, οι πράξεις και ο τρόπος που πολιτεύονται, συνηγορούν στο αυξημένο αυτοσυναίσθημα, στην αποφασιστικότητα, στη σιγουριά και στην αυτοπεποίθηση, και σε εκείνα, που η πλειονότητα των ιδιοτήτων τους καταδεικνύει ημιμάθεια, επιπολαιότητα, λανθασμένη λήψη αποφάσεων, πλημμελή διαχείριση προβλημάτων, αλλά που, παρά τις ενδείξεις και τις συγκρούσεις με τον κοινωνικό περίγυρο, η αυτοεκτίμησή τους έχει εκτοξευθεί σε δυσθεώρητα ύψη.
Η πρώτη ομάδα αποτελείται από ανθρώπους χαμηλών συνήθως τόνων, μετριόφρονες, καλλιεργημένους, που προκρίνουν τις πράξεις από τα λόγια, με επίγνωση των δυνατοτήτων και των ορίων τους. Το κυριότερο χαρακτηριστικό τους είναι η ανεκτικότητα και η βεβαιότητα στις επιλογές τους, που αντικατοπτρίζει την εσωτερική ισορροπία και εμπιστοσύνη στις δυνάμεις τους, η οποία ποτέ δεν νοθεύεται από τη μισαλλοδοξία της έπαρσης και του ναρκισσισμού. Είναι ανοιχτοί προς τους ανθρώπους, δημοφιλείς, συναναστρέφονται με ευκολία άτομα από ετερογενή περιβάλλοντα, επιδεκτικοί στα νέα ερεθίσματα και τις προκλήσεις.
Το πιο επικίνδυνο είδος ανθρώπων είναι αυτό που εντάσσεται στην δεύτερη ομάδα. Ανασφαλείς, μειονεκτούντες, στερούμενοι αυτογνωσίας κατάφεραν, κινητοποιώντας όλους τους αμυντικούς μηχανισμούς και τις θετικές ενισχύσεις από ένα αναξιοκρατικό σύστημα, να μεταλλάξουν σε ανεδαφική και αστήρικτη αυτοεκτίμηση την ανεπάρκειά τους και να καταλάβουν θέσεις σε μια κοινωνία, που δρα ως λίπασμα στις επιδιώξεις, τις ακόρεστες ορέξεις και τις θελήσεις των επιδειξιών. Πιστεύουν ακράδαντα ότι είναι ξεχωριστοί, χωρίς ποτέ πραξιακά να μπορούν να αποδείξουν γιατί, και αν κάποτε απειληθούν οι ιδιότητές τους, επιτίθενται με μένος κατά των δύστηνων αμφισβητιών. Η προσωπικότητά τους έχει καθηλωθεί στο νηπιακό στάδιο ανάπτυξης, κατά το οποίο όλες τους οι ανάγκες έχρηζαν άμεσης ικανοποίησης από τους κηδεμόνες, χωρίς ανταπόδoση ή ανταλλάγματα. Στην ενήλικη ζωή παρουσιάζουν ως μοναδικά και δυσεύρετα τα όποια χαρίσματα τους, προσκολλώνται ασφυκτικά σε όποιον τους συναναστρέφεται, τον απομυζούν και όταν δεν έχει πια τίποτα να τους προσφέρει, τον εγκαταλείπουν δημιουργώντας συγκρουσιακές καταστάσεις ή εξευτελίζοντας την αξιοπρέπειά του. Τα άτομα αυτά κυριολεκτικά τρέφονται με τις ψυχικές αντοχές των ‘
σωτήρων’, που τα προσεγγίζουν με σκοπό να τα αλλάξουν, να τα προστατέψουν ή να τα υποτάξουν. Οι σχέσεις τους σε όλα τα επίπεδα- εργασιακό, συναισθηματικό, οικογενειακό, κοινωνικό- επαναλαμβάνουν το μοτίβο αυτό, σαν μια μορφή εκδίκησης προς τη γονεική εξουσία, που δεν είχε δείξει ενδεχομένως την απαιτούμενη αποδοχή ή ενίσχυε την αχαριστία των παιδιών με το να παρέχει ανενδοίαστα υποστήριξη, χωρίς να μεταλαμπαδεύει παράλληλα την αίσθηση του καθήκοντος και των υποχρεώσεων. Οι γονείς αυτοί υστερούσαν στον επιμερισμό της ευθύνης, εξιδανίκευαν τις ικανότητες των παιδιών και απέδιδαν σε εξωτερικούς παράγοντες τις αποτυχίες τους.
Πολλοί θα συνεπέραιναν ότι το ακριβώς αντίθετο ισχύει για τα άτομα με χαμηλή αυτοεκτίμηση. Ότι δηλαδή, οι αρνητικές αυτοαξιολογήσεις εκμηδενίζουν την εικόνα του εαυτού και καταπνίγουν την δράση. Στην πραγματικότητα δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Οι άνθρωποι αυτοί έχουν συναίσθηση της αξίας τους, γνωρίζουν καλά ότι είναι ικανοί, ότι μπορούν να δώσουν πολλά σε μία σχέση, ότι δεν είναι ανάξιοι της προσοχής και της στοργής. Λοιδωρούν, όμως, συχνά τους υπόλοιπους ότι δεν διαβλέπουν αυτά τους τα προσόντα, ότι λόγω των συνθηκών η εσωτερική τους δύναμη λανθάνει της εκδήλωσης και ότι ανήκουν σε μια ιδιαίτερη κοινότητα ανθρώπων, που ενώ έχουν πολλά να προσφέρουν, καθηλώνονται, επειδή είναι εκτός εποχής και τα συναισθήματά τους ακατάληπτα για τους πολλούς. Ο εγωισμός, που υποβόσκει και η ψυχική φιλαυτία είναι φανερή. Η ακύρωση της δράσης επιδιώκεται με μόνο σκοπό να προστατεύσει το υπερτροφικό, αλλά εγκλωβισμένο εγώ. Ο κίνδυνος της αποτυχίας και της απόρριψης μειώνεται, όσο κάποιος δεν εκτίθεται στα κοινωνικά δρώμενα και το τίμημα της απραξίας εξαργυρώνεται με την συμπαράσταση και προσοχή των άλλων. Αλλά κι αν δεν συμβεί αυτό η λύση προβάλλει εξιλαστήριος. Η δράση και η ενεργητική συμπεριφορά εκδηλώνεται, μόνο εάν υφίσταται ο συνδυασμός τριών προυποθέσεων: των θετικών προσδοκιών, της εμπιστοσύνης στις ικανότητες του ατόμου και του απολογισμού των κερδών που θα προκύψουν, εάν ο στόχος επιτευχθεί. Είναι πολύ εύκολο γι’ αυτούς, που έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση να πλήξουν ό,τι θα τους κοστίσει λιγότερο, την αξία του στόχου. Με εκλογικεύσεις και αρνήσεις, που αγγίζουν τα όρια της ψυχοπαθολογίας εξευτελίζουν την πηγή του μηνύματος, δεν μπορούν να προσάψουν εννοιολογικό περιεχόμενο στις ελπίδες τους, υποβιβάζουν την χρηστικότητα των κοινωνικών και προσωπικών επιτευγμάτων και υψώνουν τείχη ανάμεσα στους εαυτούς τους και στις προκλήσεις της ζωής.
Εν μέρει συνυπεύθυνος για την αποφυγή πρωτοβουλιών και την ανάληψη δράσης είναι η διαχείριση του πόνου, που συνεπάγεται η αποτυχία. Η αυτοεκτίμηση δρα ως παραισθησιογόνος ουσία, σε όσους την διαθέτουν σε υπερτροφική μορφή. Οι αποτυχίες δεν τους πτοούν, γιατί είναι ανήμπορες να επηρεάσουν την ήδη δημιουργημένη αυτοεικόνα. Η παρακαταθήκη των δικαιολογιών ανεξάντλητη και επιστρατεύεται για την προστασία του απειλουμένου. Κάθε στόχος, που δεν επιτυγχάνεται είτε παρακάμπτεται είτε επαναπροσδιορίζεται Τα πάντα υποθάλπουν και συνηγορούν στην σταθερότητα του εγώ. Αν τελικά η προσδοκία δεν γίνει εφικτή, η αυτοεκτίμηση δεν αλλοιώνεται, ούτε τίθεται εν αμφιβόλω η προσωπική αξία. Νέες επιδιώξεις εμπνέουν τη δράση και καινούριοι σκοποί αναπτερώνουν το ηθικό. Ο πόνος με δεξιοτεχνία διοχετεύεται στην αισιοδοξία και η αυτοεκτίμηση αλώβητη διαιωνίζει τον εαυτό της. Είναι η ίδια τακτική με αυτή των ατόμων με χαμηλή αυτοεκτίμηση, ταυτόσημοι οι αμυντικοί μηχανισμοί, με μία μόνο διαφορά: την αντιμετώπιση της οδύνης. Οι τελευταίοι είναι ανίκανοι να την υποφέρουν και οι συνέπειές της είναι αποσταθεροποιητικές για ένα εγώ, που πάντα βρισκόταν οχυρωμένο στα χαρακώματα της ατολμίας και της απομόνωσης. Αν κάτι τρέμουν, όσοι τον εαυτό τους δεν εκστασίασαν με την ψευδαίσθηση της αυτοεκτίμησης, είναι να τον παρουσιάσουν άοπλο μπροστά στην πραγματικότητα. Δεν είναι η έλλειψη της εμπιστοσύνης στις ικανότητές τους, που τους τρομοκρατεί, αλλά η πιθανότητα της αποτυχίας και το άλγος, που συνεπάγεται.
Είναι προφανές ότι η αυτοεκτίμηση, αν και είναι ενιαία ως έννοια, δεν εκδηλώνεται πάντα με την ίδια μορφή και ένταση. Παρόλο που το άτομο έχει μια σφαιρική αντίληψη γι’ αυτήν, δεν φαίνεται ότι μπορεί να την χρησιμοποιήσει σε όλο το φάσμα των συμπεριφορών και σε όλες της πτυχές των δραστηριοτήτων του. Σε μερικούς τομείς παρουσιάζεται σίγουρο για τον εαυτό του, με μεγάλη αυτοπεποίθηση και υψηλή αυτοεκτίμηση, ενώ σε άλλους οι ανασφάλειες επικρατούν και μειώνουν την αυτοκυριαρχία. Κάποιος που είναι δυναμικός, διεκδικητικός, τολμηρός και επιτυχημένος επιχειρηματίας δεν είναι απαραίτητο να θεωρεί ότι διαθέτει τα ίδια προσόντα στις κοινωνικές σχέσεις. Πολλές φορές, μάλιστα, η αντίθεση αυτή οφείλεται σε μηχανισμούς άμυνας. Η υπεροχή σε έναν κλάδο μπορεί άριστα να καλύπτει τη νομιζόμενη μειονεξία σε κάποιον άλλο. Ενδεχομένως, αυτό να συσχετίζεται με τις ενισχύσεις, που έχει δεχτεί το άτομο, τη συχνότητα εμφάνισης μιας συμπεριφοράς, την ύπαρξη καταλυτικών παραγόντων, όπως οι προσωπικές προτεραιότητες και οι αυτοπροσδιορισμοί. Τελικά, ίσως είναι ανώφελο να διαχωρίζουμε τους ανθρώπους σε αυτούς, που διαθέτουν υψηλή αυτοεκτίμηση και σε αυτούς, που δεν κατέχουν την ιδιότητα. Η ψυχοθεραπεία θα επιτελεί καλό έργο, αν αντί, βασιζόμενη σε αυτήν τη διχοτομική διάκριση, να προσπαθεί να αυξήσει συνολικά την αυτοεκτίμηση, έδινε έμφαση στην μεταφορά, επέκταση και γενίκευση των ικανοτήτων από το ένα σύστημα στο άλλο και αν έφερνε στο φως τις συνθήκες , που εμποδίζουν να γίνει αυτό.
Σε όλο της το μεγαλείο διαφαίνεται στη λειτουργία της αυτοεκτίμησης η συγκάλυψη του υπαρξιακού πόνου, που ταλανίζει την ανθρωπότητα από την πρώτη στιγμή της δημιουργίας της. Η αυτοαντίληψη δεν είναι παρά ένα ψηφιδωτό, που με τα κομμάτια του πειράται να εξωραίσει την αγωνία των αναπάντητων ερωτημάτων για το ‘
είναι’ και το ‘μηδέν’, για το ‘ον’ και το ‘μη ον’,που συντροφεύουν την πλάση,σαν απρόσκλητοι συνοδοιπόροι στο απροσδιόριστο της πορείας της. Μέσα από εσχατολογικές καταστάσεις, όπως ο θάνατος, η ασθένεια, η οδύνη, ο ευτελισμός, η μοναξιά, η απελπισία, παρουσιάζονται αποσπάσματα από την αλήθεια και σκηνές από ένα θεατρικό έργο με ηθοποιούς τους ανθρώπους και αθέλητους ρόλους τις συμπεριφορές τους. Γιατί, όποια οδό κι αν επιλέξει ο άνθρωπος, είτε τη διαφύλαξη του εαυτού του με την πανοπλία της αυτοεκτίμησης είτε την μεμψιμοιρία με την έλλειψή της, στην πραγματικότητα αυτό που επιτυγχάνει είναι να συγκαλύπτει την αδυναμία του και να αποστρέφει το πρόσωπό του από την αλήθεια.
Πραγματικά τραυματισμένη αυτοεικόνα έχουν μόνο, όσοι πάσχουν από κλινική κατάθλιψη ή κάποιες μορφές μελαγχολίας. Το κυρίαρχο χαρακτηριστικό εδώ δεν είναι η έλλειψη ικανοτήτων, αλλά η αδιαφορία γι’ αυτές και η ολοκληρωτική εκμηδένιση της αίσθησης της αξίας, τόσο της ίδιας της ζωής, όσο και του εαυτού. Η απολυτότητα των μηδενιστικών συναισθημάτων και κατ’ επέκταση οι αρνητικές σκέψεις, δρουν ως παγίδα αυτοκαταστροφής, που παρακωλύουν τη δραστηριοποίηση και καταδικάζουν την ενεργητικότητα, οδηγώντας πολλές φορές στην αυτοκτονία.
Είναι εντυπωσιακή η διαπίστωση ότι άνθρωποι και κοινωνικά συστήματα εμφανίζουν παρεμφερείς μορφές παθολογίας, η οποία όσον αφορά την προσωπική αυτοεκτίμηση, συνδέεται με εθελούσια ή ακούσια αλλοίωση της αυτοεικόνας, ενώ σε συλλογικό επίπεδο, με αποσάρθρωση των δομών του συστήματος και εσκεμμένη αποσιώπηση του φαινομένου, είτε με την διεφθαρμένη άσκηση της εξουσίας είτε με την παραπλάνηση της κοινής γνώμης.
Οι άνθρωποι συγκαλύπτουν, εξιδανικεύουν ή αγνοούν τις αδυναμίες τους αποστρεφόμενοι την ψυχοφθόρο διαδικασία της αυτογνωσίας. Στην πραγματικότητα συλλαμβάνουν την ολότητα του εαυτού τους διασπασμένη, ανάλογα με το πλαίσιο στο οποίο αναφέρονται, δηλαδή το κοινωνικό, το οικογενειακό, το εργασιακό, το ερωτικό. Βιώνουν ταυτόχρονα πολλαπλούς ρόλους και κατατάσσονται σε διάφορετικά σημεία της ιεραρχίας, ειδικά σήμερα, που η πολιτιστική πραγματικότητα έχει ενισχύσει την πολυπλοκότητά της. Οι εσωτερικεύσεις του εαυτού τελικά ενοποιούνται, καθώς ο εγκέφαλος επεξεργάζεται τις ετερόκλητες και ετεροβαρείς πληροφορίες και η συνισταμένη όλων αποτελεί την ‘
εξωτερική αυτοεκτίμηση’, αυτή δηλαδή, που αποκτάται από την επικοινωνία με τους άλλους και την κοινωνική σύγκριση. Το είδος αυτό είναι ‘σχεσιακό’, εφόσον διαμορφώνεται καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής από την αλληλεπίδραση με τους υπόλοιπους ανθρώπους, από την ανάλυση των λεκτικών και μη πληροφοριών, από την σημαντικότητα των πομπών των μηνυμάτων, από την αξιολόγηση των συμπεριφορών τους, από τα προσδοκώμενα συναισθηματικά και υλικά κέρδη, από την εκτίμηση των καταστάσεων σε συνάρτηση με τη θέση του εαυτού, από τις μελλοντικές συνέπειες, από τις αντιδράσεις σε συγκυριακά γεγονότα και τέλος από τις θετικές και αρνητικές ενισχύσεις. Ο κικεώνας αυτός αναδομείται σε ‘όλον’ κάθε φορά, αφού φιλτραριστεί από την ‘ εσωτερική αίσθηση της αξίας’, δηλαδή το ορμέμφυτο, που είναι υπεύθυνο για την υπεράσπιση εκείνου, που πρέπει πάση θυσία να διατηρηθεί αλώβητο από εξωτερικές επιθέσεις- του εαυτού. Το φίλτρο αυτό πολύ απέχει από το να είναι αντικειμενικό, γιατί είναι συναισθηματικής και πολύ λιγότερο γνωστικής μορφής. Γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι λογικά επιχειρήματα μπορούν ανενδοίαστα να κατασκευαστούν, για να στηρίξουν εννοιολογικά το οικοδόμημα της αυτοεκτίμησης. Αν και – όπως προαναφέραμε- ο κάθε άνθρωπος αντλεί το δικαίωμα να αισθάνεται άξιος και μόνο από το γεγονός ότι είναι ‘πρόσωπο’, εντούτοις σε μια ανάλγητη και αμείλικτη κοινωνία, αυτό δεν είναι αρκετό. Χρειάζεται ένα ακόμη προσωπείο, για να εξαπατηθεί το άκαμπτο υπερεγώ, να καταπραυνθούν τα απαιτητικά ένστικτα και να ενδυναμωθεί το εγώ. Αναφερόμαστε στους ευρηματικούς, μη νευρωσικούς τρόπους, με τους οποίους ο εαυτός παρακάμπτει τον εαυτό του, εξισορροπεί τις αντίρροπες δυνάμεις και επεξεργάζεται τα εξωτερικά δεδομένα, δηλαδή την αλλοιωμένη αυτοεικόνα. Η αλλοίωση μπορεί να προέρχεται από το οικογενειακό περιβάλλον και από μια μητέρα- τροφό, η οποία πάντοτε μεγένθυνε την αξία του αγαπημένου της παιδιού ή από την αίσθηση της απόρριψής της, που πυροδότησε τις άμυνες ή καθήλωσε την εξέλιξη της αυτοεκτίμησης. Ο ναρκισσισμός γίνεται ακόμα πιο έκδηλος, εάν συσχετιστεί και με το είδος των πρώτων ενισχύσεων, τη θέση του παιδιού στην οικογενειακή ιεραρχία και τις σχέσεις των γονέων, όπως αυτές βιώνονται από το παιδί, τα κίνητρα για μάθηση και επιτυχία. Η αλλοίωση αυτή εμπλουτίζεται αργότερα από εικόνες αυταξίας, οι οποίες μπορεί να μην είναι πραγματικές, αλλά αποπροσανατολίζουν τα εσωτερικά κριτήρια αξιολόγησης και ελέγχουν τους αυτοπροσδιορισμούς. Τα προσωπεία αυτά εξελίσσονται κατά τη διάρκεια του βίου, ανάλογα με την εκάστοτε λειτουργικότητά τους: Η όμορφη γυναίκα, που βλέπει φρίττοντας την ομορφιά της να γίνεται παρανάλωμα του χρόνου μπορεί εύκολα να μεταβληθεί και να αυτοχαρακτηρίζεται ως στοργική μητέρα, αγωνιστική φεμινίστρια ή ‘συνειδητοποιημένη’ προσήλυτο της τέχνης. Ο φοιτητής, που δέχτηκε επί τόσα χρόνια την γονεική καταπίεση, είναι δυνατόν να μεταμορφωθεί σε έναν απροσμάχητο πολέμιο της εξουσίας, πλην όμως και σε ακούραστο καταναλωτή των προιόντων της και ο χρεωκοπημένος επιχειρηματίας σε έναν βαθυστόχαστο στωικό φιλόσοφο του περιθωρίου. Ο σεβάσμιος καθηγητής, που προικίστηκε αφειδώς με ανεξάντλητες σεξουαλικές ορέξεις, εύκολα μπορεί να χρηστεί τείχος ακλώνητο ενάντια στις επιθέσεις τις ακολασίας και ο πολιτικός με ανυποληψία, που θα ζήλευαν και οι παροικούντες στα σόδωμα, σε εργατοπατέρα και προστάτη των περήφανου λαού. Ο δευτερότοκος εισαγγελέας, που ανέκαθεν ζούσε στη σκιά του αδελφού του, εξαπολύει μύδρους κατά των ‘κακών’, εξαντλεί τα περιθώρια της αυστηρότητας κατά των διαθετόντων πενιχρό βαλάντιο, όντας μάλιστα στο απυρόβλητο λόγω της ανεξέλεγκτης και ανεξάρτητης δικαστικής αυθαιρεσίας, που κληροδότησε η ολιγαρχική δημοκρατία μας, σε αντίθεση με την ελεγκτική μητέρα του, που πάντοτε επέκρινε τις αταξίες του και τον συνέκρινε με τα αδέλφια του. Αργότερα, εάν οι απαιτήσεις του παρόντος διαπομπεύσουν τις αυτοεικόνες και διακωμωδήσουν την παλιά αίγλη τους, η μυθοπλασία θα συνεχιστεί και θα ονομαστεί συγκαταβατικά ‘ωρίμανση’.
Ακόμα πιο εξωπραγματική είναι η αυτοεκτίμηση όσων χρησιμοποιούν τα μέσα ως σκοπό και τους τρόπους ως επιδιώξεις ζωής. Αληθινή ανάγκη είναι η αποδοχή, αλλά τα χρήματα είναι ένας μη εργώδης τρόπος να εξασφαλιστεί. Η αγάπη το αίτημα, αλλά η εξουσία το υποκατάστατό της. Ο ερωτισμός το ζητούμενο, αλλά η επίδειξη πρόχειρη εναλλακτική. Η αυτοεκτίμηση βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με τις ανάγκες και τροποποιείται από αυτές. Ο χειρότερος της εχθρός είναι η αυτογνωσία, επειδή ξεσκεπάζει τις ιδιότητες και αποκαλύπτει την ουσία, καταποντίζει τις πλάνες και αναδεικνύει την αξία, συγχωρεί, χωρίς να εξιλεώνει και ευαγγελίζεται την βαθύτερη εκ των έσω αλλαγή.

1.5.1 Χαρακτηριστικά ατόμων με υψηλή αυτοεκτίμηση
Η περιγραφή των ατόμων με υψηλή αυτοεκτίμηση είναι πολλές φορές ανούσια, γιατί καταλήγει στη σκιαγράφηση ενός ιδανικού ανθρώπου. Ένας χρυσός κανόνας για τη διάγνωση αυτού του τύπου αυτοεκτίμησης είναι ο ακόλουθος : Όσο λιγότερο αυτή εξαρτάται από εξωγενείς παράγοντες και όσο προέρχεται από τα εσωτερικευμένα και σταθερά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας, τόσο μεγαλύτερη και αυθεντικότερη είναι. Σε γενικές γραμμές ένα άτομο με υψηλή αυτοεκτίμηση έχει τα περισσότερα από τα παρακάτω γνωρίσματα.
- Τα άτομα με υψηλή αυτοεκτίμηση είναι παραγωγικά. Τα αγαθά της ζωής τα απέκτησαν με την προσωπική τους αξία, με την ακαδημαική ή εργασιακή επίδοση και με τον καθημερινό αγώνα για αυτοπραγμάτωση. Όσοι χρησιμοποιούν πλάγιες οδούς, για να κερδίσουν χρήματα, θέσεις και εξουσία, ή όσοι καπηλεύονται τις περιστάσεις, δεν μπορούν να αντλήσουν ευχαρίστηση από αυτά και η φαινομενική τους αυτοεκτίμηση είναι επίπλαστη και εύθραυστη.
- Η δημιουργικότητα, η φαντασία, η δεκτικότητα στις προκλήσεις και η αισιοδοξία χαρακτηρίζουν τη δύσκολα απειλούμενη αυτοεκτίμηση που είναι βαθιά ριζωμένη στην συνείδηση. Τα άτομα αυτά αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες, προσαρμόζονται στις αλλαγές και δεν μεμψιμοιρούν με τις αναποδιές του βίου.
- Διαθέτουν ηγετική προσωπικότητα, δεν είναι ούτε υπερβολικά εξαρτημένα ούτε πεισματικά ανεξάρτητα, δίνουν έμφαση στην ποιότητα επικοινωνίας και δεν φοβούνται να εμπλακούν σε συναισθηματικές σχέσεις.
- Θεωρούν τον εαυτό τους άξιο να αγαπηθεί, δυνατότητα που την απέκτησαν αγαπώντας τους άλλους, ενδιαφέρονται και φροντίζουν το συνάνθρωπό τους, ξέρουν να δέχονται ,όμως, και τις περιποιήσεις των άλλων και μπορούν να τους επικαλούνται, όποτε χρειαστεί, δίχως να πιστεύουν ότι αυτό μειώνει την αξία τους.
- Είναι καλοί ακροατές, αναγνωρίζουν την αξία των άλλων και κατακτούν την κοινωνική αποδοχή, γιατί συγχρωτίζονται με ετερόκλητα άτομα από όλα τα εκπαιδευτικά, κοινωνικά και οικονομικά στρώματα.
- Έχουν μεγάλο βαθμό αυτογνωσίας και η εικόνα, που προβάλλουν ταυτίζεται με την αυτοαντίληψή τους. Είναι αυθόρμητοι και πηγαίοι και αποφεύγουν τις μηχανορραφίες και την προσποίηση.
- Γνωρίζουν τα όριά τους και παρόλο που προσπαθούν να τα επεκτείνουν, δεν το ανάγουν σε αυτοσκοπό. Η αυτογνωσία είναι η πηγή της αυτοεκτίμησής τους.
- Είναι αλτρουιστές, χωρίς να αναλαμβάνουν την ευθύνη για τις πράξεις ή τις αποφάσεις των άλλων ή να αποκομίζουν συναισθηματικά οφέλη, παριστάνοντας τους σωτήρες. Αντίθετα, διδάσκουν στους υπόλοιπους την έννοια της προσωπικής υπευθυνότητας και του καταλογισμού των πράξεων.
- Δεν καταφεύγουν σε μηχανισμούς άμυνας, για να καταπραύνουν τον εαυτό τους από αγχογόνες καταστάσεις. Αποδέχονται την αλήθεια, όποια κι αν είναι αυτή
- Συχνά αποστασιοποιούνται από τον εαυτό τους και τον προσδιορίζουν με βάση το εξελικτικό, μακροπρόθεσμο σχέδιο ζωής, που έχουν επεξεργαστεί.
- Αντιμετωπίζουν το μέλλον με αισιοδοξία και ενθουσιασμό.
- Φαντασιώνουν τα μελλούμενα και σχεδιάζουν, κατά το δυνατό τις αντιδράσεις τους. Θέτουν στόχους για αναπτυξιακές κατακτήσεις και δεν απελπίζονται εύκολα.
1.5.2 Χαρακτηριστικά ατόμων με χαμηλή αυτοεκτίμηση.
Οι άνθρωποι με χαμηλή αυτοεκτίμηση
- Θεωρούν ότι δεν αξίζουν την προσοχή και τη φροντίδα των άλλων, αλλά ακόμα και όταν την δέχονται την αντιμετωπίζουν καχύποπτα.
- Επαναπαύονται, ακόμα κι αν είναι οι καταστάσεις της ζωής τους είναι προβληματικές, και προτιμούν τη διαιώνισή τους, παρά να πληρώσουν το τίμημα της αλλαγής. Οι περισσότερες νοσηρές συμπεριφορές είναι μαθημένες και πολλές φορές η αδυναμία αντιμετώπισής τους οφείλεται και στην έλλειψη θέλησης, αλλά και στα δευτερογενή οφέλη, που προκύπτουν από την διατήρησή τους, όπως για παράδειγμα η διαρκής προσοχή και το ενδιαφέρον των άλλων, η αποφυγή προκλήσεων κ.λ.π.
- Ο φόβος της απόρριψης κατατρύχει και οριοθετεί τις πράξεις τους. Όταν εμπλακούν σε κάποια συναισθηματική σχέση, γίνονται υπερβολικά ζηλόφθονες, εξαρτητικοί ή αναπτύσσουν μαζοχιστικά χαρακτηριστικά, φοβούμενοι ότι θα απωλέσουν την αγάπη, που με τόση επίπονη υπέρβαση κέρδισαν. Συνήθως αυτή η συμπεριφορά εξωθεί τους υπόλοιπους να τους εγκαταλείπουν, επιβεβαιώνοντας έτσι τους αρχικούς τους φόβους.
- Σπανίως γίνονται διεκδικητικοί. Η χαμηλή αυτοεκτίμηση τους αποτρέπει από το να αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες, να εμπλέκονται σε συγκρούσεις, και να υπερασπίζονται τις απόψεις τους, ακόμα κι όταν έχουν το δίκιο με το μέρος τους. Πολλές φορές πίσω από τη χαμηλή αυτοεικόνα εμφωλεύει ένας λανθάνων ναρκισσισμός, δεδομένου ότι η δειλία τούς προστατεύει από την έκθεση του εαυτού τους στην κρίση των άλλων.
- Επιζητούν την επιδοκιμασία των άλλων και εξαρτούν τη διάθεσή τους από αυτήν.
- Παρά το ότι μπορεί να διαθέτουν υψηλό δείκτη νοημοσύνης, δεν μπορούν να επιλύσουν προβλήματα κοινωνικού περιεχομένου. Είναι επιρρεπείς στο μυστικισμό και τη μοιρολατρεία.
- Πολλές φορές καταφεύγουν σε υπερωρίες στον ακαδημαικό ή εργασιακό τομέα, επιζητούν την υπερεπίδοση, την εξουσία ή το χρήμα, μέσα που πρόσκαιρα τους προσφέρουν ανακούφιση από την ανασφάλειά τους.
- Ό,τι για τους υπόλοιπους δρα ως θετικός ενισχυτής, σε αυτούς είναι αδιάφορο. Είναι ανίκανοι να απολαύσουν τις μικροχαρές της ζωής, γεγονός που προοιωνίζει κατάθλιψη.
- Αδυνατούν ή αρνούνται να αξιολογήσουν σωστά τις δυνατότητές τους και αισθάνονται αμηχανία, όταν οι άλλοι τους επαινούν.
- Η ταυτότητα του εαυτού τους είναι απροσδιόριστη, χωρίς συνέπεια και στοχοθεσία. Υιοθετούν συμπεριφορές, για να γίνουν αρεστοί στους άλλους.
- Έχουν χαμηλή συναισθηματική νοημοσύνη και επικοινωνιακά προβλήματα.
- Γίνονται επιθετικοί, όταν απειληθούν, ειδικά εάν διαθέτουν υψηλή φαινομενική αυτοεκτίμηση.
- Κάθε ματαίωση στη ζωή τους είναι πηγή ανεξέλεγκτου άγχους, μαλαγχολίας και αποσυντονισμού.
- Είναι εξαρτημένοι από την οικογένειά τους και διατηρούν τη σχέση αυτή και μετά την ενηλικίωση.
- Εκδηλώνουν συχνά νευρωσικές συμπεριφορές, όπως ροπή προς τον αλκοολισμό, τη χαρτοπαιξία, τα ναρκωτικά, τον υπερκαταναλωτισμό, τις σεξουαλικές ακρότητες και τον ηδονισμό.

Δεν υπάρχουν σχόλια: