Πέμπτη 17 Μαρτίου 2011

Κακοποίηση Παιδιού

«Η ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ: ΜΙΑ ΜΟΡΦΗ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗΣ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ»

ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ ΠΙΛΗΣΗΣ, ΤΕΛΕΙΟΦΟΙΤΟΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΣ Α.Τ.Ε.Ι. ΠΑΤΡΑΣ, ΑΠΟΦΟΙΤΟΣ ΠΡΟΠΤΥΧΙΑΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ ΓΙΑ ΘΕΜΑΤΑ ΦΥΛΟΥ ΚΑΙ ΙΣΟΤΗΤΑΣ (Α.Τ.Ε.Ι. ΠΑΤΡΑΣ – ΕΠΕΑΕΚ ΙΙ)


ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Στη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα, το φαινόμενο της ενδο – οικογενειακής βίας έχει λάβει διαστάσεις παγκόσμιας επιδημίας και ιδιαίτερα η κακοποίηση των παιδιών, η οποία αποτελεί την καταπάτηση των βασικών και αναφαίρετων δικαιωμάτων του παιδιού. Οι επιπτώσεις στα θύματα της ενδο – οικογενειακής βίας και ιδιαίτερα στα παιδιά, είναι χρόνιες και σφραγίζουν ανεξίτηλα την βιοψυχοκοινωνική τους ανάπτυξη αλλά και την μετέπειτα πορεία τους ως ενήλικα άτομα, ως σύντροφοι, σύζυγοι και γονείς. Η παρούσα μελέτη επικεντρώνεται στην περιεκτική ανασκόπηση του φαινομένου της κακοποίησης του παιδιού μέσα στην οικογένεια, στις μορφές κακοποίησης που υφίσταται το παιδί αλλά και στην αντιμετώπιση του φαινομένου με βάση τις αρχές, τις αξίες και την ηθική που διέπουν τα δικαιώματα του παιδιού.

ΛΕΞΕΙΣ ΚΛΕΙΔΙΑ

Λέξη 1: Δικαιώματα, Έκφραση 1: Παιδική Κακοποίηση, Έκφραση 2: Ενδο – Οικογενειακή Βία.





1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η ενδο – οικογενειακή βία και συγκεκριμένα η κακοποίηση του παιδιού, εμφανίζεται διαχρονικά από τους αρχαίους χρόνους έως και σήμερα. Παλαιότερα αποτελούσε μέσο κοινωνικοποίησης και ενδυνάμωσης του παιδιού, ενώ οι πρώτες τάσεις ιατρικοποίησης του φαινομένου στο δυτικό κόσμο εμφανίστηκαν περίπου μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Επίσης, η παιδική κακοποίηση αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες απειλές για την βιοψυχοκοινωνική υγεία του παιδιού και συμβαίνει στο άμεσο οικογενειακό περιβάλλον συχνότερα από όσο θεωρούμε. (Σταυριανάκη, Κυριακοπούλου, Ρίγκα & Νικολαΐδης, 2008).

Η βία στην ελληνική οικογένεια και ιδιαίτερα ενάντια στο παιδί εκφράζεται κυρίως από τον έναν ή/και από τους δύο γονείς που χρησιμοποιούν κάποια/ες μορφές κακοποίησης. Στην Ελλάδα, η πρώτη δημόσια αναφορά για το πρόβλημα της παιδικής κακοποίησης έγινε από τον παιδίατρο Σπύρο Δοξιάδη το 1976. (Doxiadis, 1989).

Έκτοτε, πραγματοποιήθηκαν αρκετές μελέτες στην χώρα μας για την σωματική, συναισθηματική και σεξουαλική κακοποίηση του παιδιού, όπως και για την παραμέληση. (Μουζακίτης, 1989. Agathonos – Georgopoulou & Browne, 1997. Χατζηφωτίου & συν., 2003. Τσιάντης & Διαρεμέ, 2004). Τα αποτελέσματα των ερευνών ανεβάζουν τα θύματα σε πολλές χιλιάδες ετησίως και ιδιαίτερα τα ποσοστά των σεξουαλικά κακοποιημένων παιδιών είναι πολύ μεγαλύτερα, διότι αρκετές φορές η κακοποίηση μένει κρυφή ή αποφεύγεται για λόγους αντεκδίκησης του δράστη ή για να αποφευχθεί ο κοινωνικός στιγματισμός του κακοποιημένου παιδιού. Ακόμα η έλλειψη ποιοτικών δομών αλλά και η απροθυμία του ιατρικού προσωπικού να εμπλακεί σε περιπτώσεις ενδο – οικογενειακής βίας, συμβάλλουν στα χαμηλά ποσοστά των αποτελεσμάτων. (Αγάθωνος – Γεωργοπούλου & Μαραγκός, 1995. Ζαφείρης, Ζαφείρη & Μουζακίτης, 1999).

Ο σκοπός της παρούσας μελέτης, είναι η επιστημονική σκιαγράφηση του φαινομένου, αλλά κυρίως η ανάδειξη της σημασίας για ολιστική αντιμετώπιση της παιδικής κακοποίησης με βάση τα δικαιώματα του παιδιού, τα οποία έχουν πλέον κατοχυρωθεί νομικά και οι ειδικοί που ασχολούνται με παιδιά και εφήβους οφείλουν να γνωρίζουν τα συγκεκριμένα δικαιώματα, να τα σέβονται και να δρουν βάση αυτών.

2. Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ

Ο Εθνικός Οργανισμός Κοινωνικών Λειτουργών των Η.Π.Α., έχει δώσει έναν σαφή και περιεκτικό ορισμό στην οικογένεια, με βάση τις αρχές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Συνεπώς η οικογένεια αποτελεί «μια ομάδα δύο ή περισσοτέρων ατόμων που αυτοπροσδιορίζονται ως οικογένεια, και κατά τη διάρκεια της ζωής τους αναλαμβάνουν υποχρεώσεις που είναι ευρύτερα αποδεκτές και συνιστούν ουσιώδη συστατικά των οικογενειακών συστημάτων». (Ζαφείρης, Ζαφείρη & Μουζακίτης, 1999: 198).

Επιπρόσθετα, η οικογένεια αποτελεί τη θεμελιώδη κοινωνική ομάδα, αλλά και το φυσικό περιβάλλον για την ανάπτυξη και ευημερία όλων των μελών της, αλλά κυρίως των παιδιών. Οφείλει να προσφέρει την απαραίτητη προστασία και υποστήριξη προκειμένου να αναλάβει την θέση της μέσα στην κοινωνία. (Συνθήκη για τα Δικαιώματα του παιδιού, Εισαγωγή, Τα Εθνικά Κόμματα στην παρούσα Συνθήκη, Ηνωμένα Έθνη, 1990. Αναφέρεται στο Ζαφείρης, Ζαφείρη & Μουζακίτης, 1999).

Οφείλουμε να επισημάνουμε ότι η οικογένεια αποτελεί το σημαντικότερο σύστημα – περιβάλλον, που συμβάλλει στην διαμόρφωση του χαρακτήρα των παιδιών και στην διαπαιδαγώγηση τους. Ωστόσο κάποιες φορές και ιδιαίτερα σε περιπτώσεις ενδο – οικογενειακής βίας, τα παιδιά αποτυγχάνουν να αναπτύξουν την αίσθηση του «ανήκειν» στο οικογενειακό και ευρύτερο περιβάλλον. (Κανδυλάκη, 2001). Επιπλέον η οικογένεια καλείται να εξυπηρετήσει μέσω των λειτουργιών της τις ανθρώπινες ανάγκες όλων των μελών. Οι λειτουργίες αυτές είναι, η αναπαραγωγική λειτουργία (βιολογική αναπαραγωγή της κοινωνίας), οι οικονομικές λειτουργίες (παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών από την βιομηχανική οικονομία προκειμένου να καταναλωθούν από την οικογένεια), οι εκπαιδευτικές λειτουργίες (αναπαραγωγή της πολιτισμικής κληρονομιάς) και οι ψυχολογικές λειτουργίες (να νιώθουν τα άτομα ασφαλή και να απολαμβάνουν την στοργή των μελών της οικογένειας). (Μουσούρου, 2006).

Η οικογένεια ως κοινωνική ομάδα έχει δομή. Η δομή της οικογένειας συνίσταται σε ένα σταθερό πλέγμα και σε ένα δίκτυο σχέσεων μεταξύ κοινωνικών θέσεων και κοινωνικών ρόλων. (Μουσούρου, 2006). Η οικογένεια είναι μια φυσική κοινωνική ομάδα, η οποία καθορίζει τις αντιδράσεις των μελών της στα εσωτερικά και εξωτερικά ερεθίσματα, ενώ η οργάνωση και η δομή της ελέγχουν και προσδιορίζουν τις εμπειρίες των μελών. (Minuchin, 2000). Ο Herbert (1997), αναφέρει, ότι η δομή της οικογένειας επηρεάζεται από τις ακόλουθες έννοιες:

Την συνοχή: δηλαδή εάν οι σχέσεις των μελών είναι στενά δεμένες ή χαλαρές και εάν τα όρια είναι σαφή, συγκεχυμένα ή άκαμπτα.
Την προσαρμοστικότητα: κατά πόσον η οικογένεια μπορεί να μεταβάλει τους ρόλους της σε σχέση με τις επιδράσεις που δέχεται για αλλαγή.
Την ομοιοστασία: αναφέρεται στην σταθερή κατάστασή της και τη διατήρησή της.
Ανεξάρτητα από τη δομή της, αποτελεί ένα σύστημα, αποτελούμενο από μέλη με συναισθηματική συναλλαγή και αλληλεπίδραση σε καθημερινό επίπεδο. Η διατήρηση η όχι της συνοχής της οικογένειας, εξαρτάται από τις αρχές τους ρόλους και τη ψυχοσυναισθηματική συναλλαγή. (Οικονόμου & Χριστοδούλου, 2005). Ωστόσο έχει επισημανθεί το γεγονός ότι η βία (λεκτική και μη λεκτική), εμφανίζεται κατά κύριο λόγο στο χώρο της οικογένειας. (Μαδιανός, 2006).


3. Η ΠΑΙΔΙΚΗ ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΗ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ

Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, η κακοποίηση και η παραμέληση του παιδιού, περιλαμβάνει όλες τις μορφές σωματικής ή/και συναισθηματικής κακής μεταχείρισης, σεξουαλικής παραβίασης, παραμέλησης ή παραμελημένης θεραπευτικής αντιμετώπισης, ή εκμετάλλευσης για εμπορικούς ή άλλους σκοπούς, η οποία καταλήγει σε πραγματική ή εν δυνάμει βλάβη που αφορά στην υγεία, την επιβίωση, την ανάπτυξη ή την αξιοπρέπεια του παιδιού, στο πλαίσιο μιας σχέσης εμπιστοσύνης, ευθύνης ή δύναμης. (W.H.O., 1999).

Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (Π.Ο.Υ.) αναφέρει ότι η διαπροσωπική βία το 2020 θα ανέλθει από τη 19η θέση στη 12η θέση στη λίστα των 30 πιο σημαντικών και συχνών αιτιών θανάτου. (W.H.O., 2001). Επίσης, εκτιμά ότι 40.000.000 παιδιά στον κόσμο γίνονται θύματα βίας. (W.H.O., 1999).

3.1 Τα αίτια

Ο Μαδιανός (2006), αναφέρει ότι οι παράγοντες που σχετίζονται με την οικογενειακή βία είναι οι εξής:

Ατομικοί παράγοντες: Γάμος σε νεαρή ηλικία, υπερβολική κατανάλωση οινοπνευματωδών, κατάθλιψη, διαταραχή προσωπικότητας, χαμηλό εισόδημα, εμπειρίες βίας ή κακοποίησης κατά την παιδική ηλικία.
Παράγοντες διαπροσωπικών σχέσεων: Συζυγικές συγκρούσεις, συζυγική ανισορροπία, ανδροκρατική οικογένεια, οικονομικό στρες, φτωχή λειτουργικότητα της οικογένειας.
Περιβαλλοντικοί παράγοντες: Αδύναμοι κοινοτικοί δεσμοί, φτώχεια και ανομία φύλων, ανύπαρκτο Κοινοτικό υποστηρικτικό σύστημα.
Κοινωνικοί παράγοντες: Η βία είναι αποδεκτή κοινωνικά, παραδοσιακοί ρόλοι, κοινωνική απενσωμάτωση,
Οι αιτίες, της παιδικής κακοποίησης, εντοπίζονται στη δυσλειτουργία του γονεϊκού ρόλου, στην ανάληψη καθηκόντων σε νεαρή ηλικία (ανεπιθύμητη κύηση), στην εκτός γάμου μητρότητα, στο χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, στη γέννηση παιδιού με ειδικές ανάγκες, στην ψυχοπαθολογία γονέων, και στο ότι οι γονείς που κακοποιούν έχουν και οι ίδιοι βιώσει την κακοποίηση από τους γονείς τους, ως παιδιά. Ένας άλλος παράγοντας που κρύβεται πίσω από την παιδική κακοποίηση είναι η άποψη ότι η σωματική τιμωρία είναι ο κατάλληλος τρόπος πειθαρχίας των παιδιών. Ακόμα ως αίτια εκλαμβάνονται η φτώχεια, η ανεργία και το υπερβολικό άγχος που απορρέει από τους δύο αυτούς κοινωνικούς παράγοντες. (Λεβιδιώτη – Λέκκου, 1996. Thio, 2003). Στους παράγοντες, μπορούν ακόμα να προστεθούν και οι πολιτικές που ενισχύουν την ανισότητα, μειώνουν την αξία του παιδιού και καταπατούν τα δικαιώματά του.


3.2 Οι μορφές παιδικής κακοποίησης

Τα είδη της κακοποίησης, διακρίνονται σε σωματική, συναισθηματική, σεξουαλική κακοποίηση και παραμέληση. Αναλυτικότερα, η σωματική κακοποίηση, περιλαμβάνει κλωτσιές, μπουνιές, ξύλο, τράνταγμα του παιδιού ή του βρέφους, εγκαύματα προκαλούμενα από τσιγάρο και καυτό σίδερο, ρίξιμο αντικειμένων, δάγκωμα, έως και πιο ακραίες μορφές όπως πρόκληση ασφυξίας ή άλλες μορφές που μπορούν να οδηγήσουν στον θάνατο. Τα παιδιά παρουσιάζουν μώλωπες, εγκαύματα, κακώσεις, εσωτερικά τραύματα, τάσεις φυγής, απομόνωση και μακροπρόθεσμα περιορισμένη σωματική και νοητική ανάπτυξη. (Πρεκατέ & Γιωτάκος, 2005).

Η Miller (1990), διαχωρίζει τη σωματική βία ως ήπια και σοβαρή. Διευκρινίζει, ότι ως ήπια βία χαρακτηρίζεται η απειλή χτυπήματος ή πέταγμα αντικειμένου, το πέταγμα αντικειμένου στο άτομο, το χαστούκι, το σπρώξιμο. Ως σοβαρή βία χαρακτηρίζεται η απειλή χτυπήματος με όπλο ή μαχαίρι, οι κλωτσιές, τα δαγκώματα και οι γροθιές.

Η συναισθηματική κακοποίηση είναι ένα άλλο είδος κακοποίησης, το οποίο ανιχνεύεται πιο δύσκολα και συνοδεύει συνήθως την σωματική ή την σεξουαλική κακοποίηση, θέτοντας σε κίνδυνο την συναισθηματική υγεία του ατόμου. Οι γονείς δημιουργούν στο παιδί την αίσθηση ότι δεν αξίζει της προσοχής και της αγάπης τους. Επίσης προσβάλλουν το παιδί και απευθύνονται σε αυτό με υβριστικούς χαρακτηρισμούς, το υποτιμούν, το εξευτελίζουν, το απειλούν και το απομονώνουν από κοινωνικές δραστηριότητες. Τα συναισθηματικά κακοποιημένα παιδιά, παρουσιάζουν ανασφάλεια, απόσυρση, χαμηλή αυτοεκτίμηση και στοιχεία νεύρωσης. (Πρεκατέ & Γιωτάκος, 2005. Καφφές, Τριανταφύλλου & Γιωτάκος, 2006).

Η σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών, χαρακτηρίζεται από σωματική, λεκτική και οπτική βία και περιλαμβάνει σεξουαλικά αγγίγματα, διείσδυση, έκθεση των παιδιών σε σεξουαλικές δραστηριότητες που δεν συνάδουν με την ηλικία και ανάπτυξή τους, καθώς και έκθεση των παιδιών σε πορνογραφικές ταινίες ή φωτογραφίες. (Cupit – Swenson & Ezzell, 2000). Τα παιδιά που έχουν κακοποιηθεί σεξουαλικά, παρουσιάζουν προβλήματα νευρικότητας, ύπνου, διατροφής, επιθετική συμπεριφορά, σχολική αποτυχία, συναισθήματα ντροπής και αυτοενοχοποίησης, διαφόρων μορφών φοβίες και τάση για παραβατικότητα. (Aisnscough & Kay, 2000). Ωστόσο, στις μελέτες για την παιδική σεξουαλική κακοποίηση οι ορισμοί και τα ηλικιακά όρια ποικίλουν. Κάποιοι ορισμοί περιλαμβάνουν μόνο την αιμομιξία ενώ άλλοι και την κακοποίηση εκτός οικογένειας. (Miller, 1990).

Αναφορικά με την παραμέληση, χαρακτηρίζεται ως η χρόνια αποτυχία των γονέων να προσφέρουν και να προστατέψουν το παιδί τους από φυσικό κίνδυνο. (Αγάθωνος – Γεωργοπούλου, 1991). Οι τύποι της παραμέλησης είναι: Α. Σωματική παραμέληση, η οποία περιλαμβάνει την έλλειψη επαρκούς τροφής, ενδυμασίας και στέγης, έλλειψη καθαριότητας και προσωπικής υγιεινής. Β. Εκπαιδευτική παραμέληση, χαρακτηρίζεται η αποτυχία του γονέα να εγγράψει το παιδί του στην υποχρεωτική εκπαίδευση ή εάν χρειάζεται να του παρέχει ειδική αγωγή. Γ. Συναισθηματική παραμέληση, η άρνηση ψυχολογικής φροντίδας, η έκθεση του παιδιού σε συζυγική βία, η λεκτική κακοποίηση, η απομόνωση. Δ. Ιατρική παραμέληση, οι κηδεμόνες αρνούνται την παροχή ιατρικής φροντίδας για το παιδί (Πρεκατέ και Γιωτάκος, 2005).

3.3 Οι συνέπειες

Οι συνέπειες της άσκησης βίας στα παιδιά είναι πολυδιάστατες και πολυποίκιλες. Συγκεκριμένα τα παιδιά είναι πιθανόν να παρουσιάσουν ψυχολογικές διαταραχές, να νιώσουν απόρριψη και ενοχές, να διαπράξουν αξιόποινες πράξεις, αλλά ακόμα και να εγκαταλείψουν την οικογένειά τους. (Παπαϊωάννου, 1996. Ζαφείρης, Ζαφείρη & Μουζακίτης, 1999). Τα παιδιά που έχουν κακοποιηθεί μπορεί να παρουσιάσουν χαμηλή αυτοεκτίμηση, αντιδραστική σεξουαλική δραστηριότητα, ανικανότητα να αγαπήσουν ή να εμπιστευτούν, αυτοτραυματισμό και αυτοκαταστροφική συμπεριφορά. (Πρεκατέ & Γιωτάκος, 2005).

Ακόμα κάποιες μακροπρόθεσμες κυρίως επιπτώσεις εντοπίζονται στην έλλειψη συναίσθησης, στις μαθησιακές δυσκολίες, στη δυσκολία στο λόγο και σε προβλήματα στη συμπεριφορά. (Αγάθωνος – Γεωργοπούλου, 1993). Άλλες σοβαρές συνέπειες είναι οι διαταραχές ύπνου, τροφής, η επιθετικότητα, η υπέρμετρη παθητικότητα, διαφόρων μορφών φοβίες, μετατραυματικό στρες, κατάθλιψη, ξεσπάσματα οργής και δυσκολία συγκέντρωσης. (Jaffle et al., 1986).


4. Η ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ
Αναμφίβολο είναι το γεγονός ότι τα παιδιά αποτελούν την πιο ευάλωτη κοινωνική ομάδα του πληθυσμού με αποτέλεσμα να υφίστανται διαφόρων ειδών διακρίσεις, κακομεταχείριση και παραμέληση. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι είναι ανήμπορα να αντιδράσουν στις κοινωνικές ανισότητες και να υπερασπιστούν τα δικαιώματά τους. (Καλλινικάκη, 2006).

«Η διεθνής Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού, υπογράφτηκε στη Νέα Υόρκη στις 26 Ιανουαρίου 1990. Στην Ελλάδα κυρώθηκε με νόμο 2101/1992. Έκτοτε αποτελεί εσωτερικό ελληνικό δίκαιο αυξημένης τυπικής ισχύος, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. Ι του Συντάγματος». (Παπαρρηγόπουλος, 2006: 237). Με την επικύρωση των δικαιωμάτων του παιδιού, το παιδί πλέον δεν θεωρείται περιουσία κανενός, αλλά άνθρωπος με συναισθήματα, προσωπικότητα, εμπειρίες και ανάγκες. (Λουμάκου & Μπεζέ, 2006).

Ωστόσο δημιουργούνται κάποια προβλήματα στην προσπάθεια να ορίσουμε τα ανθρώπινα δικαιώματα και το υποκείμενό τους. Εξάλλου το υποκείμενο αποτελεί μέρος διαφόρων συστημάτων και υποσυστημάτων. (Νόβα – Καλτσούνη, 1996). Τα προβλήματα εντοπίζονται κυρίως στο γεγονός ότι δεν ορίζονται έννοιες όπως το οικογενειακό περιβάλλον αλλά και η έννοια του παιδιού που δεν είναι αντιληπτή παγκοσμίως το ίδιο. Βέβαια, η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Παιδιού, δίνει σύγχρονο κοινωνικό περιεχόμενο στην ταυτότητα του παιδιού, διότι το θεωρεί πλέον μέρος την κοινωνίας και όχι άτομο σε αναμονή. (Λουμάκου & Μπεζέ, 2006)

Ιδιαίτερα σημαντικό είναι, να εκπαιδευτούν τα παιδιά στα δικαιώματά τους, αλλά και να αναπτύξουν τις απαιτούμενες κοινωνικές δεξιότητες και τη συναισθηματική νοημοσύνη, ώστε να μπορούν να προστατευτούν από το κοινωνικό φαινόμενο της βίας, αλλά και να μην χρησιμοποιούν καμία μορφή βίας στις ανθρώπινες, διαπροσωπικές και επικοινωνιακές τους σχέσεις.

Συνεπώς απαραίτητη είναι η εκμάθηση κοινωνικών δεξιοτήτων και συναισθηματικής νοημοσύνης στο χώρο του σχολείου, μέσα από ολοκληρωμένα και εξειδικευμένα προγράμματα πρόληψης της βίας. Κοινωνικές δεξιότητες, ονομάζονται οι διακριτές, μαθημένες συμπεριφορές που επιδεικνύει ένα άτομο για να επιτύχει ένα στόχο. Συγκεκριμένα τα παιδιά πρέπει να μάθουν: α. ένα εύρος κοινωνικών δεξιοτήτων απαραίτητων για την αλληλεπίδραση με τους άλλους και β. να μάθουν να σχετίζονται σε ένα εύρος κοινωνικών καταστάσεων με τρόπο αποδεκτό από τους άλλους. (Sheridan & Walker, 1999).

Τα προγράμματα πρόληψης της βίας οφείλουν να προάγουν και την ανάπτυξη της συναισθηματικής νοημοσύνης των παιδιών, ώστε να προλαμβάνονται τυχόν βίαιες συμπεριφορές. Οι διαστάσεις της συναισθηματικής νοημοσύνης είναι, η αυτογνωσία, η σωστή λήψη αποφάσεων και η ικανότητα προσφοράς και δημιουργίας. (Τριλίβα & Ρούσση, 2000)

Στο επίπεδο της νομοθεσίας, η Στρατίκη (2007: 226), χαρακτηριστικά αναφέρει: «Η ισχύουσα νομοθεσία κάθε χώρας για την ενδο - οικογενειακή βία, αφενός καθρεπτίζει την αναγνώριση της ύπαρξής της και αφετέρου την ευαισθητοποίηση της κοινωνίας στο φαινόμενο αυτό». Στην Ελλάδα, τον Οκτώβριο του 2006, τροποποιήθηκε και ψηφίσθηκε στο ελληνικό κοινοβούλιο ο νόμος, «Για την Αντιμετώπιση της Ενδο – οικογενειακής Βίας». Ωστόσο, στην ετήσια έκθεσή της η Διεθνής Αμνηστία αναφέρεται στις παραλείψεις του νόμου 3500/2006 και συγκεκριμένα στην παράληψη αναφοράς στο σύνθετο πρόβλημα της «βίας κατά των γυναικών» και στα ανθρώπινα δικαιώματα, στον ανεπαρκή ορισμό της «βίας μεταξύ των μελών της οικογένειας». Επίσης, η Διεθνής Αμνηστία αναφέρει ότι ο νόμος παραλείπει να αναφερθεί στην ολική αντιμετώπιση του προβλήματος και στην εκπαίδευση όλων των επαγγελματιών που σχετίζονται με το πρόβλημα και προχωρεί σε συστάσεις σε συγκεκριμένα άρθρα του νόμου. (Στρατίκη, 2007).

Για την αντιμετώπιση του φαινομένου, οι κοινωνικοί λειτουργοί, οι κοινωνιολόγοι, οι ψυχολόγοι, οι παιδαγωγοί, οι ψυχοθεραπευτές και οι υπόλοιποι επιστήμονες υγείας και κοινωνικοί επιστήμονες, χρειάζεται να κατανοήσουν τις δομές και τις πρακτικές της παιδικής προστασίας, τα συναισθήματα ενοχής και ντροπής που νιώθουν τα παιδιά – θύματα ενδο – οικογενειακής βίας, την ανάγκη τους να μιλήσουν για την κακοποίηση αλλά παράλληλα και την δυσκολία τους να απευθυνθούν σε κάποιον ειδικό, εθελοντή ή οργάνωση. (Χατζηφωτίου, 2005).

Οι ειδικοί επιστήμονες ψυχικής υγείας χρειάζεται να αξιολογούν κατάλληλα τις περιπτώσεις κακοποίησης και έπειτα από την εκτενή αξιολόγηση να παρέχουν φροντίδα για τα κακοποιημένα παιδιά. Μέσω των ψυχοκοινωνικών και θεραπευτικών παρεμβάσεων, χρειάζεται τα παιδιά να αρχίζουν να αποκτούν μια αίσθηση ασφάλειας και εμπιστοσύνης. Ακόμα οι παρεμβάσεις οφείλουν να εστιάζουν και στην οικογένεια, με την υποστήριξη, τη συμβουλευτική και εκπαίδευση των γονέων, αλλά και τη διαχείριση του θυμού. (Πρεκατέ και Γιωτάκος, 2005).


5. ΕΠΙΜΕΤΡΟ

Είναι γεγονός ότι η οικογένεια στην Ελλάδα αποτελεί έναν ισχυρό κοινωνικοπολιτικό θεσμό, ο οποίος αντικατοπτρίζει τις παραδοσιακές δομές, ενώ παράλληλα βρίσκεται σε κρίση και αναζητά το νόημα στην μετανεωτερική πραγματικότητα.

Η κακοποίηση του παιδιού έχει λάβει πλέον τεράστιες διαστάσεις και αυτό διαφαίνεται στις ερευνητικές μελέτες που έχουν διενεργηθεί. Η ενδο – οικογενειακή βία είναι περισσότερο δίπλα μας από όσο εμείς πιστεύουμε, ενώ για τους ειδικούς ψυχικής υγείας αποτελεί μία πρόκληση διότι καλούνται να αντιληφθούν τη σχέση που υπάρχει μεταξύ δημοσίων θεμάτων και προσωπικών δεινών, αντιμετωπίζοντας και τα δύο. Η παρέμβαση σε περιπτώσεις παιδικής κακοποίησης, πρέπει να είναι έγκαιρη, ελάχιστη και κατάλληλη.

Ιδιαίτερη σημασία πρέπει να δίνεται στη λήψη όλων των απαραίτητων μέτρων (νομοθετικών, παιδαγωγικών, διορθωτικών κ.ά.) για την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας στην οικογένεια και κυρίως στο παιδί. Επίσης, σημαντική είναι και η ανάπτυξη προληπτικών και υποστηρικτικών μέτρων για τους γονείς μέσω εκπαιδευτικών προγραμμάτων, οικογενειακής συμβουλευτικής με σκοπό την ενθάρρυνση θετικών, συμμετοχικών και μη βίαιων μορφών διαπαιδαγώγησης.

Συμπληρωματικά, απαιτείται η ανάπτυξη μηχανισμών για τη διακριτική μεταχείριση των παιδιών θυμάτων βίας, όπως ειδικές μέθοδοι λήψης μαρτυρικών καταθέσεων, έρευνας, υποστηρικτικές και συμβουλευτικές υπηρεσίες κατά τις νομικές διαδικασίες, γραμμές άμεσης βοήθειας κατά την ώρα της κρίσης, συμβουλευτική και έγκαιρο εντοπισμό παιδιών σε κίνδυνο.

Η λήψη νομοθετικών μέτρων και η εισαγωγή μηχανισμών για τη βιοψυχοκοινωνική στήριξη των θυμάτων και των οικογενειών τους, αλλά και η συνεχής εκπαίδευση και υποστήριξη των επαγγελματιών, αποτελούν ουσιαστικές προτάσεις για την ολιστική αντιμετώπιση του κοινωνικού φαινομένου.

Επιλογικά, η παιδική κακοποίηση στο χώρο της οικογένειας, αποτελεί ένα ιστορικό αλλά και σύγχρονο κοινωνικό πρόβλημα, με πολλές διαστάσεις και παραμέτρους. Η σύγχρονη επιστήμη προτείνει πλέον την ανάπτυξη εκπαιδευτικών προγραμμάτων για τα δικαιώματα των παιδιών για όλες τις επαγγελματικές ομάδες που έρχονται σε επαφή με τα παιδιά, αλλά η πληροφόρηση αυτή να φτάνει στα ίδια τα παιδιά, να συμπεριλαμβάνεται στο σχολικό πρόγραμμα και να συμμετέχουν τα ίδια τα παιδιά σε αυτά. Για την αντιμετώπιση του φαινομένου, χρειάζονται κοινωνικές ανακατατάξεις, αλλά και μια πλειάδα εξειδικευμένων κοινωνικών επιστημόνων, με δύναμη, θέληση, ενθουσιασμό, επιστημονική και βιωμένη γνώση, αλλά κυρίως πίστη στις ιδέες τους με όραμα για κοινωνική αλλαγή και κοινωνική δικαιοσύνη.






ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ
Αγάθωνος – Γεωργοπούλου, Ε. (1991). Κακοποίηση, παραμέληση παιδιών. Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού, Αθήνα: Γρηγόρη.
Αγάθωνος – Γεωργοπούλου, Ε. (1993). Οικογένεια, Παιδική Προστασία, Κοινωνική Πολιτική. Αθήνα: Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού.
Αγάθωνος – Γεωργοπούλου, Ε. & Μαραγκός, Χ. (1995). Η κακοποίηση των παιδιών μέσα στην οικογένεια ως πρόβλημα υγείας. Στο: Ι. Κυριακόπουλος, Ε. Γεωργούση, Β. Μαργαριτίδου & Χ. Συμεωνίδου (επιμ.), Υγεία, Κοινωνική Προστασία και Οικογένεια. Αθήνα: Κέντρο Κοινωνικών Επιστημών της Υγείας, Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας.
Ζαφείρης, Α., Ζαφείρη, Ε. & Μουζακίτης, Χ. (1999). Οικογενειακή Θεραπεία: Θεωρία και πρακτικές εφαρμογές, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Καλλινικάκη, Θ. (2006). Δικαίωμα ταυτότητας παιδιών σε αναδοχή και υιοθεσία. Στο: Μ. Λουμάκου & Λ. Μπεζέ (επιμ.), Το παιδί και τα δικαιώματά του (σελ. 161 – 175). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Κανδυλάκη, Α. (2001). Η Συμβουλευτική στην Κοινωνική Εργασία: Δεξιότητες Επικοινωνίας και Τεχνικές Παρέμβασης, Αθήνα: Σύγχρονες Ακαδημαϊκές και Επιστημονικές Εκδόσεις.
Καφφές, Α., Τριανταφύλλου, Θ. & Γιωτάκος, Ο. (2006). Πρακτικός Οδηγός για Ειδικές Καταστάσεις. Στο: Ο. Γιωτάκος & Θ. Τριανταφύλλου (επιμ.), Ψυχολογική Στήριξη από το Τηλέφωνο (σελ. 175 – 244). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Λεβιδιώτη – Λέκκου, Ε. (1996). Εποπτεία στην Πράξη της Κοινωνικής Εργασίας: Εισαγωγικές Σκέψεις, Θέσεις και Ασκήσεις, Αθήνα: Έλλην.
Λουμάκου, Μ. & Μπεζέ, Λ. (2006). Προβλήματα και προοπτικές της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού. Στο: Μ. Λουμάκου & Λ. Μπεζέ (επιμ.), Το παιδί και τα δικαιώματά του (σελ. 17 – 23). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Μαδιανός, Μ. (2006). Κοινοτική Ψυχιατρική και Κοινοτική Ψυχική Υγιεινή. Αθήνα: Καστανιώτη.
Μουζακίτης, Χ. (1989). Συζυγική Βία – Αιτιολογία – Επιπτώσεις – Παρέμβαση. Κοινωνική Εργασία, 16, 217 – 227.
Μουσούρου, Λ. (2006). Κοινωνιολογία της Σύγχρονης Οικογένειας. Αθήνα: Gutenberg.
Νόβα – Καλτσούνη, Χ. (1996). Εκπαίδευση στα ανθρώπινα δικαιώματα ως μια ιδιαίτερη μορφή κοινωνικοποίησης. Στο: Εκπαίδευση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, Πρακτικά Ημερίδας της Διεθνούς Αμνηστίας, 27 Νοεμβρίου 1993 (σελ. 139 – 146). Αθήνα: Σάκκουλας.
Οικονόμου, Μ.Π. & Χριστοδούλου, Γ.Ν. (2005). Η λειτουργία της οικογένειας και η πρόληψη των ψυχικών διαταραχών. Στο: Β.Π. Κονταξάκης, Μ.Ι. Χαβάκη – Κονταξάκη & Γ.Ν. Χριστοδούλου (επιμ.), Προληπτική Ψυχιατρική και Ψυχική Υγιεινή (σελ. 141 – 146). Αθήνα: ΒΗΤΑ Medical Arts.
Παπαϊωάννου, Κ. (1996). Βία στην οικογένεια. Κοινωνική Εργασία, 44, 239 -248.
Παπαρρηγόπουλος, Ξ. (2006). Η διεθνής Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού: Σύντομη κριτική αποτίμηση. Στο Μ. Λουμάκου & Λ. Μπεζέ (επιμ.), Το παιδί και τα δικαιώματά του (σελ. 237- 243). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Πρεκατέ, Β. & Γιωτάκος, Ο. (2005). Οδηγός Εκπαιδευτικών και Γονέων για την Ανίχνευση της Παιδικής Κακοποίησης. Αθήνα: ΒΗΤΑ Medical Arts.
Σταυριανάκη, Μ., Κυριακοπούλου, Α., Ρίγκα, Α. & Νικολαΐδης, Γ. (2008). Μεθοδολογία Delphi: Μια ποιοτική προσέγγιση του φαινομένου της βίας κατά ανηλίκων. Κοινωνική Εργασία, 89, 7 -28.
Στρατίκη, Λ. (2007). Εμπειρίες γυναικών θυμάτων οικογενειακής βίας και οι επιπτώσεις στη ζωή τους – Μια ποιοτική μελέτη. Κοινωνική Εργασία, 88, 215 – 229.
Τριλίβα, Σ. & Ρούσση, Π. (2000). Οι διαστάσεις της συναισθηματικής νοημοσύνης. Στο: Α. Καλαντζή – Αζίζι & Η. Μπεζεβέγκη (επιμ.), Θέματα Επιμόρφωσης/Ευαισθητοποίησης Στελεχών Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων (σελ. 201 – 214). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Τσιάντης, Ι. & Διαρεμέ, Σ. Π. (2004). Σωματική κακοποίηση του παιδιού. Κέντρο Πληροφόρησης για την Ψυχική Υγεία του Παιδιού και του Εφήβου, Αθήνα. Αναρτήθηκε το 2008 από
www.childmentalhealth.gr/index.php .

Χατζηφωτίου, Σ., Ανουσάκη, Ε. & Παναγιωτοπούλου, Π. (2003). Παιδική κακοποίηση στην Ελλάδα και μοντέλα παρέμβασης. Κοινωνική Εργασία, 72, 211 – 225.
Χατζηφωτίου, Σ. (2005). Ενδοοικογενειακή βία κατά των γυναικών και παιδιών: Διαπιστώσεις και προκλήσεις για την Κοινωνική Εργασία. Θεσσαλονίκη: Τζιόλα.


ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ
Agathonos – Georgopoulou, H. & Browne, K. (1997). The prediction of child maltreatment in Greek families. Child Abuse and Neglect, 21, 721 – 735.
Ainscough, C. & Kay, T. (2000). Surviving Childhood Sexual Abuse: Practical Self – Help for Adults Who Were Sexually Abused as Children. USA: Fisher Books.
Cupit – Swenson, C. & Ezzell, C.E. (2000). Child Abuse, Encyclopedia of Stress, 1, 438 – 442.
Doxiadis, S. (1989). Children, society and ethics. Child Abuse and Neglect, 13, 11 – 17.
Herbert, M. (1997). Ψυχολογική Φροντίδα του Παιδιού και της Οικογένειάς του (μτρφ. Σκαρβέλη, Γ.). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Jaffle, P., Wolf, D., Wilson, S. & Zak, L. (1986). Similarities in Behavioural and Social Maladjustment Among Child Victims and Witnesses to Family Violence. American Journal of Orthopsychiatry, 56, 142 – 146.
Miller, B.A. (1990). The interrelationships between alcohol and drugs and family violence. In: M. De La Rosa, E.Y. Lambert & B. Gropper (eds). Drugs and Violence: Causes Correlates and Consequences (pp. 177 – 207). National Institute on Drug Abuse, Research Monograph.
Minuchin, S. (2000). Οικογένειες και Οικογενειακή Θεραπεία (μτφρ. Αναγνωστόπουλος, Φ. & συν.). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Sheridan, S.M. & Walker, D. (1999). Social Skills in Context: Considerations for Assessment, Intervention and Generalization. In: C.R. Reynolds & T.B. Gutkin (eds). The Handbook of School Psychology (pp. 686 – 708). New York: Wiley.
Thio, A. (2003). Παρεκκλίνουσα Συμπεριφορά (μτφρ. Μπαρπάτση, Μ.). Αθήνα: Έλλην.
World Health Organization, (1999). Report of the Consultation on Child Abuse Prevention. Geneva: W.H.O.
World Health Organization, (2001). Prevention of Child Abuse and Neglect: Making the Links between Human Rights and Public Health. Geneva: W.H.O.

Δεν υπάρχουν σχόλια: