ΑΠΟΦΑΣΗ 39155/2009
Αριθμός κατάθεσης αιτήσεων: 1) 42400/2009 και 2)45130/2009
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή, Αικατερίνη Παπαβασιλείου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, που ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου του Πρωτοδικείου, χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέα.-
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια, στο ακροατήριό του, την 27η Νοεμβρίου 2009 για να δικάσει τις με αριθμό καταθέσεως 1) 42400/2009 και 2)45130/2009 αιτήσεις, με αντικείμενο την προσωρινή επιμέλεια, ρύθμιση επικοινωνίας και χρήσης κινητών και μετοίκησης αντίστοιχα, μεταξύ:
ΤΗΣ ΑΙΤΟΥΣΑΣ ΤΗΣ 1ης ΑΙΤΗΣΗΣ- ΚΑΘΗΣ ΤΗΣ 2ης ΑΙΤΗΣΗΣ:
[ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ ΜΗΤΕΡΑΣ] του ΧΧΧΧΧΧΧΧ, κατοίκου Αθηνών, η οποία παραστάθηκε διά των πληρεξουσίων της δικηγόρων, Ηλία Τσούπη (ΑΜ.3292) και Μαρίας Σακελλαρίου (ΑΜ. ΔΣΑ. 16127)
ΤΟΥ ΚΑΘ' ΟΥ ΤΗΣ 1ης ΑΙΤΗΣΗΣ- ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ ΤΗΣ 2ης ΑΙΤΗΣΗΣ: [ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ ΜΗΤΕΡΑΣ] του ΧΧΧΧΧΧ, κατοίκου Θεσσαλονίκης, που παραστάθηκε μετά των πληρεξουσίων του δικηγόρων, Σοφίας. Τσαβδάρογλου (Α.Μ. 2676) και Βασιλικής Δημητριάδου (ΑΜ.4991)
ΚΑΤΑ τη συζήτηση της υποθέσεως οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί.-
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινομένη υπό στοιχείο 1η αίτηση η αιτούσα, καθ ής η 2η αίτηση, εκθέτοντας, κατ' εκτίμηση του δικογράφου της αίτησής της, ότι έχει κλονιστεί η έγγαμη σχέση της με τον καθ' ού η αίτηση σύζυγό της, επικαλούμενη δε κίνδυνο και επείγουσα περίπτωση, ζητά να της επιτραπεί η αποχώρησή της από την από την οικογενειακή στέγη, να απαγορευτεί στον καθ ού κάθε ενέργεια παρεμπόδισης της εξόδου της από την οικογενειακή στέγη, να ρυθμιστεί προσωρινά η χρήση των κινητών που βρίσκονται εντός αυτής και που εξυπηρετούν τις προσωπικές της ανάγκες και να της ανατεθεί προσωρινά η επιμέλεια των δύο ανηλίκων τέκνων της. Με την υπό στοιχείο (2) αντίθετη αίτησή του ο αιτών ζητά, με την ιδιότητά του ως πατέρας των ανηλίκών, να του ανατεθεί προσωρινά η επιμέλεια των ανηλίκων, ή επικουρικά να ασκείται αυτή από κοινού, άλλως να ρυθμιστεί το δικαίωμα επικοινωνίας του με τα ανήλικα. Με αυτό το περιεχόμενο οι ένδικες αιτήσεις, οι οποίες αρμοδίως φέρονται, λόγω της επικαλούμενης επείγουσας περίπτωσης, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατά την προκειμένη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 682,683,686 επ., 728 παρ. 1α' και 735 του ΚΠολΔ), πρέπει να συνεκδικαστούν λόγω της συνάφειάς τους. Η υπό στοιχείο (1) αίτηση, κατά το σκέλος που αναφέρεται στο αίτημα ρύθμισης της χρήσης των κινητών που προορίζονται και είναι απαραίτητα για τη διαβίωση της αιτούσας και των τέκνων της είναι αόριστη και ως εκ τούτου απορριπτέα, εφόσον αυτά δεν προσδιορίζονται στο δικόγραφο, παρά μόνο αναφέρονται με το σημείωμα της αιτούσας. Κατά τα λοιπά αιτήματα οι αιτήσεις είναι νόμιμες, στηριζόμενες στις διατάξεις των άρθρων 1510, 1518, 1520 του Α.Κ. καθώς και 728 παρ. 1α' και 735 του ΚΠολΔ. Πρέπει συνεπώς να εξετασθούν περαιτέρω κατ' ουσίαν.-
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1510, 1511, 1512, 1514 του Α.Κ συνάγεται ότι η γονική μέριμνα, η οποία περιλαμβάνει την επιμέλεια του προσώπου του τέκνου, την διοίκηση της περιουσίας του και την εκπροσώπησή του σε κάθε υπόθεση ή δικαιοπραξία ή δίκη, ασκείται από τους γονείς του. Είναι δε έννοια ευρύτερη της επιμέλειας, η οποία (επιμέλεια) περιλαμβάνει την ανατροφή, την επίβλεψη, την μόρφωση και την εκπαίδευση του τέκνου, καθώς Και τον προσδιορισμό του τόπου της διαμονής του.
Στην περίπτωση όμως διακοπής της συζυγικής συμβιώσεως, όταν ανατρέπονται πλέον οι συνθήκες της ζωής της οικογένειας, καταργείται ο συζυγικός οίκος, δημιουργείται χωριστή εγκατάσταση του καθενός από τους γονείς και ανακύπτει θέμα της διαμονής των ανηλίκων τέκνων πλησίον του πατέρα ή της μητέρας τους, η ρύθμιση της γονικής μέριμνας αυτών γίνεται από το δικαστήριο. Ως κατευθυντήρια γραμμή για την άσκηση της γονικής μέριμνας, στην περίπτωση διαφωνίας των γονέων των τέκνων και της προσφυγής τους στο δικαστήριο, αλλά και πυρήνας για τον προσδιορισμό της ασκήσεως της γονικής μέριμνας του ανηλίκου είναι το αληθινό συμφέρον του τέκνου, που αποσκοπεί στην ανάπτυξη του ανηλίκου σε μία ανεξάρτητη και υπεύθυνη προσωπικότητα. Για την εξειδίκευση της αοριστίας αυτής της νομικής έννοιας δεν παρέχονται από τον νομοθέτη εκ των προτέρων σταθερά προσδιοριστικά στοιχεία, πέραν από το επιβαλλόμενο στον δικαστή καθήκον να σεβασθεί την ισότητα μεταξύ των γονέων και να μην κάνει διακρίσεις εξαιτίας του φύλου, της κοινωνικής προέλευσης ή της περιουσιακής - οικονομικής κατάστασής τους. Η μικρή ηλικία του ανηλίκου τέκνου και το φύλο του δεν αποτελούν κυρίαρχο κατά νόμο στοιχείο για το προσδιορισμό του συμφέροντος του ανηλίκου αναφορικά με την ανάθεση της γονικής μέριμνας στον ένα ή τον άλλο από τους γονείς του, γιατί η άποψη ότι, η γονική μέριμνα των μικρής ηλικίας τέκνων πρέπει να ανατίθεται στη μητέρα τους, λόγω του ότι έχουν ανάγκη της μητρικής στοργής και ιδιαίτερων περιποιήσεων, εξακολουθεί να ισχύει, κατά τις νεότερες ιατρικές παιδαγωγικές και ψυχολογικές έρευνες, μόνο για την νηπιακή ηλικία, για την οποία αναγνωρίζεται σαφής βιοκοινωνική υπεροχή στη μητέρα, ενώ για το μεταγενέστερο χρόνο αναγνωρίζεται ο σοβαρός ρόλος του πατέρα στην όλη διαμόρφωση των διαπροσωπικών σχέσεων του τέκνου. Στην δικαστική συνεπώς κρίση καταλείπεται ευρύ πεδίο ώστε, αφού ληφθούν υπόψη, όλες οι σχέσεις και οι περιστάσεις, να καταλήξει σε ρύθμιση τέτοια, που να εξυπηρετείται καλύτερα το συμφέρον του ανηλίκου τέκνου. Κρίσιμα προς τούτο στοιχεία είναι, μεταξύ άλλων, η καταλληλότητα του ή των γονέων για την ανάληψη του έργου της διαπαιδαγωγήσεως και της περιθάλψεως του ανηλίκου τέκνου και οι έως τότε δεσμοί του τέκνου. με τους γονείς και αδελφούς του. Για το σκοπό τούτο λαμβάνεται υπόψη η προσωπικότητα και η παιδαγωγική καταλληλότητα του κάθε γονέα (ΑΠ 952/2007, ΑΠ1736/2007, ΝΟΜΟΣ Ηλεκτρ.Εκδοση Νομ/γίας) Αυτό δε ισχύει ανεξάρτητα από την υπαιτιότητα των γονέων ως προς το διαζύγιο ή τη διακοπή της εγγάμου συμβιώσεως, εκτός αν η συμπεριφορά του υπαίτιου έχει επιδράσει και στην άσκηση της γονικής μέριμνας - επιμέλειας, ώστε να ανακύπτει αντίθεση στο συμφέρον του τέκνου, λόγω της εκτάσεως και της βαρύτητας της συμπεριφοράς του αυτής, δηλωτικής της δομής του χαρακτήρα του και της εν γένει προσωπικότητας του, έτσι ώστε και έναντι του τέκνου να αναμένεται από αυτόν η τήρηση της ίδιας συμπεριφοράς (ΑΠ 1218/2006 ΕλλΔνη 47.1354, ΧρlΔ 2006.892). Εξάλλου, ανάλογα με την ωριμότητα του τέκνου, πρέπει να ζητείται και να συνεκτιμάται η γνώμη του, εφόσον αυτή έχει αναπτυχθεί φυσιολογικά και αβίαστα, ως προϊόν της ελεύθερης και ανεπηρέαστης επιλογής του ανηλίκου (ΕφΠειρ 846/2004 ΕλλΔνη 46.503), καθώς η άποψη του, υπό τους προαναφερόμενους όρους, καταδεικνύει την ύπαρξη ιδιαίτερου δεσμού με συγκεκριμένο γονέα, που εξ αυτού του λόγου θεωρείται πλέον κατάλληλος για το ηθικό συμφέρον του ανηλίκου, ως αποτελεσματικότερος στη διαπαιδαγώγηση του τελευταίου (βλ. ΑΠ 1424/1998 δημοσίευση "Νόμος", ΑΠ 82411996 ΕλλΔνη 38.791, ΑΠ 1329/1991 ΕλλΔνη 33.1189, Εφθεσ 1433/2003 Αρμ ΝΖ' 1439, ΕφΑΘ 9817/1992 ΕλλΔνη 35.440, πρβλ. Εφlωαν 441/2005 Αρμ 2007.524 και το εκεί ενημερωτικό σημείωμα, Β. Βαθρακοκοίλη, Το Νέο Οικογενειακό Δίκαιο, έκδ. 2000, υπό το άρθρο 1511, αρ. 4). Πρέπει ωστόσο να λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη ότι ο ανήλικος, που έχει ακόμη ατελή την ψυχοττνευματική ανάπτυξη και την προσωπικότητά του υπό διαμόρφωση, υπόκειται ευχερώς σε επιδράσεις και υποβολές των γονέων ή άλλων, οι οποίες, έστω και χωρίς επίγνωση γενόμενες, οδηγούν ασφαλώς στο σχηματισμό της μονομερούς διαμόρφωσης και προτίμησης προς τον ένα από τους γονείς, οπότε η προτίμησή του δεν εξυπηρετεί πάντοτε και το αληθές συμφέρον του. Η διάσπαση εξάλλου της έγγαμης συμβίωσης των γονέων, με συνεπακόλουθο και τη διάσπαση της οικογενειακής συνοχής, κλονίζει σοβαρά την ψυχική ισορροπία του τέκνου που αισθάνεται ανασφάλεια και επιζητεί στήριγμα. Οι μεταξύ των συζύγων δημιουργούμενες έντονες αντιθέσεις ενίοτε αποκλείουν κάθε συνεννόηση μεταξύ τους αλλά και σε σχέση με τα τέκνα τους, τα οποία όχι σπανίως χρησιμοποιούνται ως όργανα για την άσκηση παντοειδών πιέσεων και την ικανοποίηση εκδικητικών διαθέσεων. Έτσι, υπό το κράτος της κατάστασης αυτής ο γονέας που αναλαμβάνει την επιμέλεια έχει, κατά την επιταγή του νόμου, πρόσθετα καθήκοντα και αυξημένη την ευθύνη της αντιμετώπισης των ως άνω ειδικών περιστάσεων κατά προέχοντα λόγο, κι αυτό προϋποθέτει την εξασφάλιση στο τέκνο κατάλληλων συνθηκών προσαρμογής. Το αποτέλεσμα όμως αυτό, με γνώμονα πάντοτε το συμφέρον του τέκνου, κάθε άλλο παρά επιτυγχάνεται με την πλήρη αποξένωση του τέκνου από τον άλλο γονέα. Ήδη αυτή καθεαυτή η ανάθεση της επιμέλειας στον ένα από τους γονείς, εκ λόγων αναγομένων στο συμφέρον του τέκνου, αποτελεί παρέκκλιση από την αρχή της ισότητας των γονέων στο λειτουργικό τούτο δικαίωμά τους το οποίο τίθεται υπό δικαστική ρύθμιση, παραβιάζονται δε και η αρχή αυτή και οι βασικοί κανόνες διαπαιδαγώγησης, που στηρίζονται στα πορίσματα της παιδικής ψυχολογίας προς βλάβη του ανηλίκου, ενώ παράλληλα δυσχεραίνεται και η ρυθμιστική επέμβαση του δικαστηρίου όταν το τέκνο περιάγεται σε στάση αρνήσεως ή αντιπάθειας έναντι του ετέρου των γονέων από πράξεις ή παραλείψεις εκείνου που έχει την επιμέλειά του. (ΑΠ1976/2008, ο. π)
Κατά τη διάταξη του άρθρου 1520 ΑΚ ο γονέας με τον οποίο δεν δια- μένει το ανήλικο τέκνο για οποιονδήποτε λόγο, διατηρεί το δικαίωμα της προσωπικής επικοινωνίας με το τελευταίο. Το άκρως προσωπικό αυτό δικαίωμα του γονέως προς επικοινωνία με το ανήλικο τέκνο του απορρέει από το φυσικό δεσμό του αίματος και του αισθήματος της στοργής προς το τέκνο, συντελεί δε στην ανάπτυξη του ψυχικού κόσμου και την εν γένει προσωπικότητά του, λόγος για τον οποίο η άσκησή του αποβλέπει κυρίως στο καλώς εννοούμενο συμφέρον του τέκνου. Πλήρης αποκλεισμός του γονέως με το ανήλικο τέκνο δεν νοείται. Στην περίπτωση όμως που η προσωπική αυτή επικοινωνία θα μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την ανατροφή του ανηλίκου, πρέπει η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του γονέως να ρυθμίζεται κατά τέτοιο τρόπο ώστε η πραγματοποίηση της επικοινωνίας να γίνεται κάτω από ορισμένους όρους, οι οποίοι αποτελούν και τις αναγκαίες προφυλάξεις, ώστε να εξουδετερωθεί ο κίνδυνος που μπορεί να προέλθει από την επικοινωνία αυτή. Η ρύθμιση του δικαιώματος της επικοινωνίας λειτουργεί μέσα στο γενικότερο πλαίσιο των διατάξεων που προβλέπουν την άσκηση του δικαιώματος, αλλά και του καθήκοντος των γονέων περί τη γονική μέριμνα υπέρ του ανηλίκου τέκνου τους. Το δικαστήριο όταν ρυθμίζει την άσκηση της προσωπικής επικοινωνίας του γονέως με το τέκνο του πρέπει πάντοτε να αποφασίζει με οδηγό το καλώς εννοούμενο συμφέρον του τέκνου, λαμβάνοντας υπόψη τις προκύπτουσες συνθήκες και περιστάσεις που συντρέχουν, κάτω από τις οποίες, στη συγκεκριμένη περίπτωση, θα ασκείται η προσωπική αυτή επικοινωνία (βλ. ΑΠ 22/1996 ΝοΒ 46.205, ΕφΘεσ. 1715/2003 Αρμ 57.1611, ΕφΑθ. 4871/1996 αδημ., ΜονΠρωτΠειρ. 1273/1996 ΑρχΝ ΜΗ.546). Εξάλλου το δικαστήριο μπορεί να προβεί και αυτεπαγγέλτως στη ρύθμιση της επικοινωνίας σε κάθε απόφαση σχετιζόμενη με την άσκηση της γονικής μέριμνας, δηλαδή ακόμη και χωρίς να υποβληθεί σχετικό αίτημα εκ μέρους των γονέων, εφόσον η ρύθμιση επιβάλλεται από λόγους αναγόμενους στο συμφέρον του τέκνου (βλ. Πουλιάδη στον ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου άρθρο 1520 αρ. 7).
Στην προκειμένη περίπτωση, από τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν ενόρκως στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, τα προσκομιζόμενα έγγραφα, τις ένορκες βεβαιώσεις οι οποίες συνετάγησαν με επιμέλεια των διαδίκων, τα εκατέρωθεν διϊσχυριζόμενα και από την όλη γενικά τη συζήτηση της υποθέσεως πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα: Μεταξύ των διαδίκων τελέσθηκε νόμιμος γάμος, στις 25-11-2006, από τον οποίο αποκτήθηκαν δύο ανήλικα τέκνα, ο [ΟΝΟΜΑ ΠΑΙΔΙΟΥ], που διανύει το 2ο έτος της ηλικίας του και ένα αβάπτιστο αγόρι ηλικίας 5 μηνών. Η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων δεν υπήρξε ομαλή, λόγω της διαφορετικότητας του χαρακτήρα τους και της αδυναμίας τους να εξεύρουν ένα κοινό και αμοιβαία αποδεκτό μοντέλο ζωής και κοινότητας βίου. Αποτέλεσμα του ετερόκλητου των χαρακτήρων και προσωπικοτήτων των διαδίκων ήταν ο ισχυρός κλονισμός της έγγαμης σχέσης τους, που οδήγησε στη διάσπασή της τον Οκτώβριο του 2009, με την αποχώρηση της αιτούσας από τη συζυγική κατοικία, ιδιοκτησίας του καθ ού, κατόπιν αιτήματός της και προσωρινής επ αυτού διαταγής του Δικαστή αυτού του Δικαστηρίου και η εγκατάστασή της στην Αθήνα, τόπο καταγωγής της, μαζί με τα ανήλικα. Είναι προφανές ότι έκτοτε οι διάδικοι αδυνατούν να συνεννοηθούν και να εξεύρουν κοινά αποδεκτές λύσεις για τα στοιχειώδη ζητήματα που αφορούν το πρόσωπο των ανηλίκων τέκνων τους, την επιμέλεια και την επικοινωνία τους μαζί τους, δεδομένου ότι οι σχέσεις τους, λόγω της διαφορετικότητας των χαρακτήρων τους, αλλά και των εκατέρωθεν αμοιβαίων προσβλητικών και απαξιωτικών συμπεριφορών που έχουν εκδηλωθεί κατά τη διάρκεια της κοινής τους ζωής, έχουν οξυνθεί. Εν όψει της νέας κατάστασης που διαμορφώθηκε με την επιστροφή της αιτούσας στον τόπο καταγωγής της, στην Αθήνα, όπου βρίσκεται εγκατεστημένη και η πατρική της οικογένεια, δηλαδή οι δύο αδελφές της και η μητέρα της, τα ανήλικα, που βρίσκονται και τα δύο σε πρώιμη βρεφική ηλικία, διαμένουν με την αιτούσα μητέρα τους, η οποία μίσθωσε ένα διαμέρισμα σε μικρή απόσταση από την κατοικία της αδελφής της και της μητέρας της και υποστηρίζεται από αυτές. Πιθανολογείται ότι η αιτούσα άσκησε με απόλυτη επιτυχία μέχρι τώρα την επιμέλεια των τέκνων της, με γνώμονα την καλή σωματική και ψυχοδιανοητική τους ανάπτυξη και προπαντός με σταθερότητα, ηρεμία και υπευθυνότητα, με αισθήματα στοργής, φροντίδας και αγάπης, παρέχοντάς τους συναισθηματική ασφάλεια, πιθανολογείται δε ότι και στο μέλλον θα επιτελεί το καθήκον της αυτό με την ίδια στοργή και γνώση. Παρέχει ήδη την εργασία της ως ιδιωτική υπάλληλος στην επιχείρηση στην οποία απασχολούνταν και πριν από το γάμο της, απασχολούμενη επί οκτάωρο, ενώ κατά τις παραπάνω ώρες της απουσίας της η μητέρα της, η οποία διαμένει πλησίον της κατοικίας της και είναι ελεύθερη από άλλες υποχρεώσεις, υγιής και διαθέσιμη, αναλαμβάνει τη φροντίδα των ανηλίκων. Ο αιτών της 2ης αίτησης διατηρεί τρία καταστήματα επίπλων, καθώς και βιοτεχνία επίπλων στη ΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧ, για τις ανάγκες των οποίων απαιτείται η ολοήμερη σχεδόν απασχόλησή του, όπως ο ίδιος ομολογεί, τόσο κατά τις πρωινές, όσο και κατά τις απογευματινές ώρες λειτουργίας καταστημάτων. Εν όψει όλων των παραπάνω και με δεδομένο ότι το Δικαστήριο σέβεται την ισότητα μεταξύ των διαδίκων γονέων, πιθανολογείται ότι, το συμφέρον των ανηλίκων, σύμφωνα με όσα προ εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, λόγω κυρίως της πρώιμης βρεφικής τους ηλικίας, 2 ετών και 5 μηνών, υπαγορεύει την ανάθεση της επιμέλειάς τους στην αιτούσα μητέρα τους, στην οποία αναγνωρίζεται βιοκοινωνική υπεροχή έναντι του καθού πατέρα τους. Βεβαίως και οι δύο γονείς είναι κατάλληλοι για την άσκηση της επιμέλειας των ανηλίκων, εν όψει του ότι τα αγαπούν, τα φροντίζουν και διαθέτουν, ο καθένας ξεχωριστά, τα χαρακτηριστικά τα οποία τους επιτρέπουν να αναθρέψουν τα τέκνα τους παρέχοντάς τους τα απαραίτητα εφόδια (ηθικά, συναισθηματικά και υλικά) για την ψυχοσωματική τους ανάπτυξη. Ανεξαρτήτως άλλωστε από τις συμπεριφορές οι οποίες έχουν εκδηλωθεί μέχρι τώρα μεταξύ τους και από τους λόγους οι οποίοι τους οδήγησαν στη διάσπαση της έγγαμης σχέσης τους, είναι και οι δύο ως προσωπικότητες ικανοί και κατάλληλοι, προκειμένου να ασκήσουν τα γονικά τους καθήκοντα. Ο καθ ού ισχυρίζεται ότι, η αιτούσα, μητέρα, έχει επιδείξει συμπεριφορές απάδουσες με την ιδιότητά της ως μητέρα απέναντι στα τέκνα τους, πετώντας τα από την αγκαλιά της και εκδηλώνοντας το θυμό της σ αυτά με επικίνδυνο τρόπο. Ο ισχυρισμός αυτός ελέγχεται ως αβάσιμος. Τούτο δε διότι δεν προέκυψε από κανένα στοιχείο, αλλά ούτε και από την κατάθεση του μάρτυρά του, ο οποίος δεν έχει άμεση αντίληψη των συνθηκών διαβίωσης των διαδίκων και των ανηλίκων, ενώ η γνώση του περιορίζεται μόνο σε ορισμένες κοινωνικές συναντήσεις του με αυτούς και στην εχθρική και απαξιωτική συμπεριφορά της αιτούσας προς τον καθ ού σύζυγό της, γεγονός το οποίο, και αληθές υποτιθέμενο, αφορά τις σχέσεις των διαδίκων και δεν αίρει την καταλληλότητα της αιτούσας ως μητέρας. Το δε Δικαστήριο δεν μπορεί να οδηγηθεί σε αντίθετη κρίση από την κατάθεση του παραπάνω μάρτυρα του καθ ού, ο οποίος προσπαθεί να συμπορευτεί με τους ισχυρισμούς του, δεδομένου ότι όπως προαναφέρθηκε, ο τελευταίος δεν γνωρίζει τίποτε από την οικογενειακή και προσωπική ζωή των διαδίκων, παρά μόνο επεδείκνυε μία φωτογραφία του καθ' ού με το νεογέννητο βρέφος του, ως επιχείρημα προκειμένου να στηρίξει την καταλληλότητά του για την άσκηση της αποκλειστικής επιμέλειας. Ο ισχυρισμός επίσης του καθ ού περί εξάρτησης της αιτούσας από το αλκοόλ, εκτός της ασάφειας με την οποία είναι διατυπωμένος, δεν επιβεβαιώθηκε ούτε καν πιθανολογήθηκε από κανένα άλλο στοιχείο. Τα ανήλικα θα διαμένουν με τη μητέρα τους, η οποία διαθέτει όλα τα εχέγγυα για την ορθή και ασφαλή ψυχοσωματική τους ανάπτυξη και η οποία τους είναι απολύτως απαραίτητη λόγω της πρώιμης ηλικίας τους, ενώ θα βρίσκονται ανάμεσα σε οικεία τους πρόσωπα, της οικογένειας της μητέρας τους, δηλαδή την ευρύτερη οικογένειά της, τα οποία τους αγαπούν και συμβάλλουν με τον τρόπο τους, ως ευρύτερο οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον, στη σωστή ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους. Αναφορικά με τη ρύθμιση της επικοινωνίας των ανηλίκων με τον καθ ού πατέρα τους, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ζούν τα τέκνα και ο πατέρας τους, ο οποίος δια- μένει στη Θεσσαλονίκη και κυρίως την βρεφική ηλικία τους και το γεγονός της απόστασης μεταξύ του τόπου διαμονής τους και του τόπου διαμονής του αιτούντος πατέρα τους, (Θες/νίκη-Αθήνα), καθώς και την πρόταση και προσφορά της καθ ής μητέρας τους, η οποία προσφέρει την κατοικία της στην Αθήνα, απομακρυνόμενη η ίδια, προκειμένου να πραγματοποιείται εκεί ακώλυτα και με ασφάλεια η επικοινωνία του αιτούντος με τα βρέφη τους, εκτιμά ότι το συμφέρον των ανηλίκων, το οποίο βεβαίως εξυπηρετείται με την επικοινωνία τους με τον πατέρα τους, η παρουσία του οποίου τους είναι απαραίτητη προκειμένου για τη δημιουργία συναισθηματικού μεταξύ τους δεσμού, καθώς και το σκοπό του δικαιώματος του πατέρα τους, που έγκειται στην ανάγκη διατήρησης του φυσικού μεταξύ τους δεσμού, κρίνει ότι, αφ' ενός μεν συντρέχει λόγος να ρυθμιστεί προσωρινά επί του παρόντος η παράλληλα υφίσταται σοβαρή δυσχέρεια συνεννόησης μεταξύ των διαδίκων για την πραγματοποίησή της, αφ' ετέρου δε ότι αυτή (η επικοινωνία) θα εξυπηρετείται με τρόπο συμφερότερο για τα ανήλικα, πραγματοποιούμενη κάθε δεύτερο Σαββατοκύριακο στην κατοικία της καθ ής μητέρας στην Αθήνα, την οποία έχουν ήδη οικειωθεί τα ανήλικα, χωρίς να χρειάζεται να μετακινούνται σε απόσταση 500 χλμ., για το λόγο ότι, εκ των πραγμάτων η τακτική μετάβαση των ανηλίκων στην Θεσσαλονίκη αποβαίνει γι αυτά άκρως κουραστική και μη συμβατή με την ηλικία τους και τα εκθέτει σε πολύωρη ταλαιπωρία, ενώ αναλίσκεται ο χρόνος της μετάβασης και της επιστροφής από το χρόνο της επικοινωνίας τους με τον πατέρα τους. Παράλληλα ο αιτών, πατέρας, ο οποίος υποβάλλεται ούτως ή άλλως στη μετάβαση από τη Θεσσαλονίκη προς τον τόπο κατοικίας των ανηλίκων παιδιών του, θα έχει περισσότερο χρόνο να ασχοληθεί με τα παιδιά του, διαμένοντας το Σαββατοκύριακο στην Αθήνα και αποφεύγοντας τη διπλή μετάβαση από και προς τη Θεσσαλονίκη. Κατά τις διακοπές των Χριστουγέννων και του Πάσχα η επικοινωνία του ανηλίκου Αθανασίου, ο οποίος διανύει το 2ο έτος της ηλικίας του, η οποία θα διαρκεί μία εβδομάδα, μπορεί να λαμβάνει χώρα στην κατοικία του πατέρα του στη Θεσσαλονίκη, στο ευρύτερο οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον του τελευταίου, ενώ το αβάπτιστο βρέφος των διαδίκων θα παραμένει λόγω της ηλικίας του κοντά στη μητέρα του. Η καθ ής μητέρα των ανηλίκων κατά τις ημέρες (σαββατοκύριακα) της επικοινωνίας του αιτούντος με τα ανήλικα θα παραχωρεί την κατοικία της σ’ αυτόν, όπως η ίδια προσφέρθηκε, διαμένουσα στη γειτονική κατοικία της αδελφής της, προκειμένου να πραγματοποιείται αυτή (η επικοινωνία) χωρίς προβλήματα και εντάσεις, οι οποίες βλάπτουν ανεπανόρθωτα τα ανήλικα και δυσχεραίνουν την επικοινωνία τους με τον πατέρα τους, καθιστώντας την παράλληλα επιβλαβή. Η ανωτέρω λύση πιθανολογείται η πλέον ενδεδειγμένη, ανώδυνη, ασφαλής και επωφελής για τα ανήλικα, λαμβανομένων υπόψη των ειδικών συνθηκών που προαναφέρθηκαν και κυρίως της πρώιμης βρεφικής ηλικίας των ανηλίκων, με αποκλειστικό γνώμονα το συμφέρον τους και όχι τις εγωιστικές διαθέσεις των διαδίκων, οι οποίοι προβάλλουν τις προσωπικές τους διαφορές στα ανήλικα τέκνα τους. Επομένως και αφού είναι προφανής η ανάγκη άμεσης ρύθμισης της επιμέλειας του προσώπου των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων συζύγων και της προσωρινής επικοινωνίας του πατέρα τους με αυτά, πρέπει οι ένδικες αιτήσεις να γίνουν εν μέρει δεκτές και ως κατ' ουσία βάσιμες. Η εξέταση του αιτήματος περί αποχώρησής της αιτούσας της 1 ης αίτησης με τα ανήλικα από την οικογενειακή στέγη, παρέλκει λόγω του ότι αυτή έχει ήδη πραγματοποιηθεί. Τέλος, πρέπει να συμψηφισθούν, λόγω της συζυγικής σχέσης τους, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων (άρθρο 179 του ΚΠολΔ)
ΓΙΑ ΤΟΥ Σ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
---Δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων
Συνεκδικάζει τις υπ'άρ. κατάθεσης 1) ,42400/2009 και 2) 45130/2009 αιτήσεις
---Δέχεται την υπ'αρ. 42400/2009 αίτηση κατά ένα μέρος
---Απορρίπτει ό, τι κρίθηκε απορριπτέο
---Αναθέτει προσωρινά την επιμέλεια των δύο ανηλίκων τέκνων των διαδίκων συζύγων στην αιτούσα μητέρα τους.-
---Δέχεται εν μέρει την υπ'αρ. 45130/2009 αίτηση
---Επιτρέπει στον αιτούντα να επικοινωνεί προσωρινά με τα ανήλικα τέκνα της καθ ής, και υποχρεώνει, αντιστοίχως; την καθ ης η αίτηση, μητέρα τους, να ανέχεται την επικοινωνία αυτή, η οποία θα λαμβάνει χώρα στην οικία της αιτούσας στην Αθήνα, ως ακολούθως:
1) Κάθε πρώτο και τρίτο σαββατοκύριακο του μήνα, από την 18η ώρα της Παρασκευής μέχρι την 20η ώρα της Κυριακής. Η καθ ής μητέρα θα παραχωρεί τη χρήση της κατοικίας της κατα τις παραπάνω ώρες, αποχωρώντας από αυτή κατά την άφιξη του αιτούντος κατά τα εναρκτήρια χρονικά σημεία και επιστρέφοντας κατά τη λήξη τους.
2) κατά τις γιορτές των Χριστουγέννων από 22 Δεκεμβρίου ώρα 11.00 έως 28 Δεκεμβρίου ώρα 19.00, και κατά τις εορτές του Πάσχα από Μ. Τρίτη ώρα 11.00 και έως την Τρίτη μετά το Πάσχα ώρα 19.00, ο ανήλικος [ΟΝΟΜΑ ΠΑΙΔΙΟΥ] θα παραλαμβάνεται από την κατοικία της μητέρας του, στην Αθήνα, που υποχρεώνεται να τον παραδίδει, κατά τα προαναφερόμενα εναρκτήρια χρονικά σημεία, στον αιτούντα, ο οποίος, αντιστοίχως, υποχρεούται να επαναφέρει το τέκνο στην κατοικία της μητέρας του, κατά τα οριζόμενα ανωτέρω καταληκτικά χρονικά σημεία.
--Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων συζύγων
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του, σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στη Θεσσαλονίκη, στις 8 Δεκεμβρίου 2009 παρουσία και της Γραμματέως, Αφροδίτης Παπαδήμα.-
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αικατερίνη Παπαβασιλείου Αφροδίτης Παπαδήμα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου