Δευτέρα 3 Ιανουαρίου 2011

1560/2003 ΕΦ. ΘΕΣΣΑΛ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΑΚΕΡΗΣ

1560/2003 ΕΦ ΘΕΣΣΑΛ ΙΩΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΑΚΕΡΗΣ

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRACOM IT SERVICES)

1560/2003 ΕΦ ΘΕΣΣΑΛ (337353)
 
  (ΑΡΜ 2003/1273) Τέκνα γονική μέριμνα επικοινωνία γονέα και τέκνου αποσκοπεί στη διατήρηση του ψυχικού δεσμού μεταξύ του τέκνου και του γονέα με τον οποίο δεν διαμένει η ρύθμισή της πρέπει να γίνεται με γνώμονα το συμφέρον του τέκνου μεταρρύθμιση της δικαστικής απόφασης που ρύθμισε τον τρόπο της επικοινωνίας, λόγω μεταβολής των συνθηκών, εκτίμηση της γνώμης του ανηλίκου. Σημείωση Σ.Τ.-Γ. στον ΑΡΜ. σελ. 1275. Η περίληψη αυτή ελήφθη από το περιοδικό "ΑΡΜΕΝΟΠΟΥΛΟΣ" εκδόσεως Δ.Σ. Θεσσαλονίκης.
ΕφΘεσ 1560/2003
Πρόεδρος: Ιωάννης Βασιλακέρης. Δικαστές: Ε. Ζαχαριάδου, Κ. Τσόλας (εισηγητής). Δικηγόροι: Ι. Πετρίδης - Ι. Ελευθεριάδης.
Επειδή, με την από 15.11.2001 (αριθμ. εκθ. 40852/ 2001) αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης η εκκαλούσα, ισχυριζόμενη ότι μετά την έκδοση της 22027/1998 τελεσίδικης απόφασης του ενλόγω δικαστηρίου, με την οποία ρυθμίσθηκε οριστικά το δικαίωμα της προσωπικής επικοινωνίας του εφεσιβλήτου με την ανήλικη θυγατέρα τους Α., μεταβλήθηκαν οι συνθήκες και επιβάλλεται η προσαρμογή της απόφασης στις νέες συνθήκες από το αληθινό συμφέρον της ανήλικης, ζήτησε να μεταρρυθμιστεί αυτή και να καθορισθεί ο τρόπος επικοινωνίας κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα. Η αγωγή απορρίφθηκε ως κατ` ουσίαν αβάσιμη με την εκκαλούμενη απόφαση. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εκκαλούσα με την κρινόμενη έφεση, ζητώντας, για τους αναφερόμενους λόγους, την εξαφάνισή της και την παραδοχή της αγωγής της.

Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 1520 ΑΚ, ο γονέας με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο διατηρεί το δικαίωμα της προσωπικής επικοινωνίας με αυτό και στην περίπτωση διαφωνίας των γονέων του ανηλίκου, ως προς την άσκηση του ανωτέρω δικαιώματος, το δικαστήριο καθορίζει τον τρόπο κατά τον οποίο θα γίνεται η επικοινωνία. Το άκρως προσωπικό αυτό δικαίωμα του γονέα για επικοινωνία με το ανήλικο τέκνο του απορρέει από το φυσικό δεσμό του αίματος και του αισθήματος στοργής προς αυτό, συντελεί δε στην ανάπτυξη του ψυχικού του κόσμου και την εν ένει προσωπικότητά του, γι` αυτό η άσκησή του αποβλέπει κυρίως στο καλώς εννοούμενο συμφέρον του τέκνου. Για τον καθορισμό της επικοινωνίας του γονέα με το τέκνο του είναι αδιάφορο για ποιο λόγο οι γονείς δεν ζουν μαζί, ποιος από αυτούς έχει την επιμέλεια του τέκνου και αν αυτός που αξιώνει την επικοινωνία είναι υπαίτιος για τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης των γονέων ή τη λύση του γάμου τους. Κατά συνέπεια, σε καμιά περίπτωση δεν νοείται πλήρης αποκλεισμός του δικαιώματος της προσωπικής επικοινωνίας του γονέα με το ανήλικο τέκνο του. Μόνο σε περίπτωση που η επικοινωνία αυτή μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την ανατροφή του ανηλίκου, πρέπει η ενάσκηση του σχετικού δικαιώματος να ρυθμισθεί με τέτοιο τρόπο, ώστε η πραγματοποίηση της επικοινωνίας να γίνεται κάτω από όρους που αποτελούν τις αναγκαίες προφυλάξεις για να εξουδετερωθεί ο δυνάμενος να προέλθει κίνδυνος για το ανήλικο από την επικοινωνία. Εξάλλου, η ρύθμιση του ανωτέρω δικαιώματος επικοινωνίας λειτουργεί μέσα στο γενικότερο πλαίσιο διατάξεων που προβλέπουν την άσκηση του δικαιώματος, αλλά και του καθήκοντος των γονέων περί τη γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου τους (άρθρα 1510 επ. ΑΚ), για την οποία ο νόμος (άρθρα 1511 και 1512 ΑΚ) επιτάσσει η ρύθμιση αυτή να αποβλέπει πρωτίστως στο συμφέρον του τέκνου. Επομένως και το δικαστήριο, όταν ρυθμίζει την άσκηση της προσωπικής επικοινωνίας του γονέα με το τέκνο του, πρέπει πάντοτε να αποφασίζει με οδηγό το καλώς εννοούμενο συμφέρον του τελευταίου, λαμβάνοντας υπόψη του τις προκύπτουσες συντρέχουσες συνθήκες και περιστάσεις κάτω από τις οποίες θα ασκείται η προσωπική αυτή επικοινωνία στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 534/ 1991 ΕλλΔνη 32.1505, ΕφΑθ 2758/1998 ΕλλΔνη 39.1646, ΕφΘεσ 2322/1997 ΕλλΔνη 40.358). Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1536 ΑΚ, αν από τότε που εκδόθηκε δικαστική απόφαση σχετική με τη γονική μέριμνα και την μετά των γονέων του επικοινωνία ανηλίκου τέκνου μεταβλήθηκαν οι συνθήκες, το δικαστήριο οφείλει, κατόπιν αιτήσεως ενός ή και των δύο γονέων, των πλησιεστέρων συγγενών ή και του Εισαγγελέα, να προσαρμόσει την απόφασή του στις νέες συνθήκες, με την ανάκληση ή μεταρρύθμισή της, σύμφωνα με το συμφέρον του τέκνου (ΑΠ 1377/1996 ΕλλΔνη 38.1953, Γεωργιάδη - Σταθόπουλου ΑΚ, υπ` άρθρο 1520, αριθμ. 47).
Στην προκείμενη περίπτωση, από τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν νόμιμα στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και τις διασαφήσεις που έδωσαν οι διάδικοι, οι οποίες (καταθέσεις και διασαφήσεις) περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά, αντίγραφο των οποίων αυτοί επικαλούνται και προσκομίζουν όλα τα προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, τις προσκομιζόμενες από τον εφεσίβλητο φωτογραφίες, στις οποίες απεικονίζεται η ανήλικη θυγατέρα του με τον ίδιο και μέλη της οικογένειάς του, τη γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητεί η εκκαλούσα, καθώς και την από μέλος του Δικαστηρίου τούτου ακρόαση της ανήλικης θυγατέρας των διαδίκων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο πολιτικό γάμο στη Λάρισα στις 15.8.1992 και εν συνεχεία εγκαταστάθηκαν στην πόλη Lalouviere του Βελγίου. Από το γάμο τους, ο οποίος έχει ήδη λυθεί με συναινετικό διαζύγιο, απέκτησαν μία θυγατέρα, την Α., η οποία γεννήθηκε στις 23.7.1993. Η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων διακόπηκε οριστικά στις 16.1.1995, όταν η εκκαλούσα αποχώρησε από τη συζυγική οικία και, παραλαμβάνοντας μαζί της την ανήλικη θυγατέρα της, έφυγε από το Βέλγιο και μετοίκησε στη Θεσσαλονίκη. Με την 791/1996 απόφαση του Πρωτοδικείου της πόλεως Μονς του Βελγίου ανατέθηκε αποκλειστικά η άσκηση της γονικής μέριμνας της ανήλικης στη μητέρα της, το δε δεδικασμένο της ενλόγω αλλοδαπής απόφασης αναγνωρίσθηκε με την 31343/1996 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (εκούσια δικαιοδοσία). Η ανήλικη έκτοτε μένει με τη μητέρα της στη Θεσσαλονίκη. Κατά μήνα Δεκέμβριο του έτους 1997 ο εφεσίβλητος έφυγε από το Βέλγιο και εγκαταστάθηκε στην Φ. Λάρισας, όπου έκτοτε διαμένει με τη μητέρα του, στην οικία αυτής. Οι μεταξύ των διαδίκων σχέσεις εξακολούθησαν και μετά τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης να είναι τεταμένες και υπήρχε πλήρης ασυμφωνία ως προς τον τρόπο της προσωπικής επικοινωνίας της ανήλικης με τον πατέρα της. Γι` αυτό και ο τελευταίος άσκησε την υπ` αριθμ. εκθ. καταθ. 9792/1998 αγωγή περί ρυθμίσεως του δικαιώματος επικοινωνίας του με τη θυγατέρα του. Η αγωγή έγινε δεκτή εν μέρει με την 22027/1998 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία ορίστηκε ότι η επικοινωνία του εφεσίβλητου με τη θυγατέρα του θα γίνεται: α) κάθε πρώτη Κυριακή κάθε μήνα από ώρα 10.00 έως 14.00 ώρα στη Θεσσαλονίκη, β) το τρίτο Σαββατοκύριακο κάθε μήνα, από ώρα 10.00 του Σαββάτου έως 19.00 ώρα της Κυριακής στη Φ. Λάρισας, γ) κατά τις εορτές των Χριστουγέννων - Νέου έτους κάθε χρόνου, εναλλακτικά για μεν τα έτη που λήγουν σε άρτιο αριθμό από ώρα 11.00 της 28ης Δεκεμβρίου έως την 19.00 ώρα της 3ης Ιανουαρίου, για δε τα έτη που λήγουν σε περιττό αριθμό από ώρα 11.00 της 23ης Δεκεμβρίου έως την 19.00 ώρα της 29ης Δεκεμβρίου, δ) κατά τις εορτές του Πάσχα, εναλλακτικά για μεν τα έτη που λήγουν σε άρτιο αριθμό από ώρα 11.00 της Τρίτης της Διακαινησίμου έως και την 19.00 ώρα της Κυριακής του Θωμά, για δε τα έτη που λήγουν σε περιττό αριθμό από της ώρας 11.00 της Μεγάλης Τετάρτης μέχρι και την 19.00 ώρα της Δευτέρας του Πάσχα και ε) κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού από ώρα 10.00 της 1ης Ιουλίου έως και την 19.00 ώρα της 20ής Ιουλίου κάθε έτους. Ως τόπος επικοινωνίας κατά τις εορτές των Χριστουγέννων, Πάσχα και κατά το θέρος ορίστηκε η Φ. Λάρισας. Επίσης, ορίστηκε ότι την ανήλικη θυγατέρα του θα την παραλαμβάνει προσωπικά ο εφεσίβλητος από την κατοικία της εκκαλούσας και ο ίδιος θα την επιστρέφει σ` αυτήν. Περαιτέρω ορίστηκε ότι, σε περίπτωση αποδεδειγμένης ασθένειας της ανήλικης Α. (και δη πιστοποιουμένης από ιατρική βεβαίωση) και όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η ασθένεια, δεν θα ισχύει ο ανωτέρω τρόπος επικοινωνίας, πλην όμως στην περίπτωση αυτή ο ενάγων θα επικοινωνεί με τη θυγατέρα του στην οικία που η τελευταία διαμένει, επί δύο ώρες.
Η ανωτέρω απόφαση έγινε τελεσίδικη ως προς τις παραπάνω διατάξεις της, αφού η ασκηθείσα έφεση εκ μέρους της εκκαλούσας απερρίφθη με την 2372/1999 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου. Η εκκαλούσα ισχυρίσθηκε, με την προαναφερόμενη αγωγή της (για την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση) ότι μετά την έκδοση των ενλόγω αποφάσεων (Μονομελούς και Εφετείου) μεταβλήθηκαν οι συνθήκες και επιβάλλεται η προσαρμογή της ανωτέρω απόφασης στις νέες συνθήκες από το αληθινό συμφέρον της ανήλικης. Οπως αποδείχθηκε, ο εφεσίβλητος κατά μήνα Ιανουάριο του έτους 2002 τέλεσε νόμιμο γάμο με την Μ.Γ., με την οποία από το καλοκαίρι του έτους 2001 συζούσε στην πιο πάνω οικία, στη Φ. Λάρισας. Η νέα συζυγός του έχει από τον προηγούμενο γάμο της δύο τέκνα, τον Γ. και την Ν., ηλικίας 12 και 10 ετών, αντίστοιχα, τα οποία από το καλοκαίρι του 2001 και μέχρι σήμερα μένουν με τη μητέρα τους και τον εφεσίβλητο στην ίδια οικία στη Φ. Λάρισας. Στην ίδια οικία μένει και η ανήλικη Α. κατά τη διάρκεια της επικοινωνίας της με τον πατέρα της. Η τελευταία δεν μπορεί να συνηθίσει στο νέο αυτό περιβάλλον και οι σχέσεις της με τα άλλα δύο ανήλικα δεν είναι καλές, διότι αυτά είναι επιθετικά μαζί της, ενώ την πιέζουν να αποκαλεί τη μητέρα τους μαμά. Κάθε φορά που είναι να μεταβεί στη Φ. Λάρισας για την επικοινωνία με τον πατέρα της καταλαμβάνεται από άγχος, νευρικότητα, έχει τάσεις για εμετό και παραπονείται για κοιλιακούς πόνους, συμπτώματα τα οποία είναι απότοκα του ότι η διαμονή της με τον πατέρα της και με τα άλλα μέλη της οικογένειάς του δεν είναι τουλάχιστον ευχάριστη γι` αυτήν. Η ανήλικη Α., κατά την επικοινωνία της με το μέλος του Δικαστηρίου τούτου (Εισηγητή), δήλωσε κατηγορηματικά ότι δεν επιθυμεί να διαμένει, στα πλαίσια της επικοινωνίας της με τον πατέρα της, στην οικία του μαζί με τη σύζυγό του και τα τέκνα αυτής, αφού οι τελευταίοι, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε, της είναι εντελώς ξένοι και δεν της συμπεριφέρονται καλά. Η ανήλικη φαίνεται αρκετά ώριμο παιδί και η στάση της αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως προϊόν υποβολής, αλλά αποτελεί έκφραση αληθινών συναισθημάτων και προϊόν λογικής εκτίμησης των πραγμάτων.
Με βάση τα πιο πάνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά το Δικαστήριο κρίνει ότι η προαναφερόμενη απόφαση πρέπει να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες που διαμορφώθηκαν από το καλοκαίρι του έτους 2001, που ο εφεσίβλητος άρχισε να διαμένει στην οικία της μητέρας του, στη Φ. Λάρισας, με την ανωτέρω Μ.Γ. και τα δύο τέκνα της, και εξακολουθούν να υπάρχουν μέχρι σήμερα, σύμφωνα με το συμφέρον της ανήλικης Α. Το καλώς εννοούμενο συμφέρον της ανήλικης επιβάλλει πλέον, η επικοινωνία αυτής με τον πατέρα της να γίνεται: α) κάθε πρώτη και τρίτη Κυριακή του μήνα από ώρα 11.00 έως ώρα 19.00 στη Θεσσαλονίκη, β) κάθε δεύτερο Σάββατο το μήνα από ώρα 11.00 έως ώρα 19.00 στη Θεσσαλονίκη, γ) κατά τις εορτές των Χριστουγέννων κάθε έτους από ώρα 11.00 της 27ης Δεκεμβρίου έως την 17.00 ώρα της 30ής Δεκεμβρίου, δ) κατά τις εορτές του Πάσχα κάθε έτους από ώρα 11.00 της Τρίτης της Διακαινησίμου έως και την 19.00 ώρα της Παρασκευής της ίδιας εβδομάδας (Διακαινησίμου) και ε) κατά τη διάρκεια του θέρους από ώρα 10.00 της 1ης Ιουλίου έως και την 19.00 ώρα της 6ης Ιουλίου κάθε έτους. Κατά τη διάρκεια της επικοινωνίας κατά τις εορτές Χριστουγέννων, Πάσχα και κατά το μήνα Ιούλιο, ο τόπος διαμονής της ανήλικης θα καθορίζεται από τον πατέρα της. Ο τρόπος αυτός επικοινωνίας ανταποκρίνεται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, στο καλώς εννοούμενο συμφέρον της ανήλικης θυγατέρας του εφεσιβλήτου, διότι θα βοηθήσει ν` αναπτυχθεί και διατηρηθεί ο ψυχικός δεσμός ανάμεσα σ` αυτήν και τον πατέρα της και παρέχεται στον τελευταίο η δυνατότητα ενημέρωσής του για τη διαβίωση και την ανάπτυξή της και δεν υπάρχει από αυτήν (επικοινωνία) κίνδυνος για την ψυχική της ηρεμία, την ομαλή ανάπτυξη της προσωπικότητας και γενικά την ανατροφή της. Επομένως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απόφαση δέχθηκε ότι από την έκδοση της προαναφερόμενης απόφασης δεν επήλθε μεταβολή των συνθηκών που να δικαιολογεί την προσαρμογή της σύμφωνα με το συμφέρον της ανήλικης, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις, γι` αυτό πρέπει να γίνει δεκτός και κατ` ουσίαν ο σχετικός λόγος της έφεσης. Η έφεση, επομένως, πρέπει να γίνει δεκτή και κατ` ουσίαν, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και, αφού κρατηθεί η υπόθεση και εκδικασθεί η αγωγή, να γίνει αυτή ενμέρει δεκτή και να ρυθμιστεί, κατά μεταρρύθμιση της 22027/1998 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, η επικοινωνία του εναγομένου και ήδη εφεσίβλητου με την ανήλικη θυγατέρα του Α., ενόψει και των νέων συνθηκών που προαναφέρθηκαν, κατά τον οριζόμενο στο διατακτικό τρόπο, ο οποίος ανταποκρίνεται στο αληθινό συμφέρον της ανήλικης.

Δεν υπάρχουν σχόλια: