198/2004 ΕΦ ΔΩΔ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ ΑΠΟΣΤΟΛΟΠΟΥΛΟ
ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRACOM IT SERVICES)
198/2004 ΕΦ ΔΩΔ (371262)
198/2004 ΕΦ ΔΩΔ (371262)
(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Σε υποθέσεις ανάθεσης γονικής μέριμνας και επικοινωνίας υποχρεωτική προδικασία με ποινή απαραδέκτου σύνταξης έκθεσης κοινωνικής υπηρεσίας και απόπειρας συμβιβαστικής επίλυσης διαφοράς ως όρο παραδεκτού συζήτησης κατόπιν ακρόασης διαδίκων, πληρεξουσίων και γνώμης τέκνων. Εξαφανίζεται απόφαση επί μεταρρυθμιστικής αγωγής ανάθεσης επιμέλειας τέκνων λόγω μή τήρησης απόπειρας συμβιβαστικής επίλυσης διαφοράς. Διατάσσεται επανάληψη συζήτησης στο εφετείο προκειμένου να εμφανιστούν οι διάδικοι γονείς μετά τέκνων και επιχειρηθεί υποχρεωτικά συμβιβαστική επίλυση διαφοράς.
ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΥ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Αποστολόπουλο, Πρόεδρο Εφετών, Εμμανουήλ Βασιλάκη- Εισηγητή και Κωνσταντίνα Γιαννοπούλου, Εφέτες και το Γραμματέα Παναγιώτη Πανιέρα. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στη Ρόδο την 23η Απριλίου 2004, για να δικάσει την ακόλουθη υπόθεση: ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Α.Τ., κατοίκου Ρόδου, ο οποίος παραστάθηκε στο Δικαστήριο μαζί τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Δένδη.
ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ν.Π.-Γ.Λ., κατοίκου Ολλανδίας, η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Εμμανουήλ Βλάχου (με αριθ. 123.197 γραμμάτιο προείσπραξης Δ.Σ Ρόδου). Η έφεση άσκησε κατά του εκκαλούντος και ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείο Ρόδου την από 11-12-2001 και με αριθ. εκθ. κατ. 351/11-12-2001 αγωγή της, περί επιμέλειας των ανηλίκων τέκνων της. Το Δικαστήριο εκείνο με την υπ` αριθμ. 154/2002 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, δέχθηκε την αγωγή. Κατά της αποφάσεως αυτής ο εναγόμενος άσκησε στο Δικαστήριο που την εξέδωσε, απευθυνόμενη στο παρόν, την ένδικη από 18-11-2002 και με αριθ. εκθ. κατ. 345/20-11-2002 έφεσή του, αντίγραφο της οποίας κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου με αριθ. εκθ. κατ. 414/20-11-2004, για τη συζήτηση δε αυτής που γράφτηκε νόμιμα στο πινάκιο ορίσθηκε δικάσιμος η αναφερόμενη στην αρχή της απόφασης αυτής. Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα με τη σειρά της από το σχετικό πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν και προφορικά τους ισχυρισμούς τους και αναφέρθηκαν στις γραπτές προτάσεις που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 18-11-2002 έφεση κατά της 154/2002 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 681Β § 1, 666 § 1, 667, 670, 671 §§ 1-3, 672-676 Κ.Πολ.Δ. και κατ` αντιμωλία των διαδίκων ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495, 499, 511, 513, 516, 517, 518, 520 παρ.1 και 674 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ). Πρέπει επομένως να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στην ουσία της κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρο 674 παρ. 2).
Με την από 11-12-2001 αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου κατά του εκκαλούντος πρώην συζύγου της, ο γάμος των οποίων έχει λυθεί αμετακλήτως, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη επικαλέστηκε μεταβολή των συνθηκών από τότε που εκδόθηκε η 39/2000 απόφαση του άνω Δικαστηρίου, με την οποία ανατέθηκε η επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων τους Α.-Χ. και Σ., στον εναγόμενο – εκκαλούντα. Ότι το συμφέρον των παιδιών επιβάλλει να της ανατεθεί σ` αυτήν η άσκηση της επιμέλειάς τους και ζήτησε να ανακληθεί η άνω απόφαση και να της ανατεθεί η επιμέλεια των ανηλίκων σ` αυτήν. Το πρωτόδικο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του ανακάλεσε την 39/2000 απόφασή του, όπως διορθώθηκε με την 60/2000 απόφασή του και επικυρώθηκε με την 377/2000 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου και ανάθεσε αποκλειστικά στην ενάγουσα την άσκηση της επιμέλειας των ανηλίκων τέκνων. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εκκαλών με την ένδικη έφεσή του και ζητεί για τους λόγους που εκθέτει την εξαφάνισή της και την απόρριψη της αγωγής.
Σύμφωνα με το αρ. 681Β Κ.Πολ.Δ. «1. Με την ειδική διαδικασία των αρ. 666 § 1, 667, 670, 671 §§ 1-3 και 672 έως 676 δικάζονται οι διαφορές που αφορούν (α) …. (β) την άσκηση της γονικής μέριμνας αναφορικά με το τέκνο, κατά την διάρκεια του γάμου και σε περίπτωση διαζυγίου ή ακύρωσης του γάμου, ή όταν πρόκειται για τέκνα χωρίς γάμο των γονέων τους, τη διαφωνία των γονέων κατά την κοινή άσκηση από αυτούς της γονικής τους μέριμνας, καθώς και την επικοινωνία των γονέων και των υπολοίπων ανιόντων με το τέκνο». Εξάλλου, σύμφωνα με το αρ. 681Γ Κ.Πολ.Δ., όπως τροποποιήθηκε με το αρ. 38 ν. 2447/1996 και του οποίου αντικαταστάθηκαν στην συνέχεια οι παράγραφοι 2-4 με το αρ. 19 § 3 ν. 2521/1997 «1. Στις διαφορές της περίπτωσης β΄ της πρώτης παραγράφου του αρ. 681Β εφαρμόζονται και τα αρ. 598, 600, 601, 605, 606, 744 και 759 § 3. Αν οι διαφορές αυτές ενωθούν με οποιανδήποτε από τις διαφορές των αρ. 592 § 1 ή 614 § 1, εφαρμόζονται τα αρ. 744 και 759 παρ.3 και 2. Στις ίδιες διαφορές καθιερώνεται στάδιο υποχρεωτικής προδικασίας που περιλαμβάνει την έρευνα, από όργανα της αρμόδιας κοινωνικής υπηρεσίας, των συνθηκών διαβίωσης του ανηλίκου και την υποβολή στο δικαστήριο, έως την ημέρα της συζήτησης, σχετικής αναλυτικής έκθεσης, η οποία στις περιπτώσεις όπου φέρεται στο δικόγραφο της αγωγής ότι ο ένας από τους γονείς ή το ανήλικο τέκνο παρουσιάζει ψυχικά προβλήματα, θα πρέπει να συνοδεύεται και από ψυχιατρική έκθεση. Το μονομελές ή πολυμελές δικαστήριο είναι εξάλλου υποχρεωμένο, κατά την συζήτηση στο ακροατήριο της αγωγής και πριν από κάθε συζήτηση να προσπαθήσει, με την ποινή του απαραδέκτου, να επιλύσει συμβιβαστικά την διαφορά, ύστερα από ακρόαση των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους. Ο συμβιβασμός πρέπει ν` αποβλέπει στο συμφέρον του τέκνου, αλλιώς δεν δεσμεύει το δικαστήριο. 3. Το δικαστήριο πριν από την έκδοση της απόφασής του, ανάλογα με την ωριμότητα του τέκνου, λαμβάνει υπόψη τη γνώμη του ….».
Με τις τροποποιήσεις που έγιναν καθιερώνεται, για τις διαφορές που υπάγονται στην πιο πάνω διάταξη, δηλαδή για τις διαφορές που αφορούν την άσκηση της γονικής μέριμνας και την επικοινωνία των γονέων και ανιόντων με το ανήλικο τέκνο, στάδιο προδικασίας η ευχέρεια του δικαστηρίου να αποφασίζει τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης και η υποχρέωση του δικαστηρίου να επικοινωνεί με το τέκνο και να λαμβάνει υπόψη τη γνώμη του, τόσο κατά την απόπειρα συμβιβασμού όσο και κατά το στάδιο της κύριας διαδικασίας. Το στάδιο υποχρεωτικής προδικασίας, η παράλειψη του οποίου τάσσεται, κατά το προτελευταίο εδάφιο της § 2 με την ποινή απαραδέκτου, το οποίο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως, περιλαμβάνει: α) την έρευνα από όργανα της αρμόδιας κοινωνικής υπηρεσίας των συνθηκών διαβίωσης του ανηλίκου και την υποβολή στο δικαστήριο έως την ημέρα της συζήτησης, σχετικής αναλυτικής έκθεσης. Για την τήρηση όμως της προδικασίας αυτής, απαιτείται η κατά τα άρθρα 49 επ. του άνω ν. 2447/96 ίδρυση των κατά Πρωτοδικείο Κοινωνικών Υπηρεσιών που θα λειτουργούν ως αυτοτελείς αποκεντρωμένες υπηρεσίες. Συνεπώς, έως την έκδοση των σχετικών προεδρικών διαταγμάτων η τήρηση, της πιο πάνω προϋπόθεσης ατονεί και έτσι δε δημιουργείται απαράδεκτο, β) Την προσπάθεια του μονομελούς πρωτοδικείου ή του πολυμελούς δικαστηρίου κατά την συζήτηση στο ακροατήριο της αγωγής και πριν από κάθε συζήτηση για συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς.
Με τις τροποποιήσεις που έγιναν καθιερώνεται, για τις διαφορές που υπάγονται στην πιο πάνω διάταξη, δηλαδή για τις διαφορές που αφορούν την άσκηση της γονικής μέριμνας και την επικοινωνία των γονέων και ανιόντων με το ανήλικο τέκνο, στάδιο προδικασίας η ευχέρεια του δικαστηρίου να αποφασίζει τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης και η υποχρέωση του δικαστηρίου να επικοινωνεί με το τέκνο και να λαμβάνει υπόψη τη γνώμη του, τόσο κατά την απόπειρα συμβιβασμού όσο και κατά το στάδιο της κύριας διαδικασίας. Το στάδιο υποχρεωτικής προδικασίας, η παράλειψη του οποίου τάσσεται, κατά το προτελευταίο εδάφιο της § 2 με την ποινή απαραδέκτου, το οποίο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως, περιλαμβάνει: α) την έρευνα από όργανα της αρμόδιας κοινωνικής υπηρεσίας των συνθηκών διαβίωσης του ανηλίκου και την υποβολή στο δικαστήριο έως την ημέρα της συζήτησης, σχετικής αναλυτικής έκθεσης. Για την τήρηση όμως της προδικασίας αυτής, απαιτείται η κατά τα άρθρα 49 επ. του άνω ν. 2447/96 ίδρυση των κατά Πρωτοδικείο Κοινωνικών Υπηρεσιών που θα λειτουργούν ως αυτοτελείς αποκεντρωμένες υπηρεσίες. Συνεπώς, έως την έκδοση των σχετικών προεδρικών διαταγμάτων η τήρηση, της πιο πάνω προϋπόθεσης ατονεί και έτσι δε δημιουργείται απαράδεκτο, β) Την προσπάθεια του μονομελούς πρωτοδικείου ή του πολυμελούς δικαστηρίου κατά την συζήτηση στο ακροατήριο της αγωγής και πριν από κάθε συζήτηση για συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς.
Η μνεία στο κείμενο του πολυμελούς δικαστηρίου αναφέρεται προφανώς και στο εφετείο, εν όψει και της ρητής διατύπωσης ότι η απόπειρα συμβιβασμού γίνεται "και πριν από κάθε συζήτηση". Η απόπειρα για συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς, παρότι δεν πρόκειται για ιδιωτική διαφορά δεκτική διάθεσης, αποσκοπεί στην παροχή ευχέρειας στους διαδίκους, ενόψει της φύσης της υπόθεσης και των επιπτώσεων στο τέκνο, ν` αποτρέψουν τη συζήτηση στο ακροατήριο. Για την απόπειρα αυτή απαιτείται η ακρόαση των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους και, κατά την § 3 εδ. α, η λήψη υπόψη της γνώμης του τέκνου πριν από την έκδοση της απόφασης, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι το τέκνo έχει ωριμότητα για τη σαφή αντίληψη της σημασίας της διαφοράς και του συμφέροντός του. Τέλος, όπως ήδη αναφέρθηκε, κατά τη διάταξη της § 2 εδ. β του άνω άρθρου 681Γ, η προϋπόθεση της απόπειρας συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς τάσσεται με ποινή απαραδέκτου. Από τη λεκτική διατύπωση της διάταξης αυτής προκύπτει ότι η προϋπόθεση αυτή, δηλαδή της απόπειρας συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς, συνιστά όρο του παραδεκτού της αγωγής, πλην όμως λόγοι σκοπιμότητας και της οικονομίας της δίκης επιβάλλουν να γίνει δεκτό ότι συνιστούν διαδικαστική προϋπόθεση του παραδεκτού της συζήτησής της (Για όλα τα πιο πάνω βλ. Βαθρακοκοίλη, το Νέο ΟικογενΔ εκδ. Β (2000), υπ` αρθ. 1511, σελ. 881-883, ιδίου "οι τροποποιήσεις Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, εκδ. 1997, υπ` αρθ. 681Γ, σελ. 51 επ. Εφ.Αθ. 4242/2001 ΕλλΔνη 2002. 178, Εφ.Αθ. 2105/2000 ΕλλΔνη 2001. 178, Εφ.Αθ. 1898/2000 ΕλλΔνη 2001. 455, Εφ.Αθ. 9215/1999 ΕλλΔνη 1999. 1110 και Εφ.Αθ. 9215 Αρχ.Νομ. 1999. 830).
Στην προκειμένη περίπτωση, υπόκειται προς κρίση διαφορά που αφορά την ανάθεση της επιμέλειας ανηλίκων τέκνων των διαδίκων. Επoμένως, είναι υποχρεωτική η απόπειρα συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς. Όμως η προϋπόθεση αυτή δεν τηρήθηκε πριν από τη συζήτηση της αγωγής στο πρωτόδικο Δικαστήριο, όπως προκύπτει από τα προσαγόμενα με επίκληση ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του. Από δε την αναφορά της εκκαλουμένης ότι «τηρήθηκε η προβλεπόμενη από το άρθρο 681Γ προδικασία με επικοινωνία του Δικαστηρίου με τα ανήλικα τέκνα των διαδίκων», σαφώς συνάγεται ότι τηρήθηκε μόνο η επικοινωνία με τα τέκνα και όχι η προσπάθεια για συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς. Συνεπώς η συζήτηση μετά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη ήταν απαράδεκτη λόγω μη τήρησης της άνω προδικασίας και πρέπει δεκτού γενομένου του πρώτου λόγου της έφεσης ως βάσιμου να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη και να κρατηθεί η υπόθεση και να δικαστεί κατ` ουσίαν (άρθρο 535 παρ.1 Κ.Πολ.Δ).
Περαιτέρω όμως η ανωτέρω προϋπόθεση, της προσπάθειας δηλαδή της συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς, δεν τηρήθηκε ούτε κατά τη συζήτηση της ένδικης έφεσης ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου, κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, γεγονός, το οποίο ήταν απαραίτητο κατά τη ρητή διατύπωση της πιο πάνω διάταξης, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη.
Και δεν ήταν δυνατόν να τηρηθεί η πιο πάνω προϋπόθεση αμέσως πριν από τη συζήτηση, διότι η εφεσίβλητη, μητέρα των ανηλίκων δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο αυτοπροσώπως, αλλά εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Με όλα τα παραπάνω δεδομένα, παρουσιάζεται κενό, που χρειάζεται συμπλήρωση και γι` αυτό, κατ` εφαρμογή του άρθρου 254 Κ.Πολ.Δ, που εφαρμόζεται και στη δευτεροβάθμια δίκη (άρθρο 524§1 του ιδίου Κώδικα), πρέπει να διαταχθεί η επανάληψη της επ` ακροατηρίω συζήτησης της έφεσης για να τηρηθεί η πιο πάνω προδικασία, δηλ. για να εμφανισθούν αυτοπροσώπως σ` αυτό και οι δύο διάδικοι γονείς των ανηλίκων, προκειμένου να γίνει η πιο πάνω προσπάθεια. Εξάλλου εν όψει της ηλικίας των ανηλίκων, από τα οποία το πρώτο είναι 15 ετών και το δεύτερο 12 ετών το Δικαστήριο κρίνει ότι αυτά έχουν, εν όψει και της πνευματικής τους κατάστασης, την απαιτουμένη ωριμότητα, για να αντιληφθούν σαφώς τη σημασία της διαφοράς των γονέων τους και να εκφράσουν τη γνώμη τους (Α.Π 15/97 ΕλλΔνη 38. 1538, Α.Π 180/86 ΕλλΔνη 27. 496). Επομένως, κρίνεται αναγκαία και η εμφάνιση στο Δικαστήριο των τέκνων, τα οποία πρέπει να παρουσιάσει η εφεσίβλητη, με την οποία διαμένουν, προκειμένου να ληφθεί η γνώμη τους (Εφ.Αθ. 4242/2001 ό.π.)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ` αντιμωλίαν των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και κατ` ουσίαν την έφεση.
Εξαφανίζει την 154/2002 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου.
Κρατεί και δικάζει κατ` ουσίαν την υπόθεση.
Διατάζει την επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης στο ακροατήριο, προκειμένου να εμφανισθούν αυτοπροσώπως σ` αυτό και οι δύο διάδικοι γονείς των ανηλίκων, για να γίνει προσπάθεια επίλυσης συμβιβαστικώς της διαφοράς.
Υποχρεώνει την εφεσίβλητη όπως κατά τη νέα συζήτηση στο ακροατήριο παρουσιάσει τα ανήλικα προκειμένου να ληφθεί υπόψη η γνώμη τους, για την υπό κρίση διαφορά.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στη Ρόδο την 13-7-2004, σε μυστική διάσκεψη και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του στη Ρόδο την 16-7-2004, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στη Ρόδο την 13-7-2004, σε μυστική διάσκεψη και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του στη Ρόδο την 16-7-2004, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Ο Πρόεδρος Ο Γραμματέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου