Δευτέρα 3 Ιανουαρίου 2011

191/2001 ΜΠΡ. ΒΟΛ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΖΩΗΣ


191/2001 ΜΠΡ ΒΟΛ ΙΩΑΝΝΗΣ ΖΩΗΣ

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRACOM IT SERVICES)

191/2001
ΜΠΡ ΒΟΛ (312681)
 (ΑΡΧΝ 2002/49) Επικοινωνία γονέων και τέκνων. Ο γονέας, με τον οποίο δε διαμένει το τέκνο, έχει δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας με αυτό. Δεν μπορεί να εξαναγκασθεί η επικοινωνία του γονέα με το ανήλικο τέκνο του, με αγωγή στρεφόμενη εναντίον του. Νομιμοποίηση για την άσκηση της αγωγής επικοινωνίας. Οι σχετικές αποφάσεις υπόκεινται σε ανάκληση ή μεταρρύθμιση, αν μεταβληθούν οι συνθήκες, κάτω από τις οποίες εκδόθηκαν. Απορρίπτεται η αίτηση ρύθμισης του δικαιώματος επικοινωνίας λόγω έλλειψης νομιμοποίησης, αφού η αιτούσα δεν είναι δικαιούχος του δικαιώματος επικοινωνίας με τα τέκνα. Το αίτημα ανάκλησης ή μεταρρύθμισης της απόφασης είναι μη νόμιμο όταν οι νέες συνθήκες πρέπει να επήλθαν μετά την τελεσιδικία της απόφασης.

(ΑΡΧΝ 2002/49)
ΜΟΝ. ΠΡΩΤ. ΒΟΛΟΥ 191/2001 (Ασφ. Μέτρα) Δικαστής: Ιωάννης Ζώης, Πρωτοδίκης. Δικηγόροι: Απόστ. Παπαθανασίου, Νικ. Πατσιανιάς (Βόλου), Ευάγ. Τζελλής (Καρδίτσας.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ : ................................................................

Σύμφωνα με το άρθρο 1520 ΑΚ, όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 17 του Ν. 1329/1983, ο γονέας, μετά του οποίου δεν διαμένει το ανήλικο τέκνο του, για οποιοδήποτε λόγο, διατηρεί το δικαίωμα της προσωπικής επικοινωνίας μετά του τελευταίου και στην περίπτωση διαφωνίας των γονέων του ανηλίκου, ως προς την άσκηση του δικαιώματος αυτού, το Δικαστήριο καθορίζει τον τρόπο κατά τον οποίο θα γίνεται η επικοινωνία. Το άκρως αυτό προσωπικό δικαίωμα του γονέα, προς επικοινωνία μετά του ανηλίκου τέκνου του, απορρέει από το φυσικό δεσμό του αίματος και του αισθήματος της στοργής προς το τέκνο, συντελεί δε στην ανάπτυξη του ψυχικού του κόσμου και στην εν γένει προσωπικότητά του, για το λόγο αυτόν η άσκησή του αποβλέπει κυρίως στο καλώς εννοούμενο συμφέρον του τέκνου (ΑΠ 534/1991 Ελλ.Δνη 32.1505, ΕφΑθ 8668/1987 ΕλλΔνη 29.695, Κουνουγέρη - Μανωλεδάκη Αρμεν. 42.1047). Περαιτέρω, το δικαίωμα επικοινωνίας του γονέα μετά του ανηλίκου τέκνου, που πηγάζει ευθέως από την προδιαληφθείσα διάταξη (ΑΠ 162/1993 ΕλλΔνη 34.598), λειτουργεί μέσα στη φύση των οικογενειακών δικαιωμάτων, πλην όμως αυτό δεν αποτελεί παράλληλα και καθήκον, όπως συμβαίνει με τη γονική μέριμνα και γι` αυτό δεν υφίσταται νομική υποχρέωση να επικοινωνεί με το τέκνο του, εντεύθεν δε δεν μπορεί να εξαναγκαστεί η επικοινωνία με το ανήλικο τέκνο του, με αγωγή στρεφομένη εναντίον του. Επομένως, ενάγων στη δίκη για τη ρύθμιση του δικαιώματος επικοινωνίας με το ανήλικο τέκνο, είναι ο γονέας που δεν ασκεί τη γονική μέριμνα ή δεν διαμένει μαζί με το τέκνο, σε καμία δε περίπτωση δεν νομιμοποιείται ενεργητικά ο γονέας που ασκεί τη γονική μέριμνα ή διαμένει μαζί του το τέκνο (ΕφΑθ 3778/1993 ΕλλΔνη 35.440, ΕφΘεσ 2743/1984 ΕλλΔνη 32.1344, ΕφΑθ 920/1986 ΝοΒ 35.929, Κουνουγέρη - Μανωλεδάκη: Οικ. Δικ. τόμος Β` σελ. 66 επ.). Βεβαίως, είναι αλήθεια, ότι η ανωτέρω νομοθετική ρύθμιση δεν παρέχει δυνατότητα δικαστικής προστασίας στον γονέα, που ασκεί τη γονική μέριμνα ή διαμένει με το ανήλικο τέκνο, στην περίπτωση, που το δικαίωμα επικοινωνίας ασκείται καταχρηστικά ή εν παση περιπτώσει μεταβλήθηκαν οι συνθήκες και το αληθές συμφέρον του ανηλίκου επιβάλλει διαφορετική ρύθμιση του δικαιώματος επικοινωνίας. Για την εξυπηρέτηση, λοιπόν, της αναγκαιότητας αυτής, ο νομοθέτης εισήγαγε τη νέα διάταξη του άρθρου 1536 ΑΚ, με την οποία καθιερώνεται απόκλιση, από την κατ` αρχήν δεσμευτική ενέργεια των δικαστικών αποφάσεων, σύμφωνα με το άρθρο 321 ΚΠολΔ (βλ. Κεραμέα Αστ.Δ. Δίκ. 1986 σελ. 295, Γεωργιάδη - Σταθόπουλου: ΑΚ υπό το άρθρο 1536 σελ. 299). Κατά τη διάταξη αυτή (ΑΚ 1536), οι αποφάσεις που είναι σχετικές με τη γονική μέριμνα και το δικαίωμα επικοινωνίας, στο μέτρο που περιλαμβάνουν ρύθμιση για μελλοντικό χρόνο, υπόκεινται σε ανάκληση ή μεταρρύθμιση, αν μεταβληθούν οι συνθήκες, κάτω από τις οποίες εκδόθηκαν (ΕφΑθ 8631/1984 ΝοΒ 33.1193, ΕφΑθ 2340/1986 ΕλλΔνη 27.1142, Εισ.Εκθ.Σχεδ.Ν. 1329/83 Αρμεν. 37.294, Κουνουγέρη - Μανωλεδάκη ΟΙΚ.Δίκ. τόμος Β.` σελ. 94), μετά από αίτηση του γονέα ή πλησιέστερου συγγενούς, αρμόδιο δε Δικαστήριο είναι εκείνο, που εξέδωσε τη σχετική απόφαση και που κρίνει κατά την ίδια διαδικασία (Εφ. Θεσ. 2322/1997 ΕλλΔνη 1999.358). Τέλος, οι νέες συνθήκες πρέπει να επήλθαν μετά την τελεσιδικία της απόφασης (βλ. Βαθρακοκοίλη, Το Νέο Οικ. Δίκαιο, 1990, άρθρ. 1536, σελ. 647).
Στην προκειμένη περίπτωση, η αιτούσα, με την υπό κρίση αίτησή της, που φέρεται νόμιμα προς συζήτηση με την 2498/2000 κλήση της Γραμματείας του Δικαστηρίου τούτου (κατά το άρθρο 307 ΚΠολΔ), ιστορεί, ότι με τον καθ` ού τέλεσε νόμιμο γάμο στη Ν. Ιωνία - Βόλου στις 27.10.1979. Μετά το γάμο τους εγκαταστάθηκαν στον Παλαμά - Καρδίτσας, τόπο καταγωγής του καθ` ού. Από το γάμο τους απέκτησαν τέσσερα τέκνα, τον Απόστολο, το Νικόλαο, τον Ευάγγελο και τον Παναγιώτη, ηλικίας 20, 19, 13 και 11 ετών, αντίστοιχα. Από πολύ νωρίς δημιουργήθηκαν προβλήματα στις σχέσεις της με τον καθ` ού, με αποτέλεσμα το 1989 να αποχωρήσει αυτή για πρώτη φορά από τον Παλαμά - Καρδίτσας, μαζί με τα δύο μικρότερα από τα ανήλικα, τότε, τέκνα της και να εγκατασταθεί στην Αγριά Βόλου μαζί με τους γονείς της. Στη συνέχεια, επανήλθε στη συζυγική οικία και καταβλήθηκε προσπάθεια αποκατάστασης της έγγαμης συμβίωσης. Όμως, η προσπάθεια αυτή δεν τελεσφόρησε, με αποτέλεσμα το 1993, κατόπιν "ανηλεούς ξυλοδαρμού" της, να αποχωρήσει οριστικά πλέον από τη συζυγική στέγη, μαζί με τα δύο μικρότερα τέκνα τους και να εγκατασταθεί στην Αγριά Βόλου, όπου κατοικεί έκτοτε, ενώ ο καθ` ού με τα δύο μεγαλύτερα από τα τέκνα τους παρέμεινε στον Παλαμά - Καρδίτσας. Από το 1993, που διασπάστηκε η έγγαμη συμβίωσή της με τον καθ` ού, μέχρι το 1998, ο τελευταίος δεν ενδιαφέρθηκε καθόλου για τα ανήλικα τέκνα τους, που διέμεναν μαζί της. Οι δικαστικές τους διαμάχες άρχισαν έκτοτε, ενώ λύθηκε αμετάκλητα και ο γάμος τους. Τελικά, με την 19/2000 οριστική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, ρυθμίστηκε η επικοινωνία του καθ` ού με τα ανήλικα τέκνα τους, ήτοι τον Ε. και τον Π., ενώ η γονική τους μέριμνα ανατέθηκε σ` αυτήν, ύστερα από την άσκηση τακτικής αγωγής του για το θέμα αυτό και ανταγωγής της, αντίστοιχα. Όμως, ο καθ` ού μετά την έκδοση της παραπάνω απόφασης, κατά το χρόνο της επικοινωνίας, δεν φροντίζει τα ως άνω ανήλικα, αντίθετα τους συμπεριφέρεται βάναυσα, ακατανόητα και άστοργα, με συνέπεια να τους δημιουργούνται προβλήματα στον ψυχικό τους κόσμο, υπό τα εκτιθέμενα σ` αυτή. Με βάση την ιστορική και νομική αυτή αιτία και λόγω του κατεπείγοντος, ζητεί η αιτούσα, κατά λέξη "να διαταχθή η απαγόρευσις προσωρινώς του δι καιώματος προσωπικής επικοινωνίας του αντιδίκου μετά των ανηλίκων τέκνων τους, Ε. και Π. Π., ηλικίας 13 και 11 ετών αντιστοίχως και μέχρις ενηλικιώσεώς των", με την απειλή ποινών και να καταδικαστεί ο καθ` ού στα δικαστικά της έξοδα. Όμως, η αίτηση αυτή, με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα, είναι απορριπτέα, για έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης της αιτούσας, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, γιατί αφού αυτή ασκεί τη γονική μέριμνα των ανηλίκων τέκνων, δεν είναι δικαιούχος του δικαιώματος επικοινωνίας με τα ανήλικα τέκνα, του οποίου δικαιούχος είναι ο καθ` ού πατέρας τους και γι` αυτό δεν δικαιούται να ζητήσει τη ρύθμισή του (ούτε αρνητικά), κατ` εφαρμογή του άρθρου 1520 ΑΚ. Το αυτό αίτημα, ως αίτημα ανάκλησης ή μεταρρύθμισης της ανωτέρω 19/2000 οριστικής απόφασης του Δικαστηρίου τούτου (κατά της οποίας ήδη εκκρεμεί έφεση του καθ` ού), θα ήταν μη νόμιμο, αφού οι νέες συνθήκες πρέπει να επήλθαν μετά την τελεσιδικία της απόφασης, ενώ τηρητέα διαδικασία θα ήταν αυτή των εργατικών διαφορών (άρθ. 668 επ., 681 Β` ΚΠολΔ). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν εν όλω μεταξύ των διαδίκων, σύμφωνα με το άρθρο 179 ΚΠολΔ.

............................................................................

Δεν υπάρχουν σχόλια: