Δευτέρα 3 Ιανουαρίου 2011

1728/2006 ΜΠΡ. ΒΕΡ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΠΟΛΥΖΟΥ

1728/2006 ΜΠΡ ΒΕΡ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΠΟΛΥΖΟΥ
ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRACOM IT SERVICES)

1728/2006
ΜΠΡ ΒΕΡ ( 449571)

 
(ΑΡΜ 2007/1931) Γονική μέριμνα : σε περίπτωση διακοπής της έγγαμης συμβίωσης, το δικαστήριο καλείται να ρυθμίσει τον τρόπο άσκησης της γονικής μέριμνας με γνώμονα αποκλειστικά το αληθινό συμφέρον του ανήλικου τέκνου- το συμφέρον του τέκνου επιβάλλει να επιλέγεται εκείνος ο γονέας που αντικειμενικά παρέχει τη δυνατότητα κάλυψης του μεγαλύτερου μέρους των ψυχολογικών κυρίως αναγκών του ανήλικου για συναισθηματική σταθερότητα, η οποία επιτυγχάνεται με την παραμονή του στο ίδιο οικογενειακό, σχολικό και κοινωνικό περιβάλλον, την ένταξη σε συγκεκριμένους κοινωνικούς χώρους και την εκδήλωση αγάπης, στοργής, τρυφερότητας αλλά και αυστηρότητας και επιμονής- η βούληση του τέκνου πρέπει να συνεκτιμάται από το δικαστήριο, ανάλογα με την ωριμότητα του, εφόσον είναι σε θέση να αντιληφθεί το συμφέρον του και τη σημασία της διαφοράς. Η απόφαση του δικαστηρίου μπορεί να ανακληθεί ή να μεταρρυθμιστεί, όταν μεταβληθούν οι συνθήκες που αποτέλεσαν τη βάση για τη ρύθμιση της γονικής μέριμνας- στην περίπτωση αυτή, το δικαστήριο που επιλαμβάνεται πρέπει να σταθμίσει τις νέες συνθήκες και να προσαρμόσει την απόφαση του σ` αυτές, σύμφωνα με το συμφέρον του τέκνου. Το δεδικασμένο σχετικά με την άσκηση της γονικής μέριμνας παύει να ισχύει αυτοδίκαια, όταν η κρίση και η βούληση του τέκνου αναπτυχθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε να επιλέξει εκούσια και συνειδητά το γονέα με τον οποίο επιθυμεί να διαμείνει. Εγκατάσταση του πατέρα και του ανήλικου τέκνου σε χώρα του εξωτερικού, παρά την ανάθεση της άσκησης της γονικής μέριμνας στη μητέρα- παραμονή του τέκνου στο εξωτερικό για μία δεκαετία, κατά τη διάρκεια της οποίας εντάχθηκε πλήρως στο εκεί σχολικό και κοινωνικό περιβάλλον σύλληψη του πατέρα στο εξωτερικό και απόδοση του τέκνου στη μητέρα του μετά από μία δεκαετία- αδυναμία του τέκνου να προσαρμοσθεί στο περιβάλλον της μητέρας του και άμεση αναζήτηση του πατέρα του- με βάση αυτά τα πραγματικά περιστατικά, το δικαστήριο κρίνει ότι επιβάλλεται η μεταρρύθμιση της αρχικής απόφασης και η προσωρινή ανάθεση της επιμέλειας του ανήλικου τέκνου στον πατέρα του. "Η περίληψη αυτή ελήφθη από το περιοδικό ΑΡΜΕΝΟΠΟΥΛΟΣ, εκδόσεως του Δ.Σ. Θεσσαλονίκης".
ΜονΠρΒερ 1728/2006
Δικαστής: Αλεξάνδρα Πολύζου. Δικηγόροι: Β. Νίκου - Κ. Μηνόπουλος.


Από το συνδυασμό των άρθρων 1510 παρ.1, 1511 παρ.1, 1513 παρ.1 εδ. πρώτο, 1514 και 1518 παρ.1 του ΑΚ συνάγονται τα ακόλουθα: Η μέριμνα για το ανήλικο τέκνο είναι καθήκον και δικαίωμα των γονέων, οι οποίοι την ασκούν από κοινού.
Η γονική μέριμνα περιλαμβάνει τόσο την επιμέλεια του προσώπου του τέκνου, η οποία περιλαμβάνει ιδίως την ανατροφή, επίβλεψη, μόρφωση και εκπαίδευση εκείνου, καθώς και τον προσδιορισμό του τόπου της διαμονής του, όσο και τη διοίκηση της περιουσίας του τέκνου και την εκπροσώπηση του σε κάθε υπόθεση, δικαιοπραξία ή δίκη, που αφορούν το πρόσωπο ή την περιουσία του. Σε περίπτωση κατά την οποία υπάρχει διακοπή της συμβίωσης των γονέων, η άσκηση της γονικής μέριμνας ρυθμίζεται από το δικαστήριο κατόπιν άσκησης σχετικής αγωγής, η δε ρύθμιση μπορεί να συνίσταται στην ανάθεση της γονικής μέριμνας στον ένα από τους γονείς. Ευνόητο είναι ότι η αγωγή μπορεί να επιδιώκει την από το δικαστήριο ρύθμιση του μερικότερου καθήκοντος, και δικαιώματος της επιμέλειας του προσώπου του τέκνου (ΑΠ 215/1998, ΤΝΠ Νόμος). Σε περίπτωση διαζυγίου, ακυρώσεως γάμου ή διακοπής της εγγάμου συμβιώσεως, οπότε καταργείται ο συζυγικός οίκος δημιουργούμενης χωριστής εγκαταστάσεως από κάθε γονέα, ανακύπτει, σε περίπτωση διαφωνίας των γονέων, θέμα ρυθμίσεως του τρόπου ασκήσεως της γονικής μέριμνας στα ανήλικα τέκνα τους. Το θέμα αυτό καλείται να λύσει το δικαστήριο, έχον προ αυτού, ως αποκλειστικό γνώμονα, το αληθές συμφέρον του ανηλίκου, ως συμφέρον δε του παιδιού νοείται το σωματικό, υλικό, πνευματικό, ψυχικό, ηθικό και γενικότερα κάθε είδους συμφέρον. Για την ανάθεση της γονικής μέριμνας σε κάποιον γονέα λαμβάνεται επίσης υπόψη η σταθερότητα των συνθηκών ανάπτυξης του (βλ. ΑΠ 425/1990 ΕλλΔνη 31.997, ΕφΑΘ 9281/1986 ΕλλΔνη 28.1276, ΕφΑΘ 1151/1986 ΕλλΔνη 27.153) και οι δεσμοί του με τρίτα πρόσωπα (και πέρα από τους συγγενείς του) ή πράγματα. Σε ό,τι αφορά τη σχέση των κριτηρίων για την εξειδίκευση του συμφέροντος του παιδιού, υποστηρίζεται ότι όλα τα κριτήρια είναι κατά κανόνα ισοδύναμα και ότι από τη συγκεκριμένη περίπτωση εξαρτάται το ποια θα θεωρηθούν περισσότερο ή λιγότερο σημαντικά, συνδυαζόμενα, άλλωστε, μεταξύ τους. Για την κρισιολόγηση των στοιχείων που οδηγούν στο σκοπόν αυτό, πρέπει να μη λαμβάνονται υπόψη οι τυχόν υπέρτερες οικονομικές δυνάμεις του ενός γονέως, να μη γίνεται επιλογή του γονέως με βάση το φύλο, τη γλώσσα, την ιθαγένεια, τις όποιες πεποιθήσεις του, να μην είναι καθοριστικό στοιχείο επιλογής ή απορρίψεως του το γεγονός ότι πιθανόν είναι υπαίτιος της διασπάσεως της εγγάμου συμβιώσεως (ΑΠ 1019/1994, ΕΕΝ 62.615 - ΑΠ 4140/1991, ΝοΒ 39.1104 - ΑΠ 728/1999, ΕλλΔνη 22.324 - ΑΠ 1968/1988 ΝοΒ 37.1044 - ΑΠ 283/1986, 180/1986, ΕλλΔνη 1986.1288, 496), εφόσον ο κακός σύζυγος δεν είναι απαραιτήτως και κακός γονέας, αλλά να επιλέγεται εκείνος από τους συζύγους που αντικειμενικώς παρέχει in concreto τη δυνατότητα καλύψεως του μεγαλυτέρου μέρους των ψυχολογικών κυρίως αναγκών του ανηλίκου για συναισθηματικές σταθερές, που επιτυγχάνονται με παραμονή στο αυτό, κατά το δυνατόν, οικογενειακό, σχολικό, κοινωνικό περιβάλλον, ανάπτυξη δεσμών εντάξεως σε συγκεκριμένους κοινωνικούς χώρους, εκδηλώσεις αγάπης, στοργής, τρυφερότητας, προσοχής, αφοσιώσεως αλλά και αυστηρότητας και επιμονής σε θέματα προσαρμογής της συμπεριφοράς του και καθοδηγήσεώς της σε κοινώς αποδεκτές αρχές κοινωνικής συμβιώσεως και κοινωνικής ανοχής, που θα του επιτρέπουν την ακώλυτη, σε κάθε επίπεδο, ψυχοσωματική ανάπτυξη και τη διαμόρφωση της προσωπικότητας του υπό καθεστώς ελευθερίας, σεβασμού των επιλογών του και αποδοχής. Το συμφέρον, βέβαια, του τέκνου απαιτεί, κατ` αρχήν, την παρουσία και των δύο γονέων του. Όταν όμως αυτό δεν είναι δυνατό θα πρέπει να επιλεγεί ως πλέον κατάλληλη εκείνη η λύση, η οποία θα έχει, μετά την απώλεια του πατέρα ή της μητέρας από την οικογενειακή εστία, τη μικρότερη επιβάρυνση στην περαιτέρω ανάπτυξη του τέκνου από τις συνέπειες της κατάρρευσης του γάμου των γονέων του. Η βούληση του ανηλίκου, ανάλογα με την ωριμότητα του, πρέπει να ζητείται και να συνεκτιμάται πριν από κάθε απόφαση σχετική με τη γονική μέριμνα (άρθρο 1511 παρ. 3 ΑΚ), εφόσον εκείνος είναι σε θέση να αντιληφθεί σαφώς το συμφέρον του και τη σημασία της διαφοράς (ΑΠ 948/1990 ΕλλΔνη 32.988, ΑΠ 728/1999 ΕλλΔνη 32.1233, ΑΠ 1968/1988 ΕλλΔνη 31.1269, ΑΠ 696/1988 ΕλλΔνη 30.761, ΑΠ 283/1986 ΕλλΔνη 27.1288, ΕφΑΘ 2586/2005, ΕλλΔνη 2006.205, ΕφΑΘ 7352/2002 ΕλλΔνη 2003, 206, ΕφΑΘ 15715/1988 ΝοΒ 38.80, 9281/1986 ΕλλΔνη 28.1296, Εφθεσ 1018/1989 ΕλλΔνη 30.1019). Αλλά και μετά την παρέμβαση του δικαστηρίου και τη ρύθμιση της ασκήσεως της γονικής μέριμνας του ανηλίκου τέκνου είναι δυνατή, όπως προκύπτει από τη διάταξη του αρθρ. 1536 ΑΚ, η ανάκληση ή μεταρρύθμιση της σχετικής αποφάσεως του, οσάκις μεταβλήθηκαν οι συνθήκες που αποτέλεσαν τη βάση για τη ρύθμιση της γονικής μέριμνας, το δε επΛαμβανόμενο μεταγενεστέρως δικαστήριο οφείλει, με πρωταρχικό γνώμονα το συμφέρον του τέκνου, να σταθμίσει τις νέες αυτές συνθήκες, οι οποίες μπορούν να αφορούν και τον τρόπο ασκήσεως της γονικής μέριμνας από εκείνον στον οποίο έχει ανατεθεί αυτή και να προσαρμόσει την απόφαση του σε αυτές σύμφωνα με το συμφέρον του τέκνου (ΑΠ 1601/1986 ΝοΒ 35.1047, ΕφΑΘ 1876/1992 ΑρχΝ 1993.224, ΕφΑΘ 15715/1988 ό.π., 2340/1986 ΕλλΔνη 27.1142).
Από τις διατάξεις των άρθρων 321, 322, 324 και 330 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η τελεσίδικη απόφαση του καθ` ύλην αρμόδιου δικαστηρίου αποτελεί δεδικασμένο για το ουσιαστικό και δικονομικό ζήτημα που κρίθηκε οριστικά, εφόσον συντρέχουν και οι υπόλοιπες προϋποθέσεις της ταυτότητας των διαδίκων, της τοιαύτης του αντικειμένου και της ιστορικής και νομικής αιτίας της νέας δίκης προς εκείνην. Με την έννοια αυτή, το δεδικασμένο δεν καλύπτει επιγενόμενα της δικαστικής απόφασης γεγονότα, τα οποία μπορούν να αποτελέσουν τη βάση νέας αυτοτελούς αγωγής του ηττηθέντος στην πρώτη δίκη διαδίκου. Τούτο συμβαίνει διότι η επίκληση οψιγενών περιστατικών επιφέρει μεταβολή στην ιστορική και νομική αιτία και συνεπώς έλλειψη ταυτότητας της επίδικης διαφοράς που αποκλείει τη δέσμευση από το δεδικασμένο (Π. Αρβανιτάκη, Τα χρονικά όρια του δεδικασμένου, 1995, σελ. 193 επ.1 βλ. σχετ. και Κονδύλη 199, Κουσούλη 209 - 215, Τριαντάφυλλου - Αλμπανίδου και Β. Βαθρακοκοίλη, ΕρμΑΚ, υπ` άρθρο 1536).
Οψιγενές γεγονός αποτελεί και η φυγή του ανήλικου τέκνου από το γονέα που ασκεί τη γονική μέριμνα. Στην ειδική αυτή περίπτωση το δεδικασμένο, ως τελική κρίση και απόφαση που αναθέτει την επιμέλεια του ανήλικου τέκνου στον ένα γονέα, αποτελεί περιορισμό της προσωπικής του ελευθερίας και βούλησης στην επιλογή του γονέα με τον οποίο θα διαμένει και κατά νόμον είναι δεσμευτικό μέχρι την ενηλικίωση του τέκνου, κατά φυσική δε αναγκαιότητα μέχρι τότε που αυτό (τέκνο) άκριτα ή συνειδητά ανέχεται την κατάσταση που του επιβάλλεται δικαστικά. Οταν η κρίση και βούληση του σχετικά με το συμφέρον του αναπτυχθεί σε βαθμό που θραύει τα επιβληθέντα δεσμά της ελευθερίας, τότε αυτονομείται και παύει αυτοδικαίως να ισχύει το δεδικασμένο, η δε τυχόν εμμονή σ` αυτό εφεξής του δικαστηρίου όχι μόνον αναχρονιστική ελέγχεται αλλά και επικίνδυνη, διότι καθιστά το ανήλικο κυριολεκτικά ανδράποδο. Κατά συνέπεια λοιπόν, η εκούσια συνειδητή και δικαιολογημένη φυγή του πνευματικά υγιούς εφηβικής ή μετεφηβι-κής ηλικίας τέκνου από το γονέα που ασκεί τη μέριμνα και η μετάβαση του στον άλλον γονέα, αποτελεί έμπρακτη απόδειξη της ανατροπής του εκ της ανηλικότητας συναγομένου τεκμηρίου ανωριμότητας του ως προς την επιλογή του εξουσιαστού γονέα (ΜονΠρΚατ 1221/2004, Αρμ 2005.369).
Από την κατάθεση του μάρτυρα Σ.Α., που εξετάσθηκε ενόρκως στο ακροατήριο του δικαστηρίου τούτου, και από το σύνολο των εγγράφων που ο ενάγων προσκομίζει και επικαλείται, καθώς και από την επικοινωνία της Δικαστή με τον ενήλικο Γ.Α. πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: οι διάδικοι τέλεσαν μεταξύ τους νόμιμο γάμο την 8.1.1994 στη Βέροια, από τον οποίο απέκτησαν δύο άρρενα τέκνα, τον Γ. που γεννήθηκε στις 28.5.1994 και τον Σ. που γεννήθηκε στις 23.4.1996. Στην αρχή του έγγαμου βίου η συμβίωση υπήρξε αρμονική.
Αργότερα όμως οι σχέσεις των συζύγων διαταράχθηκαν και η καθής εγκατέλειψε την 21.7.1996 τη συζυγική τους οικία. Ο αιτών αναζήτησε τη σύζυγο του και παρέδωσε σ` αυτήν τον ανήλικο Σ. ηλικίας τριών μηνών περίπου τότε. Στη συνέχεια προσέφυγαν στα Δικαστήρια, διεκδικώντας και οι δύο με αντίθετες αγωγές την επιμέλεια των τέκνων τους. Επί των ανωτέρω αγωγών εκδόθηκε η με αριθμό 13/ΔΙ/1998 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βέροιας η οποία απέρριψε την αγωγή του απόντος και δέχθηκε εν μέρει την αγωγή της καθής, αναθέτοντας την γονική μέριμνα των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων οριστικά στη μητέρα τους. Στο μεταξύ όμως την 2.10.1996 και πριν από την έκδοση της ανωτέρω οριστικής αποφάσεως ο αιτών έφυγε από την Ελλάδα μαζί με το ανήλικο τέκνο του Γ. και εγκαταστάθηκε στη Βουδαπέστη της Ουγγαρίας, χωρίς να γνωστοποιήσει σε κανένα τη νέα του κατοικία, έτσι ώστε να αποφύγει την απόδοση του τέκνου του στην καθής. Ο ανήλικος Γ. ήταν τότε ηλικίας 2 1/2 ετών. Στη συνέχεια επί των ασκηθεισών αντιθέτων εφέσεων των διαδίκων εκδόθηκε η με αριθμό 2338/1999 απόφαση του Εφετείου θεσσαλονίκης, η οποία ανέθεσε και πάλι στην καθής αποκλειστικά την επιμέλεια των ανήλικων τέκνων των διαδίκων και υποχρέωσε των αιτούντα να παραδώσει τον ανήλικο Γ. στη μητέρα του. Η απόφαση αυτή κατέστη αμετάκλητη. Κατά το χρονικό αυτό διάστημα ο ανήλικος Γ. φοίτησε σε ουγγρικό σχολείο, όπου εξελίχθηκε σε άριστο μαθητή με αξιοθαύμαστες επιδόσεις στα μαθήματα και στα σπορ, όπως προκύπτει από πλήθος αριστείων και επαίνων που προσκομίζει και επικαλείται ο αιτών, προσαρμοζόμενος απόλυτα στο σχολικό και κοινωνικό περιβάλλον της Βουδαπέστης, όπου ανέπτυξε δεσμούς αληθινής φιλίας με τους συμμαθητές του και με τους γείτονες του, ενώ παράλληλα ανέπτυξε ισχυρότατες σχέσεις στοργής και αγάπης με τον πατέρα του, με τον οποίο συμβιώνει όλο αυτό το διάστημα, χωρίς όμως να χάσει την επαφή με την ελληνική γλώσσα και τα ελληνικά ήθη και έθιμα. Τα παραπάνω προκύπτουν τόσο από τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες επιστολές - μαρτυρικές καταθέσεις που λήφθηκαν ενώπιον της ουγγρικής αρχής όσο και από την επικοινωνία με τον ανήλικο, ο οποίος μιλά άπταιστα την ελληνική γλώσσα και είναι χριστιανός ορθόδοξος, με ενεργή συμμετοχή στην εκκλησία της Βουδαπέστης. Περαιτέρω, από τα ίδια αποδεικτικά μέσα πιθανολογήθηκε ότι ο αιτών τρέφει αμέριστη αγάπη και στοργή για τον ανήλικο Γ., με τον οποίο έχει αναπτύξει στενό ψυχικό δεσμό και είναι ικανός και πρόθυμος να δείξει το αναγκαίο ενδιαφέρον για την ανατροφή του. Εξαιτίας της παραβίασης την ανωτέρω αποφάσεως, ο αιτών διώχθηκε ποινικά και συνελήφθη τελικά στην Αυστρία, κατά τη διάρκεια ταξιδιού που πραγματοποιούσε εκεί με τον ανήλικο γιο του, και στη συνέχεια ο μεν αιτών προέβη σε συγχώνευση - μετατροπή και εξάλειψη του αξιόποινου των πράξεων του, ο δε ανήλικος οδηγήθηκε αρχικά σε ίδρυμα ανηλίκων στην Αυστρία και στη συνέχεια στην οικία της μητέρας του και του ανήλικου αδερφού του στην Καλαμάτα. Η εμπειρία αυτή ήταν τραυματική για τον ανήλικο Γ., ο οποίος γνώριζε ότι στην Ελλάδα ζει η μητέρα του και ο μικρός του αδερφός, δεν τους είχε όμως συναντήσει ποτέ μέχρι τότε και δεν ήταν δυνατόν να τρέφει αισθήματα αγάπης γι` αυτούς. Κατά το χρόνο της διαμονής του εκεί ο ανήλικος Γ. δεν ήταν δυνατόν να προσαρμοσθεί στο περιβάλλον της μητέρας του, την οποία δεν γνώριζε μέχρι τότε, παρόλο που κατέβαλε προσπάθειες να γνωρίσει τον αδερφό του και τη μητέρα του και εκφράζεται με στοργή και αγάπη γι` αυτούς, αναζήτησε όμως αμέσως τον πατέρα του, τον οποίο και εμποδίστηκε από τη μητέρα του να συναντήσει. Έμεινε με τη μητέρα του περίπου είκοσι ημέρες και στη συνέχεια, με κοινή συμφωνία των διαδίκων η οποία διατυπώθηκε στο από Ιούλιο του 2006 ιδιωτικό συμφωνητικό των διαδίκων που συνέταξε και απέστειλε με φαξ στον αιτούντα η πληρεξούσια δικηγόρος της καθής Π.Α, η καθής συναίνεσε να παραλάβει τον ανήλικο Γ. ο αιτών, και να επιστρέψει μαζί του στη Βουδαπέστη, όπου θα συνεχίσει να παρακολουθεί τα μαθήματα του για τα δύο επόμενα σχολικά έτη. Στη συνέχεια ο αιτών παρέλαβε τον ανήλικο Γ. και διαμένει προσωρινά και μέχρι την αναχώρηση του για την Ουγγαρία στην πατρική του οικία στα Τρίκαλα Ημαθίας. Ενόψει όμως την ενάρξεως της νέας σχολικής χρονιάς την 1.9.2006 στη Βουδαπέστη και λόγω την σημαντικής μεταβολής των συνθηκών, και της αδυναμίας προσαρμογής του ανήλικου στο νέο γι` αυτόν περιβάλλον της μητέρας του καθίσταται αναγκαία η μεταρρύθμιση της απόφασης που ανέθεσε τη γονική μέριμνα στη μητέρα του ανηλίκου, με την οποία ουδέποτε μέχρι σήμερα διέμεινε ο ανήλικος Γ. και η προσωρινή ανάθεση της επιμέλειας του στον πατέρα του, έτσι ώστε να καταστεί δυνατόν να επιστρέψει νόμιμα στην Ουγγαρία για την έναρξη της νέας σχολικής χρονιάς. Και τούτου διότι ο ανήλικος Γ., ενώ είναι απόλυτα εξοικειωμένος με το περιβάλλον του πατέρα του και το σχολικό του περιβάλλον στη Βουδαπέστη, δεν είναι δυνατόν σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα να συνηθίσει στο περιβάλλον της μητέρας και του αδερφού του, τους οποίους και δε γνώριζε μέχρι σήμερα. Ακόμη, το συμφέρον των ανηλίκων επιβάλλει αυτοί να έχουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερη επικοινωνία με τον πατέρα και τη μητέρα τους, ώστε να διατηρηθεί και ενισχυθεί ο μεταξύ γονέα και τέκνου ψυχικός δεσμός που θα συμβάλει στην περαιτέρω ομαλή ανάπτυξη τους και στην ανάδειξη τους σε ανεξάρτητες και υπεύθυνες προσωπικότητες, καθόσον είναι απαραίτητες για τον ψυχικό τους κόσμο οι εκδηλώσεις στοργης, αγάπης και θαλπωρής, από το γονέα εκείνο με τον οποίο δεν διαμένουν, ώστε να αμβλυνθούν οι δυσμενείς συνέπειες που εύλογα επήλθαν στον ψυχικό τους κόσμο από τη διάλυση της έγγαμης συμβίωσης των γονέων τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια: